Για τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη πολλά μπορούν να πουν εχθροί ή φίλοι, πολιτικοί αντίπαλοι ή φανατικοί οπαδοί, θαυμαστές ή «haters», από αυτούς που κατακλύζουν το Διαδίκτυο σε… επαγγελματική βάση.

Ένα πράγμα είναι δύσκολο να του καταλογίσεις όμως, ότι δεν είναι «θεσμικός παίκτης» του συστήματος, ότι δεν έχει αρχές και ότι δεν αρέσκεται καθόλου στις κοινώς λεγόμενες «παπάτζες» της πολιτικής.

Ο Μητσοτάκης έχτισε την καριέρα του στη σταθερότητα των θέσεών του, ακόμα κι αν αυτές φάνταζαν ανορθόδοξες στον περιβάλλοντα πολιτικό του χώρο. Οταν τον Φεβρουάριο του 2015 προτάθηκε ο Προκόπης Παυλόπουλος για Πρόεδρος της Δημοκρατίας από τον Τσίπρα, ήταν ο μόνος από το κόμμα του που είπε όχι, παρά τις έντονες αντιδράσεις που είχε ακόμα και από την ίδια την οικογένειά του.

Αργότερα, η συμβολική του αυτή κίνηση ήταν η απαρχή της πορείας του προς την αρχηγία της Ν.Δ., παρά το γεγονός ότι ήταν το… απόλυτο outsider. Κι αυτό συνέβη, η νίκη του επί του απόλυτου φαβορί που ήταν ο Μεϊμαράκης, γιατί απλά ο κόσμος της Κεντροδεξιάς κατάλαβε ότι το «σύστημα Καραμανλή» τα ’χε βρει κανονικά με τον ΣΥΡΙΖΑ, είτε από φόβο, είτε από συνήθεια να μη συγκρούεται πολιτικά… ούτε με τα ψάρια.

Η θεσμικότητα του Μητσοτάκη και η «πολιτική ορθότητα» πολλές φορές μπορεί και να υπερισχύουν ακόμα και μιας… αντικειμενικά αυτονόητης κίνησης, είναι κάτι σαν φετίχ γι’ αυτόν. Τρανό παράδειγμα ο εκλογικός νόμος.

Στην αρχή της θητείας του ως πρωθυπουργός επέλεξε ένα απολύτως ουτοπικό εκλογικό μοντέλο τόσο γι’ αυτόν όσο και για τη χώρα. Για να σχηματιστεί αυτοδύναμη κυβέρνηση σήμερα απαιτείται ποσοστό 38% έως και 40% σε ορισμένες περιπτώσεις, σε μια περίοδο που σε όλη την Ευρώπη τα μεγάλα κόμματα δεν ξεπερνάνε το 30%-32%. Ο Μητσοτάκης είχε την ευκαιρία να διορθώσει το λάθος του (ίσως και την έχει), αλλά το αρνείται κατηγορηματικά δημοσίως και ιδιωτικώς λέγοντας «εγώ δεν ανοιγοκλείνω… τα γκολπόστ με βάση τι με βολεύει».

Σήμερα που γράφονται αυτές οι σκέψεις ο πρωθυπουργός και το κόμμα του, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις που διεξάγονται από τις «κανονικές» εταιρείες ερευνών (και τονίζω ότι αποδείχτηκαν ολόσωστες από το 2016 και μετά), έχει μια διαφορά της τάξεως των 8-10 μονάδων από τον ΣΥΡΙΖΑ και απέχει από την αυτοδυναμία περίπου 3 μονάδες. Καλοκαίρι είμαστε, με ρεκόρ τουρισμού, χωρίς τιμολόγια ρεύματος στα ύψη και με επιδοτήσεις στην ενέργεια που θα φτάσουν το προσεχές δίμηνο περί τα 750 εκατ. ευρώ.

Όλα αυτά βέβαια γράφονται γιατί ο πρωθυπουργός αποφάσισε να «κόψει μαχαίρι» τις εκλογές για το φθινόπωρο ακριβώς για να υπηρετήσει αυτή την «εμμονή του» στη θεσμικότητα, τη σταθερότητα και το αίσθημα της υπευθυνότητας που τον διακατέχει.

Όχι ότι πάει κόντρα στα συμφέροντά του φυσικά, έχει το σχέδιό του, φαντάζομαι, αλλά γιατί ξέρει ότι για τον κόσμο «αυτό είναι ο Μητσοτάκης» και γι’ αυτό επιλέχτηκε κυρίως από ευρύτερα κεντρώα κοινά, αυτό «πουλάει» στην κοινή γνώμη και γνωρίζει καλά ότι γι’ αυτό το δίλημμα η περίοδος είναι ίσως η πιο κατάλληλη. Το δίλημμα που λογικά θα θέσει στις εκλογές που έρχονται σε λίγους μήνες θα είναι προφανώς ξεκάθαρο: «Στις απανωτές παγκόσμιες κρίσεις, τις πανδημίες, τον πόλεμο στην Ευρώπη, την ενεργειακή έκρηξη τιμών και το πληθωριστικό σοκ στην αγορά, ποιον θέλετε πρωθυπουργό;

Εμένα, τον Τσίπρα ή τον “κανένα” που προτείνει ο Ανδρουλάκης; Ποιος μπορεί καλύτερα να διαχειρίζεται και να εκπροσωπεί διεθνώς τη χώρα σε τόσο κρίσιμα ζητήματα καλύτερα από τους τρεις μας;».

Το αποτέλεσμα της στρατηγικής του αυτής, καθώς και του ρίσκου που παίρνει να επιλέξει τη θεσμικότητα και την υπευθυνότητα από τις 8 ή τις 10 μονάδες που τον χωρίζουν σήμερα από τον Τσίπρα ή τις 2-3 μονάδες από την αυτοδυναμία δεν το ξέρω. Μπορεί να του βγει, μπορεί και όχι με ένα τόσο δύσκολο σύμπλεγμα προβλημάτων που «του ξημερώνουν» τον χειμώνα που έρχεται.

Άλλωστε, αν θα πάρει τους 151 βουλευτές που χρειάζεται ή θα περάσει πιο κάτω από τον πήχη που ο ίδιος έβαλε πολύ ψηλά δεν μπορεί κανείς να το πει από τώρα, ή αν θα χρειαστεί… προσθήκες βουλευτών ή κομμάτων για να κυβερνήσει ο ίδιος.

Πάντως, δύο είναι σίγουρα. Πρώτον, ότι το δίλημμα που θα θέσει έχει ισχυρότατη βάση στις δύσκολες εποχές που ζούμε και, δεύτερον, στο εγχείρημα να πάει μέχρι τέλους θητείας θέλει άμεσο ρετουσάρισμα κυβερνητικού σχήματος και μοντέλου. Τώρα.