Την περασμένη εβδομάδα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ προανήγγειλε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα επενδύσεων σε υποδομές, συνολικού ύψους 2 τρισ. δολαρίων και ετοιμάζεται να ανακοινώσει και το επόμενο πρόγραμμά του, που αφορά σε δαπάνες 1 τρισ. δολαρίων για τη στήριξη των βρεφικών και νηπιακών σταθμών, την εκπαίδευση και τη δημόσια υγεία.

Λίγες ημέρες πριν, είχε περάσει από το Κογκρέσο το έκτο πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας ύψους 1,9 τρις. δολαρίων, που ανεβάζει το συνολικό ποσό της στήριξης εν μέσω κορωνοϊού σε 5 τρισ. δολάρια.

Συνολικά, δηλαδή, τα κεφάλαια που κινητοποιούν οι ΗΠΑ πλησιάζουν τα 8 τρισ. δολάρια.

Τι συμβαίνει την ίδια στιγμή στην Ευρώπη; Προς το παρόν, η ολοκλήρωση της νομοθεσίας που είναι απαραίτητη για να προχωρήσει η Κομισιόν στη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης έχει «παγώσει».

Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, που εδρεύει στην Καρλσρούη, σταμάτησε τη διαδικασία επικύρωσης της απόφασης για τους ιδίους πόρους της ΕΕ που είναι απαραίτητη, προκειμένου η Κομισιόν να μπορέσει να δανειστεί από τις αγορές για να χρηματοδοτήσει το Ταμείο Ανάκαμψης.

Μέχρι στιγμής, 16 χώρες έχουν επικυρώσει την απόφαση της ΕΕ και απομένουν άλλες 11, ανάμεσα στις οποίες και η Γερμανία. Η απόφαση είχε ευρεία στήριξη στη γερμανική βουλή, αλλά το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και μια ένωση πολιτών προσέφυγαν εναντίον της στο δικαστήριο της Καρλσρούης, το οποίο «πάγωσε» την επικύρωση της απόφασης από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Δεν είναι γνωστό πόσο χρόνο θα χρειαστεί το δικαστήριο της Καρλσρούης για να εκδώσει την τελική απόφασή του, αλλά το θέμα θα πρέπει να διευθετηθεί το αργότερο μέχρι τον Ιούνιο, προκειμένου να προχωρήσουν οι διαδικασίες χρηματοδότησης του Ταμείου και να αρχίσουν οι εκταμιεύσεις μέσα στο 2021. Με άλλα λόγια, μιλάμε για δύο διαφορετικούς κόσμους.

Την ώρα που οι ΗΠΑ ξοδεύουν τα τρισεκατομμύρια σαν να είναι «στραγάλια», η Ευρώπη πασχίζει να περάσει ένα πρόγραμμα επενδύσεων ύψους 750 δισ. ευρώ με το Ταμείο Ανάκαμψης, εκ των οποίων τα 350 δισ. ευρώ είναι δάνεια και τα 400 δισ. ευρώ επιδοτήσεις.

Εάν υπολογίσουμε και τα χρήματα που δαπανούν από εθνικούς πόρους τα κράτη μέλη, υπολογίζεται ότι φέτος η χρηματοδότηση στις χώρες της ευρωζώνης θα φτάσει το 6% του ΑΕΠ, ενώ στις ΗΠΑ θα ξεπεράσει το 11% του ΑΕΠ. Μιλάμε δηλαδή για δύο διαφορετικούς κόσμους.

Βέβαια, στις ΗΠΑ η πολιτική μάχη για να περάσει το επενδυτικό πακέτο των 2 τρισ. δολαρίων αναμένεται σκληρή, καθώς υπάρχουν σοβαρές αντιδράσεις από τους Ρεπουμπλικάνους, οι οποίοι αντιδρούν στην αύξηση των εταιρικών φόρων, από το 21% στο 28% που συνοδεύει την πρόταση με το επιχείρημα ότι θα υπονομεύσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των αμερικανικών επιχειρήσεων.

