Η έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ είναι χαρακτηριστική και δηλωτική πως εδώ και χρόνια κάτι πάει στραβά στο θέμα της σύνδεσης της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν 40.000 κενές θέσεις εργασίας εκ των οποίων οι 20.000 στον τομέα της πληροφορικής και οι άλλες 20.000 στα λεγόμενα τεχνικά επαγγέλματα πάσης φύσεως. Την ίδια ώρα η ανεργία βρίσκεται στο 13,6% και στους νέους 18-24 ετών στο 32,6%.

Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν εναργέστατα πως ως κοινωνία και ως πολιτεία δεν αντιμετωπίζουμε με σοβαρότητα τον επαγγελματικό προσανατολισμό των νέων, δεν φροντίζουμε να τους κατευθύνουμε σε σπουδές που θα έχουν αντίκρισμα στην αγορά εργασίας κι έχουμε περάσει έναν λανθασμένο διαχωρισμό των επαγγελμάτων σε καλά και παρακατιανά.

Σπρώχνουμε τους νέους να σπουδάσουν θεωρητικές επιστήμες και οι σχολές βγάζουν πτυχιούχους σωρηδόν που όμως είναι αδύνατον να βρουν απασχόληση την επομένη.

Ένας υπερπληθωρισμός νομικών, οικονομολόγων, φιλολόγων κ.λπ., για να μην αναφερθώ και στις σχολές πρώην ΤΕΙ με τις πιο απίθανες ειδικότητες, ενώ οι ανάγκες της ελληνικής αγοράς εργασίας είναι πολύ συγκεκριμένες.

Ελάχιστη έως καθόλου μέριμνα να τονωθούν παντοιοτρόπως σχολές που θα μορφώνουν νέους πάνω στα τεχνικά επαγγέλματα και θα τους πιστοποιούν έτσι ώστε από την επομένη να είναι έτοιμοι να πιάσουν μια καθόλα αξιοπρεπέστατη δουλειά.

Καμιά ενίσχυση και διεύρυνση των σχολών πληροφορικής έτσι ώστε να μπαίνουν περισσότεροι φοιτητές σ’ αυτές, καθώς είναι γνωστό -εδώ και 30 τουλάχιστον χρόνια- πως οι περιζήτητες δουλειές του μέλλοντος θα είναι αυτές που έχουν σχέση με την πληροφορική.

Βέβαια, οφείλω να ομολογήσω πως ελλείψεις σ’ αυτά τα περιζήτητα επαγγέλματα πλέον των πληροφορικάριων και των τεχνιτών αντιμετωπίζουν όλες οι χώρες της Ευρώπης. Κι εμείς στην περίοδο των μνημονίων και της οικονομικής κρίσης είδαμε χιλιάδες νέους μας να μεταναστεύουν για να βρουν δουλειά στην ειδικότητά τους και τώρα είναι δύσκολο να γυρίσουν όλοι.

Κι αυτό γιατί οι απολαβές τους στις χώρες που μετανάστευσαν είναι πολύ υψηλότερες από αυτές που υπάρχουν, επί του παρόντος, στη χώρα μας. Κι είναι αυτό ένα πρόβλημα που θα κληθεί να το λύσει η ίδια αγορά καθώς ο κανόνας της προσφοράς και της ζήτησης μοιραία θα αυξήσει τους προσφερόμενους μισθούς σ΄ αυτά τα επαγγέλματα. Δεν γίνεται μια επιχείρηση, όταν καίγεται για προσλήψεις σε συγκεκριμένες ειδικότητες, να προσφέρει των κατώτατο μισθό που, ας μη γελιόμαστε, αφορά ανειδίκευτους εργάτες και όχι εξειδικευμένους επιστήμονες και τεχνίτες.

Επιπρόσθετα, πρέπει να ληφθεί υπόψη πως τα επόμενα χρόνια οι προγραμματιζόμενες επενδύσεις σε έργα υποδομών μέσω του Ταμείο Ανάκαμψης είναι τεράστιες και οι θέσεις εργασίας που θα προκύψουν είναι πολλές χιλιάδες. Μόνο για φέτος η πίτα για τα έργα πληροφορικής και μετάβασης στην ψηφιακή εποχή θα ξεπεράσουν τα 2 δισ. και 13 δισ. για δημόσια έργα, ενώ πολλά δισ. θα είναι και οι αμιγώς ιδιωτικές επενδύσεις.

Έτσι, έστω και τώρα, το υπουργείο Παιδείας σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια και τον ιδιωτικό τομέα πρέπει να καθίσουν στο τραπέζι και να επανασχεδιάσουν με σοβαρότητα και υπευθυνότητα τα προγράμματα σπουδών και τις θέσεις φοίτησης με γνώμονα τη σύνδεση των σπουδών με την αγορά εργασίας και με το βλέμμα στο μέλλον.

Δεν γίνεται μια χώρα που γερνάει με τόσο γρήγορο ρυθμό να επενδύει σε επαγγέλματα όπου υπάρχει πληθωρισμός αναλογικά με τον πληθυσμό και να μοιράζει πτυχία χωρίς αντίκρισμα.

Ναι στη μόρφωση, ναι στην εκπαίδευση, αλλά το μέγα ζητούμενο θα είναι πάντα, πόσοι τελικά καταφέρνουν να απασχοληθούν πάνω στο αντικείμενο σπουδών τους και όχι πόσους πτυχιούχους παράγουμε γενικώς και αορίστως.