Επί του παρόντος, η αγωνία των οικονομικών επιτελείων αλλά και των νοικοκυριών, είναι πόσο βαριά θα μας πλήξει η ενεργειακή κρίση και η γενικότερη ακρίβεια των καταναλωτικών αγαθών που ήδη έχει κάνει την εμφάνισή της στα ράφια.

Όλοι μιλούν για έναν δύσκολο από κάθε άποψη χειμώνα, καθώς όλα τα οικονομετρικά μοντέλα βλέπουν αποκλιμάκωση τιμών και επιστροφή στη νέα οικονομική κανονικότητα από την Άνοιξη και μετά.

Όμως τα think tanks έχουν έναν πρόσθετο λόγο να ανησυχούν για τους μήνες που έρχονται και αυτός είναι ο πληθωρισμός που ήδη εμφανίζεται απειλητικός σε όλη την Ευρώπη.

Είναι αλήθεια πως πάνε χρόνια τώρα που ο πληθωρισμός ήταν ελεγχόμενος τόσο στην Ευρώπη όσο και στη χώρα μας (λόγω και χρεοκοπίας) και δεν αποτελούσε πρόβλημα.

Τώρα όμως με την ενεργειακή κρίση ή καλύτερα την κρίση του φυσικού αερίου, ξεκίνησε ένα ντόμινο αυξήσεων στο ηλεκτρικό ρεύμα, στο πετρέλαιο, στους ναύλους των πλοίων, στις πρώτες ύλες, στα βιομηχανικά προϊόντα μέχρι τον πρωτογενή τομέα με τα κρέατα και τα κηπευτικά.

Επηρεάζονται αυξητικά όλα τα εμπορεύματα σε παγκόσμιο επίπεδο και οι οικονομολόγοι δίνουν και μια άλλη εξήγηση. Αυτή της αυξημένης ζήτησης λόγω της τεράστιας παγκόσμιας ρευστότητας που ήρθε μετά την πανδημία που ο κόσμος μείωσε την κατανάλωση και την οποία δεν μπορεί να καλύψει η προσφορά.

Το αποτέλεσμα όμως είναι δεδομένο και μέχρι να ισοσκελιστεί η προσφορά με τη ζήτηση οι καταναλωτές θα χρειαστεί να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη και τα ευάλωτα νοικοκυριά θα ζήσουν δύσκολες ώρες ενώ οι κυβερνήσεις θα πρέπει κάθε τόσο να αναπροσαρμόζουν τα μέτρα στήριξης των πολιτών και να τα επιμηκύνουν, καθώς το μόνο βέβαιο είναι πως η κρίση δεν τελειώνει τα Χριστούγεννα.

Όμως η ανησυχία για τον πληθωρισμό είναι πως θα επιφέρει μια άλλη κρίση, καθώς θα επηρεάσει τα επιτόκια. Γιατί όταν ο πληθωρισμός θ κινείται με 3 ή 4% δεν είναι δυνατόν αυτά να παραμείνουν σε αυτά τα επίπεδα. Μοιραία θα αυξηθούν κι έτσι θα ακριβύνει το χρήμα. Και το ακριβό χρήμα θα επηρεάσει τα δάνεια, τις επενδύσεις, την κατανάλωση και εν τέλει την ανάπτυξη που τόσο έχουμε ανάγκη ως χώρα.

Ήδη οι εκτιμήσεις για τη φετινή χρονιά που προσδοκούσαμε να ξεπεράσει το 7 και 8%, τώρα μετριάζονται με πιθανότερη εξέλιξη λίγο πάνω από το 6%. Ενώ με ένα δυσμενές σενάριο θα βρεθούμε αντιμέτωποι και τους πρώτους 4-5 μήνες του επόμενου χρόνου. Και με μικρότερη ανάπτυξη μικραίνει και ο δημοσιονομικός χώρος για παροχές στους πολίτες μέσω φοροελαφρύνσεων ή αυξήσεων μισθών ώστε να αναπληρώσουν το εισόδημα που τους αφαιρεί η ακρίβεια και ο πληθωρισμός.

Μια δύσκολη εξίσωση για την κυβέρνηση η οποία σχεδίαζε μετά τον περιορισμό της πανδημίας να τρέξει με γρήγορους ρυθμούς την υλοποίηση της προεκλογικής της ατζέντας, με αρωγό την εκτίναξη του ελατηρίου της ανάπτυξης, για μειώσεις φορολογικών συντελεστών, ΕΝΦΙΑ, ασφαλιστικών εισφορών κ.λπ. ώστε να μπορεί να έχει απτά θετικά αποτελέσματα στην κοινωνία πριν απευθυνθεί στη λαϊκή ετυμηγορία από το ερχόμενο φθινόπωρο και μετά.

Τώρα άλλος ένας εξωγενής παράγοντας έρχεται να τα ανατρέψει όλα και το κυριότερο χωρίς να ξέρει κανείς πόσα και σε τι βάθος τραύματα θα αφήσει στην ελληνική οικονομία κι αυτή η κρίση.

Κι αποδεικνύεται στην πράξη πως πλέον, δεν υπάρχουν ομαλές και αμέριμνες χρονικές περίοδοι για καμιά κυβέρνηση καθώς ήρθε το τέλος της αθωότητας και πως εφεξής θα πρέπει να μάθει το πολιτικό σύστημα να διοικεί συνεχώς με όρους crisis management και οι πολίτες να επιβιώνουν μέσα από αλλεπάλληλες και διαρκείς κρίσεις.

Όλα δε τα κόμματα εξουσίας πρέπει να αναπροσαρμόσουν τα προγράμματα και την ιδεολογία τους θέτοντας ως πρώτη προτεραιότητα ρεαλιστικά και όχι ουτοπικά, κοινωνικά προγράμματα ώστε να μη διασπαστεί ο κοινωνικός ιστός και να μην υπάρχουν κι άλλοι νεόπτωχοι πολίτες.