Το «πράσινο» new deal που ξεκίνησε η Ευρώπη και ασπάζονται πλέον και οι ΗΠΑ αλλάζει την εικόνα στις αγορές, καθώς οι επενδυτές αναζητούν τους νικητές και τους χαμένους της μεγάλης αυτής αλλαγής για να κατευθύνουν ανάλογα τα κεφάλαιά τους.

Το ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι ότι η συγκυρία μπορεί να ευνοήσει τις εταιρείες της Γηραιάς Ηπείρου οι οποίες προηγούνται παγκοσμίως στις εναλλακτικές πηγές ενέργειας και η «πράσινη» μετάβαση αναμένεται να τις ενισχύσει περαιτέρω.

Οι ΗΠΑ επί προεδρίας Τραμπ είχαν αποσυρθεί από τη Συμφωνία για την Κλιματική Αλλαγή, ενώ ο νέος πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έχει αναγάγει σε προτεραιότητα την «πράσινη» μετάβαση, η οποία, μάλιστα, θα απορροφήσει και σημαντικά κονδύλια από το πακέτο των δημόσιων επενδύσεων ύψους 1,9 τρισ. δολαρίων σε υποδομές.

Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ, μετά την εκλογή του Μπάιντεν, μπαίνουν κι αυτές δυναμικά στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής δημιουργεί ένα ακόμα πλεονέκτημα για τις ευρωπαϊκές εταιρείες, καθώς η παγκόσμια ζήτηση θα αυξάνεται σε έναν τομέα όπου η Ευρώπη έχει το προβάδισμα.

Οι θετικές προσδοκίες για την Ευρώπη ενισχύονται και από το ότι εντός του έτους αναμένεται η ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης των 750 δισ. ευρώ, το οποίο σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα κονδύλια του προϋπολογισμού της Ε.Ε. για την επταετία 2021-2027 θα κινητοποιήσει επενδύσεις 500 δισ. στην «πράσινη» οικονομία.

Το «πράσινο» κύμα ευνοείται από τη γενικότερη παγκόσμια στροφή στον σεβασμό του τριπτύχου Περιβάλλον – Κοινωνική Ευθύνη – Εταιρική Διακυβέρνηση, που κωδικοποιείται διεθνώς με το ακρωνύμιο ESG (Environmental, Social and Corporate Governance).

Ο σεβασμός των κριτηρίων αυτών εντάσσεται πλέον οριζόντια στην αγορά από την έγκριση και χρηματοδότηση επενδύσεων μέχρι τη χρηματιστηριακή αξιολόγηση των εταιρειών. Τα κριτήρια αυτά αποτελούν επίσημη πολιτική της Ε.Ε. με ειδική οδηγία και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Μόνο τα τελευταία χρόνια τα επενδυτικά αμοιβαία κεφάλαια που ειδικεύονται σε επενδύσεις ESG, ήτοι αναζητούν εταιρείες που καλύπτουν τις σχετικές προϋποθέσεις, είχαν εισροές περί τα 340 δισ. δολαρίων, περίπου το διπλάσιο απ’ ό,τι τα υπόλοιπα, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσαν οι «Financial Times».

Χαρακτηριστικό της δίψας που εκδηλώνει η αγορά για «πράσινες» μετοχές και άλλα επενδυτικά προϊόντα είναι το γεγονός ότι η μετοχή της Volkswagen έκανε άλμα 16% στις ΗΠΑ όταν κυκλοφόρησε πρωταπριλιάτικη φάρσα της εταιρείας ότι αλλάζει το όνομά της σε Voltswagen, που ήταν ένα διαφημιστικό κόλπο για να προωθήσει το νέο της ηλεκτρικό όχημα. Η αγορά το πίστεψε (κυρίως επειδή η φάρσα διοχετεύτηκε έντεχνα δύο ημέρες πριν από την Πρωταπριλιά) και αυτό φάνηκε στο χρηματιστήριο.

Η θετική προοπτική για τις ευρωπαϊκές μετοχές υπογραμμίζεται και από την JP Morgan, σε ανάλυση της οποίας αναφέρεται ότι οι ευρωπαϊκές μετοχές είχαν μείνει πίσω σε σχέση με τις αμερικανικές την τελευταία δεκαετία, αλλά είναι πιθανόν ότι τώρα οι εταιρείες της Γηραιάς Ηπείρου μπορούν να θεωρηθούν πιο «φτηνές» σε σχέση με τις αμερικανικές, με βάση τους δείκτες τιμής προς κέρδη, τιμής προς λογιστική αξία ή σε σχέση με το μέρισμα που βρίσκεται κοντά στο 3% και θεωρείται ιδιαίτερα ελκυστικό όταν οι αποδόσεις των ομολόγων είναι μηδενικές ή αρνητικές.

Μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια ο δείκτης S&P 500 αυξήθηκε 335%, ενώ ο δείκτης MSCI Europe 141%.

O λόγος είναι το «τύπωμα χρήματος» που ξεκίνησαν πρώτες οι ΗΠΑ και τα χαμηλά επιτόκια, αλλά και η υπεροχή των μεγάλων αμερικανικών εταιρειών τεχνολογίας. Την τάση αυτή διευκόλυνε και το ισχυρό δολάριο που ευνοεί τις αποδόσεις όσων είχαν επενδύσει σε αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία, τραβώντας κεφάλαια από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ. Τα τρία τελευταία χρόνια η JP Morgan υπολογίζει ότι έφυγαν από την Ευρώπη στις ΗΠΑ κεφάλαια γύρω στα 250 δισ. δολάρια.

Το βασικό χάντικαπ της Ευρώπης