Ο επικεφαλής διαπραγματευτής της ΕΕ για το Brexit, Μισέλ Μπαρνιέ έδωσε έμφαση στην κυριαρχία της Μεγάλης Βρετανίας, ένα βασικό αίτημα της χώρας για επιστροφή στις εμπορικές συνομιλίες κατά τη διάρκεια της ομιλίας του σε ευρωβουλευτές.

Μιλώντας στις Βρυξέλλες ο κ. Μπαρνιέ, δήλωσε ότι, παρά τη διακοπή των συνομιλιών από τον Βρετανό πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον την περασμένη εβδομάδα, μια συμφωνία είναι εφικτή. Επιπλέον, συμπλήρωσε ότι η συμφωνία πρέπει να αντικατοπτρίζει έναν «ισορροπημένο συμβιβασμό» μεταξύ των δύο πλευρών.

«Το διακύβευμα σ’ αυτές τις διαπραγματεύσεις δεν είναι η κυριαρχία της μιας ή της άλλης πλευράς», δήλωσε ο Μπαρνιέ. «Οι αρχές της ΕΕ όσον αφορά τις συνομιλίες «είναι απόλυτα συμβατές με το σεβασμό της βρετανικής κυριαρχίας, μια θεμιτή ανησυχία της κυβέρνησης Τζόνσον», είπε.

Ο Μπαρνιέ και ο Βρετανός ομόλογός του Ντέιβιντ Φροστ, βρίσκονται εδώ και δύο μέρες σε συνομιλίες προκειμένου να επιτύχουν την επανέναρξη των συνομιλιών.

Μέχρι στιγμής, το Ηνωμένο Βασίλειο δηλώνει ότι η ΕΕ δεν έχει κάνει αρκετά για να αποδείξει ότι έχει αλλάξει ριζικά την προσέγγισή της.

Το Ηνωμένο Βασίλειο επιθυμεί από την ΕΕ να δείξει ότι είναι πλήρως δεσμευμένη να συνάψει συμφωνία ότι και είναι πρόθυμη να προχωρήσει σε παραχωρήσεις. Από την πλευρά της, η ΕΕ θέλει η βρετανική κυβέρνηση να συμβιβαστεί στους λεγόμενους ίσους όρους ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις, ιδίως σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιήσει τις κρατικές ενισχύσεις.

Και σε αυτό, ο Μπαρνιέ σημείωσε ότι θα μπορούσε να υπάρξει φως στο τέλος της τούνελ.

«Οι ίσοι όροι ανταγωνισμού παραμένει θεμελιώδης ανησυχία», δήλωσε ο Μπαρνιέ. «Τις τελευταίες εβδομάδες έχουμε δει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είναι πρόθυμο να εξετάσει αυτό το αίτημα, να κάνει ένα βήμα μπροστά και να αλλάξει στάση».

«Το Ηνωμένο Βασίλειο «είναι πρόθυμο να κάνει πράγματα με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που ισχύει στις τρέχουσες εμπορικές συμφωνίες μεταξύ άλλων χωρών», δήλωσε ο κ. Μπαρνιέ και συμπλήρωσε:

«Εάν η ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν καταλήξουν σε εμπορική συμφωνία, οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις θα αντιμετωπίσουν το κόστος και την αναταραχή που θα προέλθει από την ενδεχόμενη επαναφορά των δασμών και των ποσοστώσεων σε μόλις 10 εβδομάδες».