Ο Μητσοτάκης στην ομιλία του, αλλά εικάζω και στη συνέντευξη Τύπου το μεσημέρι της Κυριακής, επιλέγει φυσιολογικά να παίξει «στο γήπεδό του». Με μια αμιγώς διλημματικού περιεχομένου ομιλία, η οποία λογικά θα αναπτυχθεί και μέσα από τις δεκάδες ερωτήσεις δημοσιογράφων, υπερτονίζει στους πολίτες ξεκάθαρα δύο πράγματα αλληλένδετα μεταξύ τους: αν για τη διαχείριση της πρωτόγνωρης οικονομικής και γεωπολιτικής κρίσης που διέρχεται η Ελλάδα μέσα σε ένα εντελώς επικίνδυνο παγκόσμιο περιβάλλον προτιμούν ως πρωθυπουργό τον ίδιο ή τον Τσίπρα.

Και αν ναι, αυτό χρειάζεται μια πολιτική σταθερότητα την οποία μπορεί να εξασφαλίσει ο ίδιος ο Μητσοτάκης και όχι μια γενικόλογη, άγνωστη και συνεπώς επικίνδυνη πρόταση, όπως εκείνη που λέει ο Ανδρουλάκης. Οτι δεν θέλει τον Μητσοτάκη, ούτε βεβαίως και τον Τσίπρα (και πώς άραγε θα μπορούσε να ήθελε τον δεύτερο των εκλογών;), αλλά να βρεθεί ένα καλό πρόσωπο να το βάλουμε να μας κυβερνάει. Ποιος θα ψηφίσει άραγε τον Μητσοτάκη, τον Τσίπρα ή τον Ανδρουλάκη, ακόμα και τον Κουτσούμπα ή τον Βελόπουλο, γιατί έχει στο μυαλό του να του… προκύψει κάποιος άγνωστος σε ένα μπερδεμένο κυβερνητικό σχήμα που θα καταρρεύσει μέσα σε λίγους μήνες;

Προσωπικώς δεν γνωρίζω αν ο Μητσοτάκης μέσα στο δίλημμα αυτό θα συμπεριλάβει κάποια ξεκάθαρη αναφορά στην περίφημη υπόθεση της αλλαγής του εκλογικού νόμου από τη Θεσσαλονίκη ή θα το αφήσει για παρακάτω. Το βέβαιο είναι ότι η «εθνική ανάγκη πολιτικής σταθερότητας», που επικαλείται ο πρωθυπουργός αυτή την κρίσιμη περίοδο που διέρχεται η Ευρώπη, αλλά και ο κόσμος όλος, δεν υπηρετείται από έναν νόμο που βάζει τον πήχυ της αυτοδυναμίας πάνω από το 38% και υπό την προϋπόθεση ότι ο τρίτος πόλος, το ΠΑΣΟΚ, που θα μπορούσε να προσφέρει μια σταθερότητα στη διακυβέρνηση, αρνείται να το κάνει για λόγους που είναι δυσνόητοι με βάση τα διεθνή δεδομένα. Κανένας σχεδόν πολιτικός αρχηγός μικρότερου κόμματος δεν αρνείται στον αρχηγό του πρώτου κόμματος (όταν μιλάμε μάλιστα για σημαντικές ποσοστιαίες διαφορές) να στηρίξει την κυβέρνησή του χωρίς εκείνον πρωθυπουργό.

Η άλλη επιλογή να έχουμε πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα -σε μία από τις πιο δύσκολες περιόδους της μεταπολεμικής ιστορίας της- είναι η σύμπλευση του πρώτου κόμματος (εφόσον αρνείται το ΠΑΣΟΚ) με τον κ. Βελόπουλο. Ασχολίαστο το αφήνω, όχι γιατί το θεωρώ απίθανο να συμβεί, ούτε η πρώτη φορά θα είναι ούτε και η τελευταία, άλλωστε όλοι θυμόμαστε την κυβέρνηση Μητσοτάκη – Φλωράκη – Κύρκου το 1989, η οποία επίσης είχε προκύψει από τον εκλογικό νόμο, αλλά και επί μνημονίων τις κυβερνήσεις Σαμαρά – Βενιζέλου – Κουβέλη και φυσικά Τσίπρα – Καμμένου. Θυμόμαστε όμως και την κατάληξή τους.

Η Ελλάδα από το 2019 και παρά την πρωτοφανή κρίση της πανδημίας, αλλά και την ακόμα χειρότερη ενεργειακή και πληθωριστική κρίση των τελευταίων 40 ετών, παρουσιάζει σήμερα ανάπτυξη 7,5% του ΑΕΠ της το πρώτο εξάμηνο του έτους. Η κυβέρνηση, παρά τα λάθη και τις αστοχίες που πάντα κάνει όποιος διοικεί, κατόρθωσε να στηρίξει την κοινωνία και ειδικά τη μεσαία τάξη στα πολύ δύσκολα της πανδημίας αλλά και της ενεργειακής κρίσης. Ένα απτό παράδειγμα είναι ότι είναι πρώτη στην επιδότηση του ηλεκτρικού ρεύματος απ’ όλες τις χώρες της Ε.Ε. (στοιχεία των «Financial Times»). Με τη βοήθεια του τουρισμού, με τις ξένες επενδύσεις και με τα υψηλά έσοδα του ΦΠΑ (εξαιτίας και των υψηλών τιμών), η κυβέρνηση έχει εξασφαλίσει τη σημαντική βοήθεια των νοικοκυριών τον χειμώνα.

Όλο αυτό το πολύ δύσκολο και ευαίσθητο πολιτικά εγχείρημα μέσα σε μια τόσο βαριά κρίση δεν είναι -και δεν πρέπει να θεωρείται- δεδομένο από κανέναν.

Μια πολιτική αστάθεια που ενδεχομένως να προκύψει από τις κάλπες δεν είναι διόλου απίθανο να οδηγήσει τη χώρα πίσω σε προ του 2019 καταστάσεις. Και αυτή την περίοδο δεν ξέρω αν οι Ευρωπαίοι ή το ΔΝΤ θα έχουν να δανείσουν κιόλας…