Οι βρετανικές εταιρείες προετοιμάζονται, καθώς η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου πρόκειται να αποφασίσει τους τρόπους με τους οποίους θα δαπανήσει πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια για υποδομές ικανές να συλλαμβάνουν και να θάβουν εκατομμύρια μετρικούς τόνους ρύπανσης από διοξείδιο του άνθρακα.

Τα χρήματα – 800 εκατομμύρια βρετανικές λίρες – προορίζονται να χρηματοδοτήσουν μερικώς ένα “σύστημα” που θα αποτυπώνει τις εκπομπές από τα εργοστάσια και τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, από τα μέσα της δεκαετίας και μετά. Σε μια προσπάθεια να διατηρήσει την πολιτική του ευαισθησία για το κλίμα, το Συντηρητικό Κόμμα δεσμεύτηκε προτού κερδίσει πλειοψηφία στις γενικές εκλογές του Δεκεμβρίου στο μανιφέστο του να δαπανήσει το ποσό αυτό.

Το 2015, η προηγούμενη κυβέρνηση υπό την ηγεσία των Συντηρητικών έλαβε την απόφαση- έκπληξη να ακυρώσει τον διαγωνισμό αξίας 1,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τη δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα. Ωστόσο, δεν υπάρχει κανένας τρόπος για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη σε ανεκτά επίπεδα, ο οποίος να μην προβλέπει κάποιου είδους χρήση της τεχνολογίας. Ακόμη και αν ολόκληρη η ηλεκτρική ενέργεια προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές, η λύση αυτή δεν αντιμετωπίζει τις εκπομπές από τα εργοστάσια παραγωγής τσιμέντου και χάλυβα – περισσότερο από το 10% του συνόλου των εκπομπών- τα οποία έχουν λίγες τεχνολογικές εναλλακτικές λύσεις σχετικά με τις απαιτούμενες για να λυθεί το πρόβλημα.

Το περασμένο έτος, το Ηνωμένο Βασίλειο έγινε η πρώτη σημαντική χώρα η οποία έθεσε στόχο τις μηδενικές εκπομπές ρύπων έως το 2050. Αυτό μπορεί να μοιάζει πολύ μακρινό, αλλά δεν είναι, δήλωσε ο Ντομινίκ Νας, αναλυτής επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας στην Barclays Plc. Σε όρους επενδυτικών ενεργειακών έργων «τα 30 χρόνια είναι βασικά αύριο».

Τα projects συλλογής άνθρακα θα είχαν νόημα σε πέντε κύριες ομάδες βιομηχανικών μονάδων στο Ηνωμένο Βασίλειο, συμπεριλαμβανομένων των ποταμών Humber, Merseyside, Teesside, Runcorn και Grangemouth, σύμφωνα με έκθεση της ομάδας συμβούλων Element Energy Ltd. Οι χώροι αυτοί απασχολούν περισσότερους από 90.000 ανθρώπους εν μέσω χημικών ουσιών και διύλισης πετρελαίου.