Ένα αναπόδραστο στοιχείο της πολιτικής πραγματικότητας είναι ότι η ακρίβεια που προκαλεί ο πληθωρισμός έχει πολύ μεγάλο πολιτικό κόστος για μια κυβέρνηση. Οι «διαδηλώσεις της κατσαρόλας» είναι από τους χειρότερους φόβους των κυβερνήσεων.

Η πρώτη τέτοια διαδήλωση συνέβαλε το 1973 στην ανατροπή του σοσιαλιστή Αλιέντε από τον αιμοσταγή δικτάτορα Πινοσέτ στη Χιλή. Έστω κι αν ήταν οι πλούσιες κυρίες του Σαντιάγο που διαδήλωναν με… χρυσά βραχιόλια και κατσαρόλες και όχι τα λαϊκά στρώματα που πράγματι υπέφεραν εξαιτίας του οικονομικού πολέμου που είχαν κηρύξει οι ΗΠΑ μετά την εθνικοποίηση του ορυκτού πλούτου από την κυβέρνηση Αλιέντε.

Το γεγονός είναι ότι η άνοδος των τιμών ισοδυναμεί με απώλεια πραγματικού εισοδήματος, αφού με τον ίδιο μισθό αγοράζουμε λιγότερα αγαθά. Το ίδιο ισχύει και για την αύξηση της φορολογίας, η οποία αφαιρεί διαθέσιμο εισόδημα.

Η χειρότερη στιγμή του Εμανουέλ Μακρόν ήταν το 2018 όταν οι αυξήσεις στον φόρο των καυσίμων έβγαλαν στον δρόμο τα «κίτρινα γιλέκα». Tον περασμένο Ιανουάριο στο Καζακστάν οι εξεγέρσεις με αφορμή τις αυξήσεις στα καύσιμα οδήγησαν τελικά στην παρέμβαση της Ρωσίας. Στη Νέα Ζηλανδία, η πρωθυπουργός Τζασίντα Αρντέρν, εξαιρετικά δημοφιλής λόγω των αρχικών χειρισμών της στην πανδημία, είδε το -ήδη μειούμενο- ποσοστό δημοτικότητάς της να δέχεται τη χαριστική βολή από τις ανατιμήσεις και να πέφτει στο 34%, από το 58% που ήταν μόλις πριν λίγους μήνες. Στον ΣΥΡΙΖΑ ακόμα «μετράνε» τη ζημιά από τις φορολογικές επιβαρύνσεις που νομοθέτησε η κυβέρνησή τους υπό την πίεση των δανειστών για πλεονάσματα.

Ο πληθωρισμός έχει πλέον επιστρέψει σε υψηλά σχεδόν 30ετίας στην Ελλάδα, στο 7,1% τον Φεβρουάριο, ενώ το -ανεξάρτητο- Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής προβλέπει ότι μπορεί να φτάσει και στο 11%, στο κακό σενάριο.

Στην πραγματικότητα, τα νοικοκυριά με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη ακρίβεια, καθώς δαπανούν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε ένα «καλάθι» αγαθών που ανατιμάται ταχύτερα από ό,τι εκείνο των πλουσιότερων νοικοκυριών. Σύμφωνα με μελέτη του οικονομολόγου Κώστα Μελά, ο πληθωρισμός των φτωχών νοικοκυριών έχει ήδη φτάσει στο 15%, καθώς δαπανούν το 60% του εισοδήματός τους σε τρόφιμα και στέγαση (η οποία περιλαμβάνει και ενεργειακά αγαθά) που παρουσιάζουν αύξηση 5,2% και 22,6% αντίστοιχα.

Ταυτόχρονα το ενεργειακό κόστος εξελίσσεται στον βασικό βραχνά για τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα για εκείνες που δραστηριοποιούνται στον κρίσιμο τομέα της μεταποίησης και κυρίως για τις μικρομεσαίες.

Με αυτά τα δεδομένα, η πίεση σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά δεν αντισταθμίζεται με τα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση.
Μικρή σημασία έχουν οι αιτίες της ακρίβειας, εάν είναι εισαγόμενη ή όχι, ή, ακόμα, πόσα περιθώρια έχει ο προϋπολογισμός για να ληφθούν μέτρα που θα αντισταθμίσουν ένα μέρος από την απώλεια εισοδήματος.

Ο κόσμος μετράει τη ζημιά και την καταλογίζει σε εκείνον που διαχειρίζεται τα πράγματα.

Είναι γεγονός ότι η Ευρωζώνη πλέον αρχίζει και σφίγγει τα λουριά των κρατικών δαπανών για την Ελλάδα και τις άλλες χώρες με υψηλό χρέος, αλλά αυτό δεν σημαίνει κάτι για τον πολίτη, που βλέπει ότι τα μέτρα στήριξης δεν καλύπτουν ούτε κατά το ελάχιστο τις μεγάλες απώλειες πραγματικού εισοδήματος.

Κι αν ισχύουν οι προβλέψεις ορισμένων αξιόπιστων οικονομολόγων του ευρωσυστήματος που εκτιμούν ότι ο πληθωρισμός θα επιμείνει τουλάχιστον για τους επόμενους 9-12 μήνες, η πίεση -και η δυσαρέσκεια του κόσμου- θα παραμείνει τουλάχιστον μέχρι το 2023.

Το «σύνδρομο της κατσαρόλας» μπορεί να έχει εξελιχθεί σε «σύνδρομο της αντλίας καυσίμων», αλλά παραμένει ένας πολιτικός εφιάλτης.