Θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθούν ως οικονομικό success story εν μέσω πανδημίας οι επιδόσεις και η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας, αν δεν υπήρχε ο διπλός άγνωστος χ του σφοδρού 4ου κύματος του κορωνοϊού που σαρώνει όλη την Ευρωπαϊκή ήπειρο και μαζί και τη χώρα μας και η ενεργειακή ακρίβεια που πλήττει το πορτοφόλι των πολιτών.

Ο τουρισμός το 2021 πήγε καλύτερα και από τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις. Η κατανάλωση που κινεί την αγορά στο σύνολο της σημειώνει σημαντική άνοδο. Η ανεργία έχει πέσει κατά 3,5 μονάδες. Πάνω από 200 τομείς της οικονομίας βλέπουν αύξηση των εισπράξεων τους πάνω από τα επίπεδα της προ κορωνοϊού εποχής. Τα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης έχουν αρχίσει ήδη να εκταμιεύονται και στο επόμενο διάστημα θα είναι δεκάδες τα επενδυτικά σχέδια που θα εγκρίνονται και θα χρηματοδοτούνται.

Η εισροή ξένων κεφαλαίων για επενδύσεις στη χώρα πρωτοφανής και πολλά εν αναμονή επενδυτικά σχέδια σε διάφορους κλάδους της οικονομίας με έμφαση στην πράσινη ενέργεια, την ψηφιακή μετάβαση και στις καινοτόμες ιδέες.

Η ανάπτυξη για την τρέχουσα χρονιά, όπως όλα δείχνουν, θα μας κατατάξει στις πρώτες θέσεις στην ΕΕ με επίδοση πάνω από 7% ενώ όλοι οι διεθνείς οίκοι θεωρούν πως αυτή θα συνεχιστεί και στα επόμενα χρόνια και γι’ αυτό και οι αναβαθμίσεις οι οποίες μας οδηγούν στη μετάβαση σε επενδυτική βαθμίδα.

Υπό άλλες συνθήκες όλα αυτά θα ήταν όντως μια ιστορία επιτυχίας. Όμως στη ζωή δεν είναι τίποτα ευθύγραμμο.

Έτσι, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει τους κινδύνους που ελλοχεύουν για το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων με το μεγάλο κύμα ακρίβειας στα ενεργειακά προϊόντα, το οποίο επηρεάζει ανοδικά και σχεδόν όλα τα καταναλωτικά αγαθά που μπαίνουν στο ελληνικό νοικοκυριό. Ο πληθωρισμός, έστω κι αν όπως λένε οι ειδήμονες, θα είναι παροδικός, επί του παρόντος αφαιρεί αγοραστική δύναμη και την όποια αύξηση στα εισοδήματα που προήλθε από μειώσεις εισφορών και φόρων με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να πάνε στράφι οι προσπάθειες της κυβέρνησης να ενισχύσει τα εισοδήματα των πολιτών.

Το πιο ανησυχητικό όμως, είναι το θέμα της έξαρσης της πανδημίας, από την οποία πολύ δύσκολα θα απαλλαγούμε.

Όσο κι αν η κυβέρνηση επαναλαμβάνει συνεχώς πως δεν πρόκειται να ξανακλείσει την οικονομία, ο ισχυρισμός αυτός αδυνατίζει συνεχώς, από την ραγδαία εξάπλωση του ιού. Γιατί δεν μπορώ να φανταστώ πως θα μείνει άπραγη αν φθάσουμε στα 15-20.000 κρούσματα και 100 νεκρούς ημερησίως.

Βλέποντας μάλιστα τι γίνεται και στην υπόλοιπη Ευρώπη όπου χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, η Αυστρία κ.λπ. εξετάζουν πλέον στα σοβαρά την επιβολή ενός ακόμα lock down, κρατάμε μικρό καλάθι για το τι μπορεί να συμβεί κι εδώ.

Θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα επιβληθούν αυστηρότερα μέτρα κι ας ελπίσουμε να μη γίνει γενικό κλείσιμο της οικονομίας εν όψει μάλιστα άλλης μιας εορταστικής περιόδου από την οποία το εμπόριο περιμένει να εξισορροπήσει λίγο τη χασούρα.

Κι αν ό μη γένοιτο υποχρεωθούμε να κλειστούμε και πάλι στα σπίτια μας, αυτή τη φορά δεν θα είναι το ίδιο με τις προηγούμενες. Πέραν της αγανάκτησης της αγοράς θα υπάρχει αντίδραση και από τους εμβολιασμένους που θα πάνε σαν τα χλωρά με τα ξερά. Το δε πολιτικό κόστος αυτή τη φορά θα είναι μεγάλο και για την κυβέρνηση γιατί έδειξε ατολμία στην αντιμετώπιση των ανεμβολίαστων και στις διάφορες επιβεβλημένες υποχρεωτικότητες.

Με άλλα λόγια, το success story τελεί υπό αίρεση και θα το καθορίζουν και πάλι εξωγενείς παράγοντες όπως η πανδημία και η ενεργειακή κρίση, εν μέσω ενός δύσκολου χειμώνα.

Κι είναι στο χέρι της κυβέρνησης να αποδείξει για άλλη μια φορά με στοχευμένες παρεμβάσεις πως τα καταφέρνει και στα δύσκολα.