Αλλά και το επόμενο πακέτο, των «κοινωνικών δαπανών» αναμένεται να συναντήσει αντιδράσεις, καθώς θα χρηματοδοτηθεί από νέο φόρο στον προσωπικό πλούτο, με φορολόγηση στο εισόδημα, τα κέρδη κεφαλαίου και την προσωπική περιουσία, σχέδιο που είναι βέβαιο ότι θα συναντήσει πολιτικές αντιδράσεις.

Σε κάθε περίπτωση, η εκτίμηση για τις πολιτικές Μπάιντεν διεθνώς είναι ότι σηματοδοτούν μια μεγάλη στροφή στην οικονομική πολιτική, καθώς επαναφέρουν στο προσκήνιο το Κράτος και τις δημόσιες επενδύσεις.

Ταυτόχρονα, αποτελούν και ένα μεγάλο «πείραμα» στον βαθμό που μένει να φανεί εάν τελικά οι κινήσεις αυτές θα φέρουν πληθωρισμό ή όχι, σε ποιον βαθμό θα μπορέσει η αμερικανική κυβέρνηση να διαχειριστεί το «βουνό χρέους» που δημιουργείται εν μέσω πανδημίας και, βέβαια, ποιες θα είναι οι συνέπειες για το δολάριο, τις αγορές και την παγκόσμια οικονομία.

Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Τζο Μπάιντεν δεν επικαλείται μόνο την πρόθεσή του να δημιουργήσει «την ισχυρότερη, την πιο ανθεκτική και πιο καινοτόμα οικονομία στον κόσμο», αλλά υποστηρίζει ότι τα μέτρα αυτά εξυπηρετούν την εθνική ασφάλεια και θα επιτρέψουν στις ΗΠΑ να επικρατήσουν στον ανταγωνισμό με την Κίνα.

Με άλλα λόγια, τα πακέτα Μπάιντεν δεν έχουν μόνο οικονομική στόχευση, αλλά εντάσσονται στο ευρύτερο γεωπολιτικό σχέδιο των ΗΠΑ, κεντρικό στοιχείο του οποίου είναι ο ανταγωνισμός με την Κίνα.

Είναι μια σημαντική στροφή στην οικονομική πολιτική, καθώς αναδεικνύεται η σημασία που μπορεί να έχει η εσωτερική ζήτηση σε μια οικονομία, όχι μόνο στην αύξηση του ΑΕΠ, αλλά και στη διεθνή θέση της στο οικονομικό αλλά και στο γεωπολιτικό πεδίο.

Το επενδυτικό πρόγραμμα των 2 τρισ. δολαρίων στις ΗΠΑ απλώνεται σε βάθος δεκαετίας και αφορά σε:

  • Οδικές υποδομές και ηλεκτροκίνηση: 621 δισ. δολάρια,
  • Πράσινα σπίτια, πράσινα σχολεία, ενέργεια, ύδρευση: 561 δισ. δολάρια,
  • Επιδοτήσεις στη μεταποίηση, επιδότηση έρευνας και τεχνολογίας: 480 δισ. δολάρια,
  • Φροντίδα ηλικιωμένων: 400 δισ. δολάρια,
  • Ευρυζωνικές υποδομές και εκπαίδευση εργαζομένων: 200 δισ. δολάρια,

Τα έσοδα θα προέλθουν από:

  • Αύξηση εταιρικού φόρου:695 δισ. δολάρια.
  • Κατάργηση φοροαπαλλαγών για πλούσιους: 217 δισ. δολάρια
  • Αύξηση ελάχιστου φόρου απο εισοδήματα στο εξωτερικό: 495 δισ. δολάρια
  • Κατάργηση φοροαπαλλαγών για εταιρείες εξόρυξης: 54 δισ. δολάρια

Διαβάστε ακόμη

Νέος κατώτατος μισθός: Αυτά είναι τα «αγκάθια» και τα νέα δεδομένα

Γιατί ο δισεκατομμυριούχος Μαρκ Κιούμπαν ποντάρει σε κρυπτονομίσματα

e-ΕΦΚΑ – ΟΑΕΔ: Ποιες είναι οι προγραμματισμένες πληρωμές έως τις 9 Απριλίου