Το πρώτο αφορά τον Αλέξη Τσίπρα και έχει να κάνει με το «πώς θα είναι η δεύτερη φορά Αριστερά», στην περίπτωση βεβαίως που ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει τις εκλογές, και το δεύτερο τον Νίκο Ανδρουλάκη σχετικά με το «ποιος πρέπει να είναι ο πρωθυπουργός» σε μια πιθανή κυβέρνηση συνεργασίας.

Υπενθυμίζεται ότι ο πυρήνας της διαφωνίας που οδήγησε τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ να αποκλείσει, πριν από 4 εβδομάδες, με «προσωπική του απόφαση» τον Πολάκη από τα ψηφοδέλτια του κόμματος ήταν η αναφορά στη «δεύτερη φορά». Ο μεν βουλευτής Χανίων, με ανάρτησή του, υποστήριξε πως «αν δεν καθαρίσουμε από αυτούς δεν θα είναι αλλιώς την άλλη φορά», προγράφοντας τραπεζίτες, δικαστές και δημοσιογράφους και υποδηλώνοντας σαφώς ότι ο στόχος μπορεί και πρέπει να επιτευχθεί ακόμη και με τη βία σε βάρος προσώπων που υπηρετούν τους θεσμούς του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Αντίθετα, ο Τσίπρας, στη συνέντευξή του στο «ΘΕΜΑ» έδωσε μια άλλη, εντελώς διαφορετική διάσταση στη «δεύτερη φορά», λέγοντας ότι «θα έρθουμε να δημιουργήσουμε θεσμούς λογοδοσίας και ελέγχου, να σταματήσει αυτή η ιστορία με το ρουσφέτι και την ευνοιοκρατία, να ξανάρθει μια στοιχειώδης αίσθηση αξιοκρατίας». Είναι μια άποψη με την οποία κανείς πολίτης δεν μπορεί να διαφωνήσει και μακάρι να υλοποιηθεί.

Στις τρεις εβδομάδες που μεσολάβησαν, στον ΣΥΡΙΖΑ έκαναν τους υπολογισμούς τους, είδαν τις δημοσκοπήσεις, άκουσαν τις αντιδράσεις των στελεχών και της κομματικής βάσης, και το ξανασκέφτηκαν. Η απουσία του Πολάκη από τα ψηφοδέλτια προκαλούσε μεγαλύτερη ζημιά από τα πιθανά εκλογικά οφέλη που θα είχε η «στροφή» του κόμματος προς τον κεντρώο χώρο. Ετσι αποφάσισαν να αποδεχθούν τη «συγγνώμη» του πρώην υπουργού και να τον επανεντάξουν στα ψηφοδέλτια, ενώ όσον αφορά τα περί διαγραφής από το κόμμα, ούτε συζήτηση. Πρόκειται για κωλοτούμπα που αγγίζει τα όρια του φαιδρού, αλλά αυτό είναι δικό τους θέμα. Αυτό επιβάλλει ο κομματικός σχεδιασμός για να επιτευχθεί ο εκλογικός στόχος, αυτό έπραξαν, και οι πολίτες θα κρίνουν.

Το πρόβλημα είναι ότι ο Πολάκης δεν ζήτησε συγγνώμη και άρα δεν άλλαξε γνώμη για το «πώς θα είναι η δεύτερη φορά Αριστερά». Υποθέτω, επιμένει στις θέσεις του και ο Τσίπρας στις δικές του. Αν λοιπόν αύριο ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει τις εκλογές τι πολιτική θα ακολουθήσει; Αυτή που περιγράφει ο Τσίπρας ή αυτή που θέλει ο Πολάκης; Είναι ένα θέμα για το οποίο ο ελληνικός λαός, πριν πάει στην κάλπη, πρέπει να ξέρει την απάντηση. Και ας μη βιαστούν μερικοί να προβλέψουν ότι «θα γίνει αυτό που θα πει ο αρχηγός του κόμματος». Ο Τσίπρας άντεξε μόλις τρεις εβδομάδες χωρίς τον συνεργάτη του τώρα στην αντιπολίτευση, πόσο πιστεύετε ότι μπορεί να αντέξει στην κυβέρνηση αν βρεθεί μπροστά στα ίδια διλήμματα;

Το δεύτερο ερώτημα που αφορά τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ έχει να κάνει με την υπονόμευση της προοπτικής να έχουμε την επαύριο των εκλογών μια κυβέρνηση συνεργασίας δύο ή περισσότερων κομμάτων. Είναι κατανοητό ότι ο Ανδρουλάκης επιχειρεί να αντιμετωπίσει τις πιέσεις που δέχεται από τα δύο κόμματα εξουσίας. Μόνο που η άρνηση να δεχθεί ως πρωθυπουργό τον αρχηγό του κόμματος που θα συγκεντρώσει τη -σχετική έστω- πλειοψηφία είναι ακατανόητη και στερείται κάθε λογικής.

Ο λαός ψηφίζει κυβέρνηση και πρόσωπο για πρωθυπουργό. Πώς ο Ανδρουλάκης θα αλλάξει τη λαϊκή ετυμηγορία; Θα προτείνει «κυβέρνηση ειδικού σκοπού» και άρα περιορισμένης θητείας; Οπως θυμόμαστε από τις κυβερνήσεις Παπαδήμου και παλαιότερα του Ζολώτα, αυτές είναι βραχύβιες και σε μερικούς μήνες, όταν επιτευχθεί ο ειδικός σκοπός (αλήθεια, εδώ ποιος θα είναι αυτός ο σκοπός;), ξαναπάμε σε εκλογές. Αυτό θέλει; Τι εννοεί όταν λέει «πολιτικό πρόσωπο»; Κάποιο στέλεχος που θα ανακληθεί από την «αποστρατεία» ή κάποιο εν ενεργεία στέλεχος της Ν.Δ. ή του ΣΥΡΙΖΑ αντίστοιχα; Αλήθεια, πιστεύει ότι θα βρει ένα τέτοιο στέλεχος που θα πάει κόντρα στην ηγεσία και θα πάρει μαζί του το σύνολο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας;

Πιθανόν να μη θέλει τον Μητσοτάκη λόγω των παρακολουθήσεων, αλλά τότε γιατί απορρίπτει τον Τσίπρα; Ή μήπως εννοεί ότι πρέπει να υπάρξει ένας συνασπισμός και των τριών μεγαλύτερων κομμάτων με πρωθυπουργό τον ίδιο; Είναι μια ιδέα, αλλά τίποτε από όλα αυτά δεν μπορεί να μείνει αναπάντητο μέχρι τις εκλογές.