Οι ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων στην Τουρκία και τη Συρία άλλαξαν για πάντα τη Δευτέρα, όταν δύο μεγάλοι σεισμοί 7,8 και 7,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ έπληξαν την περιοχή. Από τότε, ο τραγικός απολογισμός των θανάτων έχει ξεπεράσει τους 16.000, ενώ αναμένεται να αυξηθεί περισσότερο. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υπολογίζει πως ο σεισμός έχει επηρεάσει 23 εκατομμύρια άτομα. Τουλάχιστον 6.000 κτίρια κατέρρευσαν, πολλά εξ αυτών γεμάτα με ανθρώπους. Περίπου 25.000 διασώστες από όλες τις γωνιές του πλανήτη κάνουν τα πάντα για να σώσουν τις ζωές των παγιδευμένων στην Τουρκία, αλλά το επερχόμενο κύμα κακοκαιρίας ενδέχεται να δυσκολέψει τις προσπάθειές τους, σύμφωνα με το CNBC.

Η Συρία η οποία ήδη υπέφερε από 12 έτη τρομοκρατίας και εμφυλίου, δεν ήταν προετοιμασμένη για να αντιμετωπίσει μία κοσμοϊστορική καταστροφή τέτοιου μεγέθους. Χιλιάδες από τους ανθρώπους που επηρεάστηκαν από το σεισμό στη χώρα είναι πρόσφυγες ή μετανάστες.

Οι αναλυτές έχουν, πια, στρέψει το βλέμμα τους στις δραματικές επιπτώσεις που θα έχει ο τεράστιος σεισμός στην οικονομία της Τουρκίας η οποία υπέφερε ήδη από μία εκτεταμένη οικονομική κρίση. 

Κρίσιμο έτος

Εκτός από τον φονικό σεισμό, το 2023 αποτελεί ένα έτος-ορόσημο για την Τουρκία, δεδομένων των επερχόμενων προεδρικών εκλογών στις 14 Μαΐου. Το αποτέλεσμα των εκλογών αυτών θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία, το νόμισμα και την δημοκρατία της χώρας είτε ο Ερντογάν βγει νικητής, είτε όχι.

Η αντίδραση του Ερντογάν στην τεράστια καταστροφή που έπληξε τη χώρα αλλά και οι απαντήσεις που θα κληθεί να δώσει για την κατάρρευση τόσων κτιρίων, θα παίξουν σημαντικό ρόλο όσον αφορά την επανεκλογή του.

Σύμφωνα με τον ιδρυτή της Cribstone Strategic Macro, Μάικ Χάρις, «εάν η τουρκική κυβέρνηση δε διαχειριστεί σωστά τις προσπάθειες διάσωσης, ο Ερντογάν θα αντιμετωπίσει γενικευμένη κατακραυγή για προφανείς λόγους. Το άλλο ζήτημα είναι ο αριθμός των κτιρίων που κατέρρευσαν και τα οποία δεν είχαν κατασκευαστεί πληρώντας τις αναγκαίες αντισεισμικές προϋποθέσεις. Ο Πρόεδρος της χώρας έχει, πια, χάσει τον έλεγχο του αφηγήματος που προωθεί».

O Ερντογάν προκήρυξε εκλογές εν μέσω της κρίσης κόστους διαβίωσης, τη στιγμή που ο πληθωρισμός στη χώρα κατέγραψε προσωρινή μείωση από το 80% του διαστήματος Αυγούστου-Νοεμβρίου.

Σύμφωνα με τον Χάρις, ο Τούρκος Πρόεδρος «δημιούργησε αυτή την περίεργη συγκυρία όπου ο πληθωρισμός βρίσκεται κοντά στο 80% ενώ ο ίδιος πρέπει να καταφέρει να κρατήσει την τουρκική λίρα σταθερή μέχρι τις εκλογές. Μέσω των ανορθόδοξων οικονομικών επιλογών του, ο Ερντογάν προσπαθεί να βρει έναν τρόπο να απαγκιστρώσει την τουρκική οικονομία από το αμερικανικό δολάριο, ενώ έχει εγγυηθεί τις τραπεζικές καταθέσεις των Τούρκων πολιτών. Παρ’ όλα αυτά, αν ο Ερντογάν βγει νικητής η ισοτιμία της τουρκικής λίρας πρόκειται να καταρρεύσει, αφού δε θα υπάρχει ίχνος εμπιστοσύνης από τους επενδυτές λόγω του τεχνητού αφηγήματος σταθερότητας που έχει προωθήσει και το οποίο δεν είναι βιώσιμο μακροπρόθεσμα. Οι προεκλογικές, λαϊκιστικές υποσχέσεις του Ερντογάν για αύξηση των μισθών και μείωση του έτους συνταξιοδότησης μπορεί να είναι, πια, αδύνατο να εφαρμοστούν, αφού η μεγαλύτερη προσπάθεια της κυβέρνησης θα είναι η αποζημίωση των σεισμόπληκτων και η αναδόμηση ολόκληρων πόλεων».

Σημειωτέον πως η αντιπολίτευση δεν έχει ακόμα προτείνει το δικό της υποψήφιο. Ο δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου ο οποίος κατά πολλούς ήταν και το φαβορί των εκλογών, συνελήφθη τον Δεκέμβριο, ενώ η κυβέρνηση Ερντογάν του απαγόρευσε να θέσει υποψηφιότητα.

