Η Ιταλία δεν βρίσκεται μακριά από το ενδεχόμενο ύφεσης και η εξάπλωση της επιδημίας του κορωνοϊού ενδεχομένως να είναι ο καταλύτης που θα την ωθήσει σε αυτήν.

Ο μεγάλος αδύναμος κρίκος της Ευρώπης, η Ιταλία, βρίσκεται αντιμέτωπη με την ραγδαία αύξηση των κρουσμάτων που την εξαναγκάζει σε έναν αποκλεισμό περιοχών που αποτελούν το οικονομικό και βιομηχανικό της κέντρο. Η αυτοκινητοβιομηχανία Fiat έδωσε εντολή σε όσους εργάζονται σε περιοχές που έχουν επηρεαστεί να εργάζονται από το σπίτι, ενώ ο σχεδιαστής μόδας Armani έκλεισε τα γραφεία του στο Μιλάνο καθώς και εργοστάσια της εταιρείας στο βόρειο τμήμα της χώρας για μια εβδομάδα.

Η κρίση με την επιδημία του κορωνοϊού όχι μόνο αυξάνει την πίεση στην ιταλική οικονομία που συρρικνώθηκε στα τέλη του 2019, αλλά αυξάνει και το ενδεχόμενο να πληγεί εκ νέου η ευρωζώνη, η οποία ήδη παλεύει με την αρνητική πρόγνωση της επιβράδυνσης.

Ο εύθραυστος κυβερνητικός συνασπισμός της Ιταλίας προσπαθεί να μειώσει το οικονομικό βάρος των εταιρειών στην περιοχή. Αλλά αν χρειαστούν περισσότερα μέτρα δεν είναι καθόλου σίγουρο από το που θα μπορούσαν να αντληθούν. Το οπλοστάσιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εξαντλείται και η εγχώρια δημοσιονομική στήριξη θα επιβάρυνε έναν προϋπολογισμό που είναι ήδη στα όριά του. Ο δείκτης χρέους της χώρας βρίσκεται ήδη στο 140% σχεδόν του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.

“Αν και η καραντίνα συνιστάται θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι αναμένεται να παραλύσει ένα βασικό τμήμα της χώρας”, δήλωσε η Ραφαέλα Τενκονι, επικεφαλής οικονομολόγος της ADA Economics. «Είμαστε ήδη αντιμέτωποι με ένα πολύ σημαντικό εμπόδιο στην ανάπτυξη χωρίς πολλές επιλογές όσον αφορά τα κίνητρα».

Όπως δήλωσε η ίδια, εάν η κατάσταση δεν ξεκαθαριστεί γρήγορα, θα πρέπει να θεωρείται «εύλογη» μια μείωση κατά 1% του ιταλικού ΑΕΠ φέτος. Κάτι τέτοιο όμως θα συνιστούσε τη μεγαλύτερη μείωση του ιταλικού ΑΕΠ από την κορύφωση της ευρωπαϊκής κρίσης του χρέους το 2013.

Οι ανησυχίες για το ενδεχόμενο ύφεσης ώθησαν τις ιταλικές μετοχές και τα ομόλογα χαμηλότερα. Ο δείκτης FTSE MIB υποχώρησε έως 6,1%, τη μεγαλύτερη πτώση του από τον Ιούνιο του 2016 για να κλείσει τελικά στο -5,43%. Ο φόβος όμως δεν περιορίστηκε στην Ιταλία αλλά επηρέασε τις αγορές παγκοσμίως.

Μεγάλος ο αντίκτυπος 

Οι αναλυτές της Citigroup ανέφεραν ότι το χτύπημα για την οικονομία της Ιταλίας στο τρέχον τρίμηνο θα μπορούσε να είναι μεγάλο, ακόμη και αν η καραντίνα διαρκέσει μόνο μία εβδομάδα.

“Η πιθανότητα να παραταθούν αυτά τα μέτρα για περισσότερο από μία εβδομάδα είναι αρκετά αυξημένη, εάν λάβουμε υπόψιν το αντίστοιχο των Κινεζικών εξελίξεων”, ανέφεραν σε σημείωμα τους σήμερα.

Οι αριθμοί δεν «βγαίνουν» στην Ιταλία εάν χρειαστεί μεγαλύτερη δημοσιονομική στήριξη, αλλά ενδεχόμενη εντατικοποίηση της κρίσης θα μπορούσε να οδηγήσει τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο να επιτρέψουν κάποια ευελιξία στην αυστηρή εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων.

Ωστόσο, για να συμβεί αυτό, οι πολιτικοί της χώρας θα πρέπει να συμφωνήσουν σε μια απάντηση. Ο πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε κατηγορείται ήδη από τους λαϊκιστές ηγέτες για καθυστερημένη αντίδραση στην επιδημία.

Ακόμη και πριν το ξέσπασμα της επιδημίας του ιού, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Αντόνιο Μισιανί είχε παραδεχθεί νωρίτερα αυτόν το μήνα ότι θα είναι πολύ δύσκολο για τη χώρα να πετύχει τον αναπτυξιακό που έχει θέσει για το έτος.

Ο στόχος αυτός ήταν ήδη αρκετά αδύναμος, μόλις 0,6%, ή το ήμισυ του αναμενόμενου ρυθμού για τη ζώνη του ευρώ. Η ιταλική οικονομία, η οποία αυξήθηκε κατά 0,2% το 2019, ήταν σε τεχνική ύφεση (όταν καταγράφονται δύο συνεχόμενα τρίμηνα συρρίκνωσης) το προηγούμενο έτος.

Ο ιός ήταν το κυρίαρχο θέμα στη συνεδρίαση της ομάδας των 20 κεντρικών τραπεζιτών και υπουργών οικονομικών στη Σαουδική Αραβία το Σαββατοκύριακο. Οι εφοδιαστικές αλυσίδες έχουν διαταραχθεί και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναμένει χαμηλότερη παγκόσμια ανάπτυξη εξαιτίας της επιδημίας.

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας, Ιγκνάσιο Βίσκο, δήλωσε ότι η νομισματική πολιτική μπορεί να μην έχει τη δύναμη πυρός για να βοηθήσει εάν επιδεινωθεί η κρίση. Επανέλαβε δε την από καιρό εκπεφρασμένη άποψη των κεντρικών τραπεζιτών ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να παρέμβουν με πρόσθετες δαπάνες για να στηρίξουν την ανάπτυξη.

“Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τη δημοσιονομική πολιτική γιατί η νομισματική πολιτική είναι ήδη ιδιαίτερα ευνοϊκή σε όλο τον κόσμο και είναι εξαιρετικά αβέβαιο το εάν μπορούμε να κάνουμε κάτι περισσότερο γι ‘αυτό”.