Στην πράξη, είναι μια παγίδα ακυβερνησίας για τη χώρα με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται. Η τελευταία προσπάθεια έγινε από τον ΣΥΡΙΖΑ, για να εμποδίσει μια δεύτερη αυτοδύναμη θητεία Μητσοτάκη, αλλά νομίζω πως φτάσαμε οριστικά στο τέλος. Ολοι την επικαλούνται, αλλά κανείς δεν την πιστεύει ως εργαλείο μιας καλύτερης και αποτελεσματικότερης κυβέρνησης.

Το νόημα της απλής αναλογικής είναι να μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση, χωρίς τη συμμετοχή του πρώτου κόμματος, αλλά με τη συνεργασία μικρότερων κομμάτων του ίδιου ιδεολογικού και πολιτικού φάσματος που υιοθετούν από κοινού ένα μίνιμουμ κυβερνητικό πρόγραμμα. Αν αυτό δεν μπορεί να γίνει, τότε τι νόημα έχει η απλή αναλογική; Η άποψη του Αλέξη Τσίπρα ότι δεν μπορεί να υπάρξει «κυβέρνηση ηττημένων» είναι ρεαλιστική, αριθμητικά επιβεβαιωμένη και πολιτικά ορθή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, σύμφωνα με την ανάλυση που παρουσιάζει το «ΘΕΜΑ», ότι ακόμη και στην καλύτερη για τα κόμματα της αντιπολίτευσης δημοσκόπηση (ProRata) ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και ΜέΡΑ25 με απλή αναλογική δεν μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση.

Και τα τρία κόμματα μαζί συγκεντρώνουν 148 έδρες. Το ΚΚΕ δηλώνει οριζοντίως και καθέτως ότι δεν πρόκειται να συμμετάσχει σε κυβέρνηση και απομένουν οι ιδεολογικοί αντίπαλοι Νέα Δημοκρατία και Ελληνική Λύση. Αυτό οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ακυβερνησία. Οι υπολογισμοί του Τσίπρα για την πρωτιά ΣΥΡΙΖΑ στις προσεχείς εκλογές δεν φαίνεται να έχουν σχέση με την πραγματικότητα, αλλά και να έχουν, ας σχηματίσει εκείνος κυβέρνηση και αν θέλει μπορεί να πάρει ως «συνεταίρους» τον Ανδρουλάκη και τον Βαρουφάκη. Για ποιον λόγο η χώρα και ο ίδιος να ρισκάρουν μια νέα περιπέτεια; Αλλωστε μόνος του δήλωσε ότι δεν ήταν ευτυχής για την κυβερνητική του συνεργασία με τον Πάνο Καμμένο, η οποία μάλιστα προέκυψε με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής. Αν ο Τσίπρας είναι ειλικρινής, αυτό το «πάθημα» θα πρέπει να του έγινε μάθημα και δεν μπορεί να επαναληφθεί.

Υπό αυτό το πρίσμα η επιμονή του πρώην πρωθυπουργού να μην πάμε σε «δεύτερο γύρο» εκλογών με ενισχυμένη αναλογική μοιάζει εξωφρενική και αποδεικνύει πως στόχος της πίεσης που ασκεί δεν είναι για να γίνει ο ίδιος πρωθυπουργός, αλλά να κόψει την αυτοδυναμία της Ν.Δ. Με γνώμονα πάντα τις δημοσκοπήσεις όλων των «αποχρώσεων» η απλή αναλογική δεν πρέπει να ενθουσιάζει ιδιαίτερα ούτε τον Νίκο Ανδρουλάκη. Και αυτό γιατί ναι μεν θα πάρει περισσότερες έδρες στη Βουλή, αλλά θα αναγκαστεί να συμπράξει σε κάποιο κυβερνητικό σχήμα με Ν.Δ. ή ΣΥΡΙΖΑ.

Επίσης δεν φαίνεται να ενισχύει ιδιαίτερα την «πολυφωνία» στη Βουλή, αφού κανένα από τα «μικρά κόμματα» δεν δείχνει να περνάει το όριο του 3%, πέραν του Κασιδιάρη, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Αρα ποιος βγαίνει κερδισμένος από αυτή την περιπέτεια; Κανείς και περισσότερο απ’ όλους η χώρα, καθώς η κατάσταση στην οικονομία αλλά και τα μεγάλα ανοιχτά προβλήματα επιβάλλουν τον σχηματισμό μιας ισχυρής και συμπαγούς κυβέρνησης.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε καμία χρονική στιγμή της κυβερνητικής θητείας δεν έκρυψε ότι δεν πιστεύει στην απλή αναλογική. Αλλαξε τον νόμο και σε κάθε ευκαιρία επαναλαμβάνει την πρόθεση να πάει σε δεύτερες κάλπες. Η Νέα Δημοκρατία ήταν διαχρονικά υπέρ της ενισχυμένης αναλογικής, στις διάφορες μορφές της που έδιναν ισχυρό ή, στη χειρότερη περίπτωση, ένα μέτριο πλεονέκτημα στο πρώτο κόμμα για να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Δεν άλλαξε αυτή τη θέση της ακόμη κι όταν οι πολιτικές και δημοσκοπικές προβλέψεις ήταν σε βάρος της. Το ΠΑΣΟΚ, μέχρι το 2009 που λειτουργούσε το δικομματικό-διπολικό σύστημα, κινήθηκε στην ίδια κατεύθυνση, αλλά με μεγαλύτερες διακυμάνσεις στις επιλογές του. Για παράδειγμα, την περίοδο 1989-90 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης χρειάστηκε τρεις εκλογές για να φθάσει κοντά στο 47% των ψήφων και να σχηματίσει κυβέρνηση με οριακή πλειοψηφία 150 + Κατσίκης, με γνωστή τη συνέχεια.

Ολοι θυμόμαστε τα προβλήματα που προέκυψαν, αλλά ούτε συμμαχικές κυβερνήσεις γεννήθηκαν, ούτε κουλτούρα συνεργασιών αναπτύχθηκε, ούτε τα μικρά κόμματα μπήκαν στη Βουλή. Αντίθετα ο δικομματισμός θριάμβευσε για μια εικοσαετία ακόμη. Οταν ο λαός αποφάσισε ότι ένας μόνος του δεν μπορεί, οδήγησε με την ψήφο του στην εξουσία σχήματα όπως Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ ή ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝ.ΕΛ., όμως χωρίς απλή αναλογική. Το ίδιο μπορεί να κάνει και τώρα εφόσον οι πολίτες κρίνουν ότι οι μονοκομματικές κυβερνήσεις δεν μπορούν να ανταποκριθούν στον ρόλο τους. Γεγονός είναι πως σε πολλές χώρες της Ευρώπης έχουμε κυβερνήσεις συνεργασίας. Στη Γερμανία αποδείχθηκαν πετυχημένες, αλλά η Ιταλία τις πλήρωσε και τις πληρώνει ακριβά. Και η Ελλάδα είναι πιο κοντά στη Ρώμη παρά στο Βερολίνο.