Οικονομική αβεβαιότητα

Η οικονομική κατάρρευση της Τουρκίας οφείλεται ως επί το πλείστον στην ενεργειακή κρίση, την πανδημία, τον πόλεμο στην Ουκρανία αλλά κυρίως στην απροσδιόριστη νομισματική πολιτική που προωθεί ο Ερντογάν. Σημειωτέον πως η μείωση των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα της Τουρκίας έχει οδηγήσει σε κατακόρυφη αύξηση του πληθωρισμού, ενώ η ισοτιμία της τουρκικής λίρας έναντι του αμερικανικού δολαρίου έχει καταρρεύσει. Τα τουρκικά αποθέματα ξένου συναλλάγματος έχουν μειωθεί δραματικά ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα έχει «φουσκώσει».

Αν και οι επενδυτές αποφεύγουν, πια, την τουρκική οικονομία, ο «γκουρού» των αναπτυσσόμενων αγορών Μάρκ Μόμπιους συνεχίζει και παραμένει αισιόδοξος (bullish) όσον αφορά τις επενδύσεις στη χώρα παρά την πρόσφατη καταστροφή που προκάλεσε ο σεισμός.

«Όσον αφορά τις επενδύσεις στην Τουρκία, συνεχίζουμε και εκτιμούμε πως αποτελεί έναν καλό επενδυτικό προορισμό. Πιστεύουμε πως η τουρκική οικονομία θα καταφέρει να εξελιχθεί πέραν των καταστροφών και της αδύναμης τουρκικής λίρας. Γι αυτό δε φοβόμαστε τις επενδύσεις στη χώρα», τόνισε ο Μόμπιους, προσθέτοντας πως «ένα μεγάλο ερώτημα που θα κληθεί να απαντήσει ο Ερντογάν θα είναι αυτό της κατάρρευσης τόσο πολλών κτιρίων».

Τουρκία και ΝΑΤΟ

Σε ό,τι αφορά τη γεωπολιτική «σκακιέρα», το μέλλον της Τουρκίας πρόκειται να επηρεάσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, δεδομένου του ρόλου του Ερντογάν ως αυτόκλητου διαμεσολαβητή μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης. Η Τουρκία αποτελεί, παράλληλα, το κύριο κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ το οποίο εμποδίζει την είσοδο της Σουηδίας και της Φινλανδίας στη στρατηγική συμμαχία.

Η Άγκυρα αποτελεί το επίκεντρο της συμφωνίας για τα σιτηρά της Μαύρης Θάλασσας μεταξύ των δύο εμπόλεμων κρατών, η οποία επιτρέπει την σχετικά εύρυθμη εξαγωγή τους προς τον υπόλοιπο κόσμο και την αποφυγή δημιουργίας επισιτιστικής κρίσης.

Η αντίδραση του Ερντογάν τους επόμενους μήνες θα παίξει σημαντικό ρόλο στο τί μέλλει γενέσθαι στο διεθνές διπλωματικό «πάλκο».

Σύμφωνα με τον Σινάν Ουλγκέν, επικεφαλής του Center for Economics and Foreign Policy της Κωνσταντινούπολης, η πίεση της Δύσης όσον αφορά την ένταξη των δύο σκανδιναβικών χωρών στο ΝΑΤΟ θα περιοριστεί, αλλά μόνο προσωρινά. «Μετά από λίγες εβδομάδες ανάπαυλας, η εξωτερική πολιτική θα επιστρέψει στην κανονικότητά της», υποστήριξε.

Προς το παρόν, οι δυτικοί σύμμαχοι της Τουρκίας και χώρες από όλο τον κόσμο αποστέλλουν ανθρωπιστική βοήθεια στη σεισμόπληκτη χώρα. Παρ’ όλα αυτά, η τουρκική κυβέρνηση θα χρειαστεί να αυξήσει κατακόρυφα τις δημόσιες δαπάνες για την ανακατασκευή των κτιρίων και την προσφορά αποζημιώσεων στις οικογένειες των θυμάτων και τους σεισμόπληκτους.

«Το ποσοστό δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ της Τουρκίας κυμαίνεται στο 34%, κάτι το οποίο είναι εξαιρετικά περιορισμένο σε σχέση με τη Δύση. Αυτό σημαίνει πως η χώρα έχει την ευχέρεια να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες της ακόμα κι αν προκαλέσει αύξηση του χρέους. Η χώρα είναι τεράστια και έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που προκαλούν οι φυσικές καταστροφές αλλά, δεδομένου του μεγέθους της τρέχουσας, θα αντιμετωπίσει σημαντικές δυσκολίες», συμπλήρωσε ο Ουλγκέν.

Διαβάστε ακόμη:

«Τσιμπάνε» τα επιτόκια καταθέσεων – O ανταγωνισμός των τραπεζών και η πίεση της κυβέρνησης

Σεισμός στην Τουρκία: Πρωταθλήτρια στις διασώσεις η ΕΜΑΚ με 88 συνεργεία

Νέες δικαστικές περιπέτειες για τη Shell – Μήνυση για αποτυχία αντιμέτωπισης των κλιματικών κινδύνων