H ελληνική βιομηχανία τα τελευταία χρόνια ανακάμπτει. Οι βιομηχανικές επιχειρήσεις που επιβίωσαν της κρίσης είναι σήμερα ιδιαίτερα ανταγωνιστικές και αποτελεσματικές στη λειτουργία τους, καθώς σε ένα αντίξοο οικονομικό περιβάλλον καταφέρνουν να ανταγωνίζονται με επιτυχία μεγαλύτερες ξένες εταιρίες. Σύμφωνα με το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank “η ελληνική βιομηχανία επέδειξε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα το 2022, διατηρώντας την ανοδική της πορεία, παρά το δυσμενές διεθνές περιβάλλον, όπως αυτό διαμορφώθηκε από το υψηλό ενεργειακό κόστος και το κόστος των πρώτων υλών, τις διαταράξεις των εφοδιαστικών αλυσίδων και τη γεωπολιτική αβεβαιότητα”.

Το συμπέρασμα βασίζεται στον γενικό δείκτη βιομηχανικής παραγωγής, ο οποίος εκφράζει τον όγκο παραγωγής και αυξήθηκε κατά 2,3% το 2022 και στον γενικό δείκτη κύκλου εργασιών της βιομηχανίας, ο οποίος αυξήθηκε κατά 33,1%. Ταυτόχρονα, οι οικονομολόγοι της τράπεζας συμπληρώνουν πως οι απασχολούμενοι στη βιομηχανία ξεπέρασαν το μισό εκατομμύριο, το τρίτο τρίμηνο του 2022, για πρώτη φορά από τα τέλη του 2010, ενώ παράλληλα αυξήθηκαν κατά 5% σε ετήσια βάση. Προσθέτουν επίσης ότι οι βιομηχανικές εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 14,1 δισ. ευρώ το 2022 (ή 39,7%), αντιπροσωπεύοντας το 96% της αύξησης των συνολικών εξαγωγών της χώρας μας.

Υπάρχουν κλάδοι όπως π.χ. η παραγωγή πλαστικών όπου οι ελληνικές βιομηχανίες απευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά στις ξένες αγορές, αφού εκεί διοχετεύεται το σύνολο σχεδόν της παραγωγής τους, σε συντριπτικά ποσοστά. Ακόμη όμως και κλάδοι που απώλεσαν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα -κυρίως λόγω της πίεσης που δέχθηκαν από επιχειρήσεις σε χώρες χαμηλού κόστους, όπως π.χ. η κλωστοϋφαντουργία– επανακάμπτουν. Στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας -και κυρίως στην περιοχή της Θεσσαλονίκης- δραστηριοποιούνται σήμερα περίπου 1.000 επιχειρήσεις ένδυσης – κλωστοϋφαντουργίας, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 44% του συνόλου της χώρας. Είναι επιχειρήσεις όλων των «μεγεθών» -μικρές, μεσαίες και μεγαλύτερες- με μονάδες παραγωγής σε χώρες των Βαλκανίων (για τον κλάδο του ενδύματος), αλλά και με αμιγώς ελληνική παραγωγή σε νήμα και πανί που απασχολούν 12.000 εργαζόμενους στην Ελλάδα και πραγματοποιούν εξαγωγές 1,1 δισ. ευρώ ετησίως, δηλαδή το 70% του συνόλου των κλαδικών εξαγωγών.

Η θετική δυναμική που αναπτύσσει η ελληνική βιομηχανία απειλείται μονίμως και σταθερά από το υψηλό ενεργειακό κόστος, το οποίο υπονομεύει την ανταγωνιστικότητά της. Είναι πρόβλημα που προϋπήρχε της ενεργειακής κρίσης και το οποίο απειλεί τον κλάδο συνολικά κι όχι μόνον τις ενεργοβόρες μονάδες. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι βιομηχανίες ταυτόχρονα υποχρεούνται να επενδύσουν – και άρα να επωμιστούν μεγαλύτερα κόστη – για την πράσινη μετάβαση. Σε μια συγκυρία που οι ΗΠΑ επιδοτούν τις συγκεκριμένες επενδύσεις ώστε να προσελκύσουν παραγωγικό δυναμικό, αναγκάζοντας την ΕΕ να αναθεωρήσει την πολιτική της για τις κρατικές επιδοτήσεις, η Ελλάδα χρειάζεται να υιοθετήσει μοντέλα μόνιμης αντιστάθμισης του ενεργειακού κόστους για να στηρίξει ουσιαστικά τις ελληνικές βιομηχανίες.

Να διαμορφώσει με τις κατάλληλες πολιτικές ένα περιβάλλον όσο το δυνατόν πιο σταθερό και προβλέψιμο για να υποστηριχτεί ουσιαστικά η ανάπτυξη της βιομηχανίας και να αποφευχθούν αποφάσεις μείωσης της παραγωγής ή -και ακόμη χειρότερα- αναστολής λειτουργίας, μετεγκατάστασης σε τρίτες χώρες κ.λπ.