Είναι δυνατόν, μαζί με όλα τα άλλα μεγάλα προβλήματα που ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια μας, η Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει να αντιμετωπίσει και ένα πρόβλημα με επίκεντρο τη μεγαλύτερη, ισχυρότερη και ως τώρα σταθερότερη χώρα της; Και μάλιστα τη στιγμή που η χώρα αυτή έκανε, όπως φάνηκε μέσα από το ρόλο που έπαιξε για τη συγκρότηση του Ταμείου Ανάκαμψης, το κρίσιμο ποιοτικό άλμα και δεν είναι πλέον επικεφαλής του «στρατοπέδου της λιτότητας», ούτε καν της «ομάδας των φειδωλών», αλλά της Ευρώπης των κοινών σχεδίων; Κι όμως είναι δυνατόν. Σωστότερα: αρχίζουν να συγκεντρώνονται οι ενδείξεις ότι δημιουργείται ένα δυνητικό «πρόβλημα Γερμανία» στην καρδιά της Ένωσης.

Την αφορμή να το ξαναθυμηθούμε την έδωσε το πρόσφατο σταμάτημα, και δεν είναι το πρώτο του είδους, από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (BuVErGe) μιας σημαντικής, της σημαντικότερης μετά τη δημιουργία του ευρώ, πρωτοβουλίας της Ένωσης: της υλοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης δια της επικύρωσης της σχετικής συμφωνίας Συμβουλίου και Κοινοβουλίου από όλα τα κράτη-μέλη. Αντίθετα από ό,τι είχε γίνει τον περασμένο Μάιο, οπότε το BuVErGe είχε εκδώσει απόφαση με την οποία έκρινε, υπό προϋποθέσεις (που στη συνέχεια πληρώθηκαν παρασκηνιακά), αντίθετες στο γερμανικό Σύνταγμα ορισμένες πτυχές του Προγράμματος Αγοράς Κρατικών Ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (PSPP), αυτή τη φορά το δικαστήριο δεν εξέδωσε απόφαση αλλά απλώς εξαγγελία ότι θα εξετάσει επί της ουσίας προσφυγή κατά του Ταμείου.

Ακόμα κι έτσι, το νέο είναι διπλά δυσοίωνο: αφενός η προσφυγή προέρχεται από τις ίδιες σχεδόν πηγές που είχαν προσβάλει και το PSPP (το αντι-ευρωπαϊκό κόμμα Alternative fur Deutschland-AfD και μια «ομάδα πολιτών», που αυτή τη φορά έχει το όνομα «Συμμαχία της Επιθυμίας των Πολιτών» αλλά πίσω της βρίσκονται τα ίδια πρόσωπα) και στηρίζεται σε παρόμοια νομικά επιχειρήματα, έτσι ώστε η νομική αποδοχή τους, όταν έρθει η ώρα της δίκης, να είναι πιθανή΄ από την άλλη παρουσιάζει κίνδυνο και μόνη η καθυστέρηση, τη στιγμή που οι περισσότερες χώρες της Ένωσης έχουν προγραμματίσει ή ολοκληρώσει την επικύρωση και ο ίδιος ο Πρόεδρος της Γερμανίας ήταν έτοιμος να την υπογράψει μετά την ευρεία διακομματική επίνευση της Βουλής, και ενώ Επιτροπή έχει θέσει ως «τελική προθεσμία» τα τέλη Ιουνίου, ώστε να αρχίσουν πριν το καλοκαίρι οι εκταμιεύσεις των ποσών ανά χώρο και σχέδιο. Το BuVErGe δεν συγκινείται από κάτι τέτοια, θα προχωρήσει με τους δικούς του ρυθμούς και η επικύρωση από τη Γερμανία δεν μπορεί πλέον να γίνει πριν αποφανθεί το δικαστήριο.

Αλλά και γενικότερα, πέρα από τη συγκυρία, η μόνιμη τα τελευταία χρόνια στάση του ανώτατου δικαστηρίου της Γερμανίας να δυσπιστεί ανοιχτά σε κάθε ελαφρώς ανορθόδοξη, δηλαδή μη γραμμένη στο μάρμαρο, πρωτοβουλία των ευρωπαϊκών οργάνων για την αντιμετώπιση των διαδοχικών κρίσεων, είναι πολύ προβληματική. Από νομική άποψη, δεν είναι λογικό ούτε αποδεκτό να κυριαρχήσει η «γερμανική ερμηνεία» της ευρωπαϊκής ενοποίησης, πόσο μάλλον όταν αυτή η ερμηνεία στηρίζεται στη θέση του γερμανικού Συντάγματος, και όχι των Ευρωπαϊκών Συνθηκών, ως βασικού ερμηνευτικού κριτηρίου και μάλιστα υπό ξεκάθαρα ευρωσκεπτικιστική οπτική. Από πολιτική δε άποψη, που είναι πιο σοβαρή, καθώς η Ευρώπη είναι πολιτική Ένωση και η εποχή απαιτεί πράξεις και όχι ερμηνευτικές ακροβασίες, δεν μπορεί κάθε κοινή πρωτοβουλία να βρίσκεται υπό τη δαμόκλειο σπάθη ενός και μόνο δικαστηρίου, ή ενός μόνο Κοινοβουλίου. Πόσο μάλλον όταν αυτές τις κοινές πρωτοβουλίες στηρίζει και η νομιμοποιημένη ηγεσία της ίδιας αυτής της χώρας.

Το «πρόβλημα Γερμανία» δεν έχει όμως μόνο δικαστική πτυχή. Πρόσφατα γεγονότα που έχουν αλλάξει τη δυναμική των πραγμάτων και μετατρέπουν σταδιακά τη «χώρα ατμομηχανή» της ευρωπαϊκής πορείας σε «χώρα που σέρνει τα πόδια» είναι, μεταξύ άλλων: η εγκατάλειψη του επί εβδομήντα σχεδόν χρόνια ισχύσαντος «δόγματος Σμιτ», δηλαδή της αυτόβουλης μη κατάληψης από τη Γερμανία όλων, ή της πλειοψηφίας των σημαντικότερων, πολιτικών θέσεων στην κοινοτική ιεραρχία –εγκατάλειψης που σφραγίστηκε από την επιλογή Γερμανίδας, και μάλιστα διόλου άμωμης πολιτικά, για την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η προσπάθεια της Γερμανίας να επιβάλει τις θέσεις της σε σημαντικά, και όχι «καυτά» για την ίδια, ζητήματα όπως η εξωτερική πολιτική της Ένωσης (ιδίως η σχέση της Ένωσης με την Τουρκία) και η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης (την οποία μπλοκάρει μπλοκάροντας το απαραίτητο «τρίτο πόδι», το κοινό ταμείο εγγύησης καταθέσεων (EDIS) η ομίχλη ή, σε άλλη παραλλαγή, η θερμοκρασία σκωτσέζικου ντους (μια ζεστό, μια κρύο), που χαρακτηρίζει τις γερμανικές προθέσεις περί τον «γαλλογερμανικό άξονα» σε όλη τη διάρκεια της προεδρίας Μακρόν το τέλος της «εποχής Μέρκελ», που τουλάχιστον προσέδιδε ένα τόνο σταθερότητας, αλλαγή σελίδας που συμπίπτει και με το λυκόφως της απόλυτης οικονομικής κυριαρχίας της Γερμανίας, δημιουργώντας έτσι, ίσως, έδαφος για τη γένεση ενός νέου, και σίγουρα απρόβλεπτου, είδους γερμανικού «εξαιρετισμού».

Τα «χρόνια του Μνημονίου», για να το πούμε συνθηματικά, υπήρξαν χρόνια γερμανικής μονοκρατορίας. Τα χρόνια της πανδημίας ήδη είναι, και δεν βλέπω πως αυτό θα ανατραπεί δραματικά, χρόνια γερμανικής υποχώρησης. Τόσο η υπερβολική δύναμη όσο και η υφέρπουσα αστάθεια εγκυμονούν κινδύνους για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα: τόση είναι η σημασία της Γερμανίας αλλά και τόσο εύθραυστο (συνεχίζει να) είναι το οικοδόμημα.