Όση δύναμη και να έχει κανείς στη διάθεσή του, όσο πλούσια και να είναι η χώρα την οποία κυβερνάει, πάντα θα αντιδράσει όταν επικρίνεται για τον τρόπο με τον οποίο δανείζεται, κάτι το οποίο έγινε φανερό πρόσφατα μετά από την υποβάθμιση των ΗΠΑ από την Fitch Ratings στο ΑΑ+. Επρόκειτο για το πιο πρόσφατο (και το μεγαλύτερο) «επεισόδιο» της ανακατάταξης των μακροοικονομικών δεδομένων στη μετα-πανδημική εποχή.

Ανεπτυγμένες οικονομίες από την Ιταλία μέχρι τη Γαλλία και τη Βρετανία βρίσκονται στο μικροσκόπιο των αναλυτών και των οίκων αξιολόγησης, τη στιγμή που τα αυξημένα επιτόκια έχουν επηρεάσει σημαντικά τα επίπεδα χρέους, τα οποία ξεπερνούν το 100% του ετήσιου ΑΕΠ.

Οι προκλήσεις είναι ακόμα μεγαλύτερες για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, όπου οι πιθανές υποβαθμίσεις θα μπορούσαν να αυξήσουν το κόστος δανεισμού τους για το εγγύς μέλλον.

Οι χώρες αυτές βρίσκονται αντιμέτωπες με την εποπτεία των οίκων αξιολόγησης αφού και οι δύο πλευρές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις παγκόσμιες αγορές. Η, πολλές φορές τρικυμιώδης, σχέση μεταξύ τους προκαλεί αντιδράσεις ακόμα κι αν οι αποφάσεις των οίκων αυτών αντικατοπτρίζουν, συνήθως, τις πολιτικού είδους αποφάσεις οι οποίες σκοπεύουν απλά να καλοπιάσουν τους ψηφοφόρους.

«Όλοι, σχεδόν, μπορούν να αναλύσουν τα οικονομικά και πολιτικά τεκταινόμενα σε μία χώρα. Οι οίκοι αξιολόγησης δεν μας αποκαλύπτουν κάτι το απροσδόκητο», τόνισε η καθηγητής του Oregon State University, Άλισον Τζόνσον, προσθέτοντας πως «η δουλειά που κάνουν οι οίκοι αυτοί περνάει πολλές φορές απαρατήρητη όταν έχουν δίκιο».

Μετά από τη λήξη μίας μακράς περιόδου χαμηλών επιτοκίων, πολλές χώρες προσπαθούν να εξορθολογίσουν το υπερβολικό χρέος το οποίο συγκέντρωσαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, προσπαθώντας παράλληλα να αντιμετωπίσουν τόσο το υψηλότερο κόστος δανεισμού αλλά και τις αντιδράσεις των πολιτών.

«Τα επίπεδα του δημόσιου χρέους έχουν αυξηθεί σημαντικά», τόνισε το στέλεχος της Societe Generale SA, Κλάους Μπάαντερ, σε συνέντευξή του στο Bloomberg, προσθέτοντας πως «οι μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις όσον αφορά το δημόσιο χρέος αυτό είναι αρκετά αρνητικές σχεδόν για όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες και για πολλές, πάρα πολλές αναπτυσσόμενες».

Σημειωτέον πως η Fitch Ratings υποβάθμισε τη Γαλλία σε ΑΑ- (τέταρτη υψηλότερη βαθμίδα), ενώ η αξιολόγηση της Βρετανίας παρέμεινε σταθερή αλλά με αρνητικότερες προοπτικές λόγω της παταγωδώς αποτυχημένης 44ήμερης διακυβέρνησης της πρωθυπουργού Λιζ Τρας. Η Ιταλία, με δημόσιο χρέος άνω του 140% του ΑΕΠ, θα κινδυνεύει να υποβαθμιστεί σε «junk» από την Moody’s Investors Service. 

O δανεισμός των αναπτυσσόμενων αγορών έχει γιγαντωθεί παράλληλα σε υψηλό ρεκόρ των $100 τρισ. το α’ τρίμηνο.

Δημόσιοι διαξιφισμοί

Οι υποβαθμίσεις αυτές συνήθως αντιμετωπίζονται με στομφώδεις αντιδράσεις από τους πολιτικούς, κάτι το οποίο ήταν φανερό και μετά από την αντίδραση της Τζάνετ Γέλεν και του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών την περασμένη εβδομάδα.

Η συνήθης επιχειρηματολογία των πολιτικών αφορά την λανθασμένη μεθοδολογία στην ανάλυση των οίκων αξιολόγησης. Όταν η Πολωνία υποβαθμίστηκε από την S&P το 2016, το Υπουργείο Οικονομικών της είχε ανακοινώσει πως η αξιολόγηση ήταν «ανέντιμη».

Πολλοί κατακρίνουν τους οίκους ακόμα και πριν από τις ανακοινώσεις τους. Το 2011, ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Γαλλίας, Κρίστιαν Νόιερ, τόνισε στους οίκους πως εάν θέλουν να υποβαθμίσουν τη Γαλλία, θα πρέπει πρώτα να κάνουν το ίδιο με τη Βρετανία.

Πριν γίνει πρωθυπουργός της Ιταλίας, η Τζόρτζια Μελόνι επιτέθηκε κατά των οίκων αξιολόγησης μέσω ανάρτησής της στο Facebook, υποστηρίζοντας πως «οι οίκοι αξιολόγησης δε συμπαθούν κόμματα τα οποία υπεραμύνονται των εθνικών συμφερόντων».

Άλλες χώρες απλά αγνοούν τις αξιολογήσεις αυτές καθαυτές. Η Ουκρανία σταμάτησε να συνεργάζεται με την Moody’s πριν από αρκετά χρόνια, αφού ο οίκος την κρατούσε υποβαθμισμένη τη στιγμή που η S&P και η Fitch την αναβάθμιζαν.

Ο Ρώσος Πρόεδρος Πούτιν έχει δημιουργήσει έναν δικό του οίκο αξιολόγησης από το 2016, ενώ ο πρόεδρος του Ελ Σαλβαδόρ, Ναγίμπ Μπουκέλε, έχει πολλάκις επιτεθεί στους οίκους αυτούς μέσω αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Οι αντιδράσεις των Τούρκων πολιτικών ποικίλουν μεταξύ προσβολής και αδιαφορίας, ενώ στην Αφρική πολλοί ηγέτες χωρών έχουν ζητήσει αλλαγή των στάνταρ αξιολόγησης, υποστηρίζοντας πως οι «δυτικού τύπου προκαταλήψεις» κρατούν τα κόστη δανεισμού υπερβολικά υψηλά. Οι ΥΠΟΙΚ των χωρών της Αφρικανικής Ένωσης, μάλιστα, μελετούν τη δημιουργία δικού τους οίκου αξιολόγησης.

To timing των ανακοινώσεων των οίκων αυτών αποτελεί μεγάλο ερώτημα των πολιτικών, όπως ακριβώς έγινε πρόσφατα και στις ΗΠΑ και αναδεικνύει τις περιορισμένες αντιδράσεις των επενδυτών στα νέα αυτά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως τις περισσότερες φορές, οι αξιολογήσεις αυτές απλά αποτελούν την επιβεβαίωση των συμπερασμάτων τα οποία έχουν ήδη βγάλει οι επενδυτές από μόνοι τους.

Η Ιαπωνία, για παράδειγμα, έχει υποβαθμιστεί από τους τρεις μεγαλύτερους οίκους αξιολόγησης εδώ και πάνω από μία δεκαετία, αλλά η κίνηση αυτή δεν είχε καμία επίδραση στην αγορά. Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, η κεντρική τράπεζα της χώρας έχει αγοράσει όλο και περισσότερα ομόλογα δημοσίου, μειώνοντας τις αποδόσεις τη στιγμή που το δημόσιο χρέος έχει αυξηθεί πάνω από το 260% του ΑΕΠ.

Από τότε που η Moody’s υποβάθμισε την Κίνα το 2017 για πρώτη φορά μετά από τριάντα χρόνια, οι ξένες επενδύσεις σε κινεζικά ομόλογα στην διατραπεζική αγορά έχουν αυξηθεί σχεδόν στο τριπλάσιο. Το υπουργείο οικονομικών της Ινδίας, παράλληλα, υποστήριξε το 2021 πως οι οίκοι αξιολόγησης ασκούν ελάχιστη επιρροή στις μετοχές και τα ομόλογα, κατηγορώντας τους για προκαταλήψεις.

Πολιτικό όπλο

Πολλές φορές, η απειλή της υποβάθμισης αποτελεί και πολιτικό όπλο. Ο πρώην ΥΠΟΙΚ της Βρετανίας, Τζορτζ Όσμπορν, υπέδειξε πως η υποβάθμιση αποτελούσε τον κύριο λόγο της λιτότητας το 2010. Μετά από την πολιτική κρίση στο Ισραήλ φέτος λόγω της προσπάθειας αναδιάρθρωσης του δικαστικού συστήματος από τον Νετανιάχου, η αντιπολίτευση χρησιμοποίησε την απειλή μίας υποβάθμισης ως εργαλείο άσκησης πολιτικής πίεσης. 

To μόνο σίγουρο είναι πως οι οίκοι αυτοί δεν είναι αλάνθαστοι, όπως απέδειξε και η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, ιδιαίτερα όσον αφορά την αξιολόγηση των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ.

Παράλληλα, πολλοί οίκοι αξιολόγησης βυθίζονται σε έναν κυκεώνα υποβαθμίσεων ο οποίος μπορεί να πλήξει σημαντικά τις χώρες, ενώ πολλές φορές καθυστερούν να επικαιροποιήσουν τα δεδομένα τους, κάτι το οποίο έγινε και κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης, όταν «πυροδότησαν» πανικό στις αγορές. 

Εν τέλει, όμως, ό,τι και να αποφασίσουν οι οίκοι αυτοί, ό,τι και να δηλώσουν οι πολιτικοί, τα οικονομικά στοιχεία των χωρών και τα επίπεδα δημόσιου χρέους έχουν το δικό τους, αντικειμενικό αφήγημα.

Διαβάστε ακόμα

«Καίει» η βενζίνη σ’ όλη την Ελλάδα, φλερτάρει με τα 2 ευρώ το λίτρο – O ρόλος του ακριβότερου πετρελαίου

Πύργος Πειραιά: Αντίστροφη μέτρηση για τον πρώτο «πράσινο» ψηφιακό πύργο στην Ελλάδα (pics)

Εφορία: Παγίδα στο «μαύρο χρήμα» για όσους έχουν ψηφιακό πελατολόγιο

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