Στην τελευταία έκθεση του ΔΝΤ για τη χώρα μας, η οποία συντάχθηκε πριν από το Eurogroup, το βασικό συμπέρασμα στο οποίο κατέληγε ο προσεκτικός αναγνώστης ήταν ότι για τα επόμενα 30 χρόνια η Ελλάδα δεν έχει καμιά ελπίδα να ανακάμψει.

Κρανίου τόπος και οικονομικά χαμένη υπόθεση. Οσο κι αν ακούγεται τραγικό, η αλήθεια πρέπει να βρίσκεται εκεί κοντά.

Οπως επισημαίνουν ανεξάρτητοι από πολιτικές δοσοληψίες και ιδιοτελείς εξωραϊσμούς οικονομολόγοι, ακόμα και αν με κάποιον μαγικό τρόπο διαγραφόταν όλο το χρέος της χώρας και δεν είχαμε να πληρώσουμε ούτε ένα ευρώ σε τοκοχρεολύσια, και πάλι από την επομένη θα χρειαζόμασταν δανεικά για να συνεχίσουμε να λειτουργούμε ως κράτος.
Και γιατί αυτό; Απλούστατα γιατί τα έξοδα της γενικής κυβέρνησης είναι μεγαλύτερα από τα έσοδα και γιατί δεν παράγουμε. Μια χώρα, μια οικονομία που δεν παράγει ανταγωνιστικά προϊόντα, δεν εξάγει για να φέρει νέο χρήμα, δεν είναι ελκυστική σε επενδύσεις περισσότερο ή έστω εξίσου με τους γείτονές της και απλώς ανακυκλώνει εσωτερικά χρήμα, το οποίο σε μεγάλο βαθμό είναι δανεικό, δεν μπορεί να έχει καμιά ελπίδα.

Δεκαετίες τώρα η έγνοια όλων των κυβερνήσεων κάθε απόχρωσης ήταν να νταντεύουν το πλέον αντιπαραγωγικό κομμάτι της οικονομίας, το Δημόσιο, προχωρώντας αφειδώς σε προσλήψεις και υποκύπτοντας παράλληλα στις συνδικαλιστικές πιέσεις για αυξήσεις μισθών και παροχών μόνο και μόνο για να συντηρείται η πολιτική πελατεία, η οποία πελατεία μετακόμιζε πολιτικά σε όποιον της έταζε και της έδινε περισσότερα.

Φτάσαμε λοιπόν στο σήμερα να βλέπουμε την κρίση να μετατρέπει τη χώρα σε οικοδομική έρημο, αλλά και πάλι η πρόνοια της κυβέρνησης εστιάζεται κυρίως στο αντιπαραγωγικό κομμάτι της κοινωνίας.

Δηλαδή στους συνταξιούχους και στον δημόσιο τομέα, πετώντας στον Καιάδα τον ιδιωτικό τομέα με τους 1,5 εκατομμύριο ανέργους και τις εκατοντάδες χιλιάδες νεόπτωχους. Αρνούνται να αντιληφθούν ότι, αν υπάρχει μια ελπίδα ανάκαμψης και ανάταξης της οικονομίας αλλά και των δημοσίων υπαλλήλων και συνταξιούχων, αυτή βρίσκεται στις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα. Αντί, όμως, να δώσουν κίνητρα για επενδύσεις σε ξένους και Ελληνες, ώστε να παραχθούν κάποια προϊόντα ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές, τιμωρούν αυτούς που ακόμα από διαστροφή επιμένουν στο επιχειρείν μέσα στη χώρα τους, αυξάνοντας κι άλλο τη φορολογία των κερδών, η οποία έχει φτάσει στο 35% όταν στη Βουλγαρία, για παράδειγμα, βρίσκεται στο 15%!

Ποιος και γιατί να έρθει σε αυτή τη χώρα να κάνει δουλειά με τέτοια φορολογία όταν παράλληλα δεν μπορεί το κράτος να του προσφέρει ούτε σταθερό και ελκυστικό φορολογικό περιβάλλον, ούτε καν τη στοιχειώδη λειτουργία της Δικαιοσύνης και όταν δεν υπάρχει καμιά σταθερά και ανά πάσα στιγμή η κάθε κυβέρνηση μπορεί να νομοθετεί εις βάρος του; Αποφασίζει κάποιος Ελληνας ή ξένος να κάνει μια επένδυση και κάποιος οικολόγος, δήμαρχος ή «ευαίσθητος» πολίτης προσφεύγει στα δικαστήρια για να ακυρώσει την επένδυση. Σε μια ευνομούμενη χώρα, όπου η Δικαιοσύνη λειτουργεί υποδειγματικά μέσα σε λίγους μήνες, εκδίδεται η απόφαση και λύνεται θετικά ή αρνητικά το θέμα.

Εν Ελλάδι για να τελεσιδικήσει μια υπόθεση μπορεί να χρειαστούν 10 και 15 χρόνια και έχουμε πλείστα όσα τέτοια παραδείγματα.

Πιστεύει κανείς ότι ο επενδυτής θα μπει σε μια τέτοια περιπέτεια λες και δεν υπάρχουν άλλες χώρες για να στήσει την παραγωγική ή την τουριστική του μονάδα; Θέλουμε-δεν θέλουμε, μας αρέσει-δεν μας αρέσει, αυτή είναι η κατάσταση και όλα αυτά που βλέπουμε με τις διαπραγματεύσεις, τα παζάρια και τις θριαμβολογίες ότι σωθήκαμε είναι για να σπρώχνεται το πρόβλημα στο μέλλον.

Οσο εμείς θα μετράμε τις απώλειες από τη διαρκή φορολαίλαπα και τα κέρματα στις τσέπες τόσο θα αυξάνονται οι απαιτήσεις για πρόσθετα μέτρα για τα επόμενα χρόνια και άλλο τόσο θα βυθιζόμαστε στο τέλμα. Αν δεν τραβηχτεί έστω και τώρα μια γραμμή και δεν πέσουμε όλοι μαζί να αλλάξουμε τη χώρα και το παραγωγικό της μοντέλο, όχι μόνο εμείς αλλά και τα παιδιά μας (όσα δεν φύγουν) θα βλέπουν διαρκώς τη χώρα να βενεζουελοποιείται και να κρέμονται από τα χείλη του κάθε Σόιμπλε που θα εκδίδει τελεσίδικες ποινές!