Μετά και την πώληση του 27% της Τράπεζας Πειραιώς, Κυβέρνηση και Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) βρίσκονται πλέον πολύ κοντά στην πλήρη αποεπένδυση από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Ο κύκλος των ανακεφαλαιοποιήσεων που ξεκίνησε το 2008 ολοκληρώνεται, καθώς στο ΤΧΣ απομένει πλέον μόνον το 18% της Εθνικής Τράπεζας, ενώ Alpha Bank, Eurobank και Τράπεζα Πειραιώς έχουν επιστρέψει στον ιδιωτικό τομέα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το τραπεζικό σύστημα, που απειλούσε με αποσταθεροποίηση την οικονομία, έχει εξυγιανθεί δραστικά και έχει αποκτήσει πιο υγιή δομή που του επιτρέπει να παίξει τον ρόλο του στηρίζοντας την αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας.

Μπορεί όμως να έχει εξυγιανθεί το τραπεζικό σύστημα, αλλά τα προβλήματα που συνδέονται με τις τράπεζες και “κληροδότησε” η κρίση παραμένουν και εξακολουθούν να βαραίνουν την οικονομία. Τα κόκκινα δάνεια βγήκαν με τη βοήθεια των εγγυήσεων του “Ηρακλή” από τους ισολογισμούς των τραπεζών, αλλά συνεχίζουν να είναι ένα βαρίδι για την οικονομία και φυσικά την κοινωνία. Περίπου 70 δισ. κόκκινα δάνεια έχουν μεταφερθεί στους servicers, τις εξειδικευμένες εταιρείες που έχουν αντικείμενο τη διαχείριση των απαιτήσεων και έπεται συνέχεια.

Οι πλειστηριασμοί που γίνονται κατά χιλιάδες στοχεύουν στη ρευστοποίηση αυτών των προβληματικών δανείων και είναι γνωστό ότι οι περισσότεροι από αυτούς καταλήγουν άγονοι. Μάλιστα η Κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει το θέμα, εξετάζει τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων που σχετίζονται με τις τιμές στους επαναληπτικούς πλειστηριασμούς, τη δυνατότητα επίσκεψης στα εκποιούμενα ακίνητα κ.ά. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που έγιναν με τη βελτίωση του εξωδικαστικού και άλλα μέτρα, τα 70 δισ. κόκκινα δάνεια συνεχίζουν να είναι σημαντικό βάρος για την οικονομία.

Οι τράπεζες εξυγιάνθηκαν εποπτικά και επενδυτικά. Ασφαλώς και αυτό είναι σημαντική επιτυχία η οποία δεν πρέπει να υποβαθμίζεται, ιδιαίτερα μάλιστα όταν έγινε σε σύντομο (για τα ελληνικά δεδομένα ) χρόνο. Ωστόσο, η “κληρονομιά” των κόκκινων δανείων που παραμένουν στα χαρτοφυλάκια των servicers είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που προκάλεσε η κρίση, πρόβλημα που παραμένει ακόμη απειλητικό, καθώς περιορίζει σημαντικά την περίμετρο των νομικών και φυσικών προσώπων που μπορούν να δανειοδοτηθούν.

Η πλειονότητα των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μικρών και πολύ μικρών εταιρειών, είναι σήμερα πλήρως αποκλεισμένη από την τραπεζική χρηματοδότηση, επειδή κατά το παρελθόν κάποιο δάνειό τους “κοκκίνισε”. Με την υπερύθμιση που έχει επιβάλλει στις συστημικές τράπεζες η ΕΚΤ, κανόνες που ισχύουν π.χ. για τη Γαλλία και την Ελλάδα, ασχέτως των οικονομικών συνθηκών σε κάθε χώρα, δεν υπάρχει καμία ευελιξία στα τραπεζικά κριτήρια. Οπότε σήμερα η μισή σχεδόν οικονομία καλείται να επιβιώσει χωρίς τραπεζική στήριξη, ενώ ταυτόχρονα οι τράπεζες αγωνίζονται να αυξήσουν τις νέες χρηματοδοτήσεις απευθυνόμενες όμως ουσιαστικά στην ίδια πελατεία. Με την πτώση των επιτοκίων να επίκειται, αν οι τράπεζες δεν αυξήσουν τα δανειακά χαρτοφυλάκια δεν θα μπορέσουν να συντηρήσουν τα έσοδα και συνεπώς την κερδοφορία τους. Αν δεν αυξηθεί σημαντικά η περίμετρος επιχειρήσεων και ιδιωτών που πληρούν τα κριτήρια για να δανειοδοτηθούν, δεν μπορούμε να μιλάμε για επιστροφή του τραπεζικού συστήματος στην ομαλότητα.