Εάν αναζητεί κανείς μια ένδειξη για το πόσα έχει καταφέρει η Ευρωζώνη, δεν χρειάζεται να εκτείνει το βλέμμα του πιο μακριά από την Ελλάδα και την Ιταλία.

Μέχρι πρόσφατα, οι δύο μεσογειακές χώρες θεωρούνταν ως οι «άρρωστες» της Ευρώπης, καθώς μέχρι πριν λίγο καιρό οι επενδυτές ζητούσαν υψηλές ανταμοιβές, προκειμένου να διακρατήσουν τα κρατικά τους ομόλογα. Αυτές οι επιπλέον χρεώσεις γίνονταν ακόμη πιο εντυπωσιακές, λόγω της απότομης πτώσης των αποδόσεων άλλων χωρών που είχαν πληγεί από την κρίση κρατικού χρέους στις αρχές του 2010, δηλαδή την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία.

Η Ελλάδα και η Ιταλία μπήκαν κι αυτές, τελικά, στο πάρτι, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν λόγοι ώστε κανείς να κάνει δεύτερες σκέψεις. Οι δύο χώρες εξακολουθούν να πλήττονται από πολύ υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους, τα οποία η αδύναμη οικονομική ανάπτυξη δεν κατάφερε να ελαττώσει.

Και ενώ οι χρηματοπιστωτικές αγορές φαίνεται να συμπαθούν τις νέες κυβερνήσεις στην Αθήνα και τη Ρώμη, ωστόσο υπάρχει κίνδυνος οι κυβερνήσεις αυτές να αποδειχθούν υπερβολικά αισιόδοξες στις προβλέψεις τους για το πόσο γρήγορα θα αναπτυχθούν οι οικονομίες τους και πόσο γρήγορα θα συρρικνωθούν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα.

Την περασμένη εβδομάδα, υπήρξαν συμβολικές στιγμές και για τις δύο χώρες. Η Ελλάδα εξέδωσε για πρώτη φορά ένα νέο τρίμηνο ομόλογο με αρνητική απόδοση, ενώ εντάσσεται σε έναν διευρυνόμενο κατάλογο χωρών της Ευρώπης -και πέραν αυτής- που απολαμβάνουν το προνόμιο των αρνητικών επιτοκίων, δηλαδή του να πληρώνονται για να δανειστούν χρήματα.

Εν τω μεταξύ, η Ιταλία πώλησε ομόλογα σε δολάρια για πρώτη φορά από την αρχή αυτής της δεκαετίας. Η έκδοση αυτή συνάντησε μεγάλη επιτυχία, καθώς η Ρώμη έβγαλε χρέη 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην αγορά, πιο πολλά κι από διπλάσια σε σχέση με την αρχική εκτίμηση, αφού έλαβε εντολές άνω των 18 δισεκατομμυρίων δολαρίων.