Τα καλά νέα, είναι πως η ανάπτυξη τόσο της περασμένης χρονιάς όσο κι αυτής που διανύουμε πάνε καλύτερα του αναμενομένου. Πάνω από 9% για το ‘21 και πάνω από 5% το ‘22 σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις. Δηλαδή η περυσινή επίδοση υπερκαλύπτει τις απώλειες από την ύφεση του ‘20 και δημιουργεί σημαντικό δημοσιονομικό χώρο για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής και ελαφρύνσεις σε φόρους.

Δεν ξέρω όμως αν αυτά τα καλά νέα, είναι αρκετά για να αντισταθμίσουν μια σειρά από άλλα κακά νέα, τόσο εξωγενή όσο και εσωτερικά.

Και πρώτα από όλα η εισαγόμενη ενεργειακή ακρίβεια η οποία δημιουργεί τεράστια προβλήματα στη συντριπτική πλειονότητα των νοικοκυριών και υποχρεώνει την κυβέρνηση να μοιράζει επιδοτήσεις για τη στήριξη τους και την άμβλυνση των τεράστιων επιβαρύνσεων τόσο στους ιδιώτες καταναλωτές όσο και στις επιχειρήσεις.

Μια αύξηση κόστους παραγωγής που περνάει στα καταναλωτικά προϊόντα με αποτέλεσμα να μικραίνει το καλάθι της νοικοκυράς και να οδηγεί σε απόγνωση τα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα. Ήδη έχουν δοθεί πόροι που ξεπερνούν τα 2 δισ. ευρώ σε μέτρα στήριξης τα οποία όμως ελάχιστα μετριάζουν το τελικό κόστος που υποχρεώνεται να πληρώνει ένα μέσο νοικοκυριό.

Και το χειρότερο είναι πως δεν φαίνεται φως στο τούνελ. Δεν μπορεί κανείς να προεξοφλήσει πότε θα ορθολογικοποιηθούν οι τιμές του φυσικού αερίου, του πετρελαίου και του ηλεκτρικού ρεύματος, ενώ εκφράζονται και φόβοι πως τα σημερινά επίπεδα τιμών ενέργειας ήρθαν για να μείνουν!

Το άλλο κακό νέο είναι πως το φθηνό χρήμα δανεισμού της χώρας που πρόλαβε να επωφεληθεί η χώρα αναδιαρθρώνοντας το χρέος με χαμηλότερα επιτόκια, φθάνει στο τέλος. Τα επιτόκια δανεισμού των δεκαετών ομολόγων βρίσκονται στα επίπεδα του 2,5% πλέον από 1% που ήταν μόλις το περασμένο καλοκαίρι.

Αυτό σημαίνει πως οι αγορές ανεβάζουν το ρίσκο της χώρας και θυμήθηκαν το τεράστιο χρέος μας, το οποίο ενισχύθηκε έτι περαιτέρω την περίοδο του κορωνοϊού με τα μέτρα στήριξης της κοινωνίας και των επιχειρήσεων που πήρε η κυβέρνηση και τα οποία αναλογικά, είναι υψηλότερα ακόμα και από χώρες πλουσιότερες και με πολύ μικρότερο χρέος.

Για να ανανεωθεί επομένως η εμπιστοσύνη των αγορών και να κερδηθεί η επενδυτική βαθμίδα, πρέπει η κυβέρνηση να πατήσει γκάζι στις μεταρρυθμίσεις και να νοικοκυρέψει τα δημοσιονομικά που λόγω των έκτακτων συνθηκών ξεχείλωσαν. Δηλαδή, οι παροχές εφεξής, πρέπει να είναι λελογισμένες για να αποφευχθεί ο εκτροχιασμός καθώς η οικονομία μας είναι εύθραυστη και ένα αναπάντεχο όπως για παράδειγμα το θέμα της ενεργειακής ακρίβειας, μπορεί να μας ρίξει εκ νέου στα βράχια.

Μια άλλη παράμετρος που μπορεί να μας βάλει σε περιπέτειες είναι το γεγονός ότι μπήκαμε χωρίς να το καταλάβουμε γιατί, σε μια μακρά προεκλογική περίοδο με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό.

Παρότι θεσμικά απέχουμε σχεδόν ενάμιση χρόνο από τις εκλογές, πλέον ουδείς πιστεύει, όσο κι αν το ισχυρίζεται ο Μητσοτάκης, πως θα φθάσουμε στον Ιούλιο του ‘23 για να στηθούν οι κάλπες. Και όχι μόνο αυτό. Έχουμε μπροστά μας έναν γύρο εκλογών με απλή αναλογική του νόμου του ΣΥΡΙΖΑ κι έναν δεύτερο με τον νόμο Μητσοτάκη με μια ιδιότυπη ενισχυμένη αναλογική που και πάλι βγάζει δύσκολα αυτοδύναμη κυβέρνηση.

Και τούτο γιατί, για να σχηματιστεί αυτοδύναμη κυβέρνηση απαιτείται τουλάχιστον πάνω από 38% για το πρώτο κόμμα στην περίπτωση που μπουν στη Βουλή όλα τα σημερινά κοινοβουλευτικά κόμματα.

Όταν το 2019 η Ν.Δ πήρε σχεδόν 39% για να εκλέξει 158 βουλευτές, πόσο πιθανό είναι να πάρει το για να εκλέξει 151-152 βουλευτές; Ιστορικά κανένα κόμμα μετά από διακυβέρνηση δεν μπόρεσε να κρατήσει το ποσοστό των προηγούμενων εκλογών. Θα κάνει τώρα την ιστορική ανατροπή ο Μητσοτάκης;

Κι αυτή την προοπτική αστάθειας και ανίσχυρων κυβερνήσεων λόγω εκλογικού νόμου, τη μετρούν και οι αγορές και οι επενδυτές και στο τέλος τη ζημιά θα την πληρώσει πάλι η οικονομία, δηλαδή όλοι εμείς. Έτσι απλά για να ξέρουμε πού βαδίζουμε και τι μας περιμένει.