Η Πρωτομαγιά δεν είναι αργία, είναι απεργία, συνθηματολογούν διαχρονικά οι απεργοί διαδηλωτές στις πορείες τους. Καμιά αντίρρηση. Απεργία λοιπόν για την εργατική Πρωτομαγιά. Για όσους τέλος πάντων νοιώθουν την ανάγκη να απεργήσουν για ιστορικούς ή άλλους λόγους. Και γι’ αυτούς που δεν θέλουν να απεργήσουν, έχει φροντίσει γι’ αυτούς το επίσημο κράτος που καθιέρωσε την ημέρα της Πρωτομαγιάς ως αργία ώστε να μην κόβεται το μεροκάματο από κανένα.

Φέτος όμως είχαμε μια ιδιαιτερότητα . Έπεσε η Πρωτομαγιά μέσα στην Μεγάλη εβδομάδα και με υπουργική απόφαση η αργία μετατέθηκε για την Τρίτη του Πάσχα, διευρύνοντας έτσι την εορταστική ανάπαυλα. Το λογικό και αναμενόμενο θα ήταν και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που οργανώνουν τις εκδηλώσεις, πορείες, διαδηλώσεις και κόκκινες μπογιές στο σιντριβάνι του Συντάγματος και γενικά τον εορτασμό αυτής της συμβολικής μέρας, να μετέθεταν την ημερομηνία για την Τρίτη του Πάσχα. Όχι όμως. Οι ηγεσίες τους, έκριναν πως θα την γιορτάσουν με απεργία και ανήμερα και να απέχουν από την εργασία την Τρίτη που είναι η εκ μεταθέσεως αργία!

Τέλεια. Άλλωστε έχει καμιά σημασία ποιοι τελικά απέργησαν χθες, ακολουθώντας τις αποφάσεις της ΓΣΕΕ, της ΑΔΕΔΥ και του ΠΑΜΕ; Κυρίως οι δημόσιοι υπάλληλοι και αυτοί του ευρύτερου δημόσιου τομέα με τις συγκοινωνίες και τις ΔΕΚΟ.

Ο ιδιωτικός τομέας, στον οποίο απασχολούνται στην συντριπτική πλειονότητα οι εργάτες και οι υπάλληλοι, δούλεψαν κανονικά όπως δουλεύουν κανονικά και σε όλες τις εθιμοτυπικές απεργίες της ΓΣΕΕ που γίνονται για να μην ξεχνιόμαστε. Βλέπετε η απώλεια του μεροκάματου για συμμετοχή στις φολκλορικές εκδηλώσεις που στην πράξη δεν έχουν ένα συγκεκριμένο διεκδικητικό πλαίσιο πέραν από υπερφίαλες και ανέφικτες γενικές απαιτήσεις, είναι υπολογίσιμη στον οικογενειακό προϋπολογισμό.

Και να σκεφτεί κανείς πως οι εργαζόμενοι στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα είναι σε πλεονεκτικότερη θέση από τους ιδιωτικούς για πολλούς και διάφορους λόγους που δεν είναι απαραίτητα οικονομικοί. Και μόνο το γεγονός της μονιμότητας και πως δεν φεύγει κανείς όσο αντιπαραγωγικός και άχρηστος αν αποδειχθεί μετά την πρόσληψη, είναι ένα φοβερό ατού για να θέλει κανείς να μπει στο δημόσιο. Ακόμα κι αν κάποιος διαπράξει κακούργημα, για να απολυθεί πρέπει να τελεσιδικήσει η υπόθεση του και στη συνέχεια να αποφασίσουν τα υπηρεσιακά συμβούλια για το αν θα εκδιωχθεί ένας δημόσιος υπάλληλος κι αυτή η όλη διαδικασία απαιτεί τουλάχιστον μια δεκαετία! Τελευταίο παράδειγμα ο φρουρός αστυνομικός στους Αγ. Αναργύρους μπροστά στα μάτια του οποίου δολοφονήθηκε η άτυχη κοπέλα. Ο εν λόγω καταδικάστηκε σε πρώτο βαθμό για κακούργημα, του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης, μπήκε για ένα διάστημα στη φυλακή όπου εισέπραττε το μισθό του, έστω και χωρίς τα επιδόματα και όταν αποφυλακίστηκε, επέστρεψε στην υπηρεσία μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεση του στον Άρειο Πάγο και στη συνέχεια να αποφανθεί για την απόταξη του ή μη το υπηρεσιακό συμβούλιο που απαρτίζεται από συναδέλφους του!

Με τέτοιες πρακτικές και λογικές όμως δεν κάνουμε προκοπή. Και απορώ πως διέλαθαν της προσοχής των τροϊκανών την εποχή των μνημονίων αυτά τα φαινόμενα και τα άφησαν να τα λύσουμε μόνοι μας , πράγμα που δεν θα γίνει ποτέ. Γιατί αλίμονο στον πολιτικό που θα σκεφτεί όχι να μιλήσει για άρση της μονιμότητας αλλά να πει πως όποιος δημόσιος υπάλληλος συλληφθεί να παρανομεί ( συμπεριλαμβανομένων των γιατρών με τα φακελάκια που μαθαίνουμε κάθε τόσο) διακόπτεται αυτόματα η σύμβαση εργασίας του και η μισθοδοσία του και όταν και αν δικαιωθεί στο δικαστήριο να επιστρέφει στην υπηρεσία του και να παίρνει αναδρομικά τους χαμένους μισθούς.

Και μετά μιλάμε για μεταρρυθμίσεις, για αξιολογήσεις, για εκσυγχρονισμό, για εξευρωπαϊσμό, για μετάβαση στην ψηφιακή εποχή, για αριστεία και υψηλές δεξιότητες και φυγή προς τα μπρος. Το άλλο με τον Τοτό το ξέρετε;.