Διανύοντας αυτή την ιδιότυπη και μακρά εκ των πραγμάτων προεκλογική περίοδο και μάλιστα με σφόδρα πιθανό το σενάριο των διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων, προκύπτει μια εύλογη ανησυχία από πλειοδοσία παραχολογίας των κόμματων της αντιπολίτευσης, αλλά και «ζεστών» παροχών από την κυβέρνηση που διαχειρίζεται και το ταμείο.

Ούτως ή άλλως η κατάσταση στην παγκόσμια οικονομία και προφανώς στην ελληνική είναι οριακή και εύκολα η ρευστότητα των παραμέτρων μπορεί να οδηγήσει σε εκτροχιασμό και να χαθούν όσα με πολύ κόπο έχουν επιτευχθεί τα προηγούμενα χρόνια, κάτω από αντίξοες συνθήκες, μέσα σε λίγους μήνες.
Ένα πρώτο καμπανάκι αποτέλεσε η ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ για την ανάπτυξη στο τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους που κινήθηκε κάτω των προσδοκιών λόγω των επιδομάτων που δόθηκαν -και καλώς- στα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος. Σαφώς με την πολιτική αυτή μετριάστηκαν οι επιπτώσεις από την ενεργειακή ακρίβεια . Όμως το πρόβλημα δεν τελείωσε. Τουναντίον συνεχίζεται και θα συνεχιστεί με μεγαλύτερη ένταση τους επόμενους μήνες, όπως προδιαγράφουν οι αγορές. Θα χρειαστούν επομένως πολλά ακόμα κονδύλια και επιδόματα για να στηριχθούν τα νοικοκυριά μέσα στον χειμώνα. Και το ερώτημα είναι αν αυτά υπάρχουν και αν επαρκούν τα έσοδα από την φορολόγηση των υπερκερδών των ενεργειακών επιχειρήσεων ή αν θα χρειαστεί να μπει κι άλλο χέρι στον προϋπολογισμό.

Είναι σίγουρο βέβαια πως σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση εν όψει μάλιστα και της προεκλογική περιόδου, πως δεν πρόκειται να περικόψει τα προγράμματα στήριξης των νοικοκυριών στην ενεργειακή ακρίβεια. Είναι όμως μείζον το θέμα σε πόσες άλλες παροχές λόγω εκλογών θα προχωρήσει και κατά πόσο αυτές θα θέσουν σε διακινδύνευση τους στόχους για πλεονάσματα μέσα στο 2023 όπως άλλωστε είμαστε δεσμευμένοι στην ΕΕ.

Κακά τα ψέματα, θέλουμε δεν θέλουμε η επόμενη χρονιά θα είναι δύσκολη κι είναι σχεδόν αδύνατον να τρέξουμε με τους ίδιους αναπτυξιακούς ρυθμούς ούτε να πετύχουμε πολύ καλύτερες αποδόσεις στις τουριστικές εισροές σε σχέση με το 2022. Οταν όλη η Ευρώπη δίνει τη μάχη για να αποφύγει την ύφεση και οι κυβερνήσεις ρίχνουν τεράστια ποσά για τη στήριξη των πολιτών τους, αυτό δεν μπορεί να είναι χωρίς επιπτώσεις.

Επιπρόσθετα όμως, εμείς έχουμε έναν ακόμα σοβαρότατο λόγο ανησυχίας. Είναι ο φόβος της ακυβερνησίας, οι σχεδόν σίγουρα δεύτερες εκλογές με υπηρεσιακή αυτή τη φορά κυβέρνηση που είναι βέβαιο πως θα ανακόψουν τη δυναμική της οικονομίας.

Και δεν λαμβάνουμε καν υπόψη το σοβαρό ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης συμμαχικής με συμβιβασμούς, δεσμεύσεις και παζάρια για το πώς βλέπει το κάθε κόμμα την πορεία της χώρας και ποιες προτεραιότητες θέτει το καθένα για το μέλλον.

Είναι όμως μεγάλος και ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης από τον κακό γείτονα που κλιμακώνει καθημερινά τις προκλήσεις και τις απειλές, με τους φόβους για κάποιο επεισόδιο να πιάνουν κόκκινο κυρίως στην περίοδο ανάμεσα στις εκλογικές μάχες με υπηρεσιακή κυβέρνηση.

Κι αυτοί οι φόβοι δεν είναι χωρίς περιεχόμενο και διατυπώνονται πλέον ανοικτά όλο και περισσότερο από ανθρώπους που είναι σε θέση να γνωρίζουν καλύτερα από εμάς τα σχέδια και τις επιδιώξεις των Τούρκων.

Και φυσικά δεν είναι μικρής σημασίας και το γεγονός πως σε αυτή τη δύσκολη περίοδο, στο εσωτερικό της χώρας διαμορφώνεται ένα θερμό και τοξικό πολιτικό κλίμα και τα περιθώρια εθνικής συνεννόησης συνεχώς περιορίζονται.

Αντί μπροστά στους κινδύνους που μας περιβάλλουν να βλέπουμε μια πλειοδοσία θετικών προτάσεων και απόψεων για το πώς θα ανταπεξέλθουμε όλοι μαζί τους επερχόμενους εθνικούς και οικονομικούς κινδύνους, βλέπουμε μόνο αλληλοσπαραγμό και περιχαράκωση στις στενές κομματικές γραμμές και την ψηφοθηρία, με φθηνά κόλπα και άκρατο λαϊκισμό.

Παραμερίζουν τα μεγάλα και κρίσιμα και ασχολούνται με τα μικρά και ασήμαντα, χάριν του κομματικού κοινού και πάντως μακριά από τις πραγματικές ανάγκες και αγωνίες της πλειονότητας του λαού. Ενός λαού που είναι στο χέρι του να αποφασίσει ποια Ελλάδα θέλει για τα επόμενα χρόνια.