Κορυφαία στελέχη της ΕΚΤ τονίζουν ότι δεν υπάρχει, τουλάχιστον προς το παρόν, κάποια επείγουσα ανάγκη να υπάρξει επέκταση του προγράμματος αγοράς ομολόγων τον Σεπτέμβριο, όπως υποστηρίζουν ευρωπαϊκές πηγές.

Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ, το οποίο συνεδρίασε στη Φρανκφούρτη την Πέμπτη, θεωρεί ότι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ύψους 1,7 τρισ. ευρώ είναι «αρκετό» ώστε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες μετά το Brexit, ενώ πιστεύουν ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν ομόλογα τα οποία θα καλύπτουν τα κριτήρια αγοράς που έχει θέσει η τράπεζα.

Αν και το ενδεχόμενο αλλαγών στο QE το πιθανότερο είναι ότι θα συζητηθεί στη συνεδρίαση της τράπεζας στις 8 Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με τις πηγές, δεν υπάρχει κάποιος λόγος να υπάρξει αλλαγή του, κάτι το οποίο μπορεί να γίνει μόνο εάν υπάρξει επιδείνωση των προοπτικών της Ευρωζώνης.

Πάντως η αισιοδοξία των στελεχών της ΕΚΤ έρχεται σε πλήρη αντίθεση με αυτά που υποστηρίζουν οικονομολόγοι και επενδυτές. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Bloomberg, οι περισσότεροι εξ αυτών υποστήριξαν ότι η ΕΚΤ θα «ρίξει» περισσότερα κεφάλαια στις αγορές από τον Σεπτέμβριο.

Μετά το πέρας της χθεσινής συνεδρίασης της ΕΚΤ, ο Μάριο Ντράγκι επανέλαβε ότι η τράπεζα είναι έτοιμη «να πράξει ό,τι χρειαστεί», αφού πρώτα εξετάσει τα στοιχεία που θα έχει στη διάθεσή της για τις συνέπειες του Brexit. Η δήλωση αυτή έδειξε ότι τα στελέχη της ΕΚΤ δεν αισθάνονται διόλου χαλαρά με το όλο ζήτημα.

Από την πλευρά τους οι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι μπορεί να υπάρξουν αλλαγές στο QE, μεταξύ των οποίων να υπάρξει άρση του κανόνα ότι μπορούν να αγοραστούν ομόλογα η απόδοση των οποίων είναι ίση ή μεγαλύτερη από το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ (αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο -0,4%), αύξηση του μεριδίου των ομολόγων μίας χώρας που μπορεί να κατέχει η ΕΚΤ, αλλά και άρση του κανόνα ότι τα ομόλογα που αγοράζονται θα πρέπει να είναι «ισοβαρή» με τη βαρύτητα της οικονομίας κάθε κράτους- μέλους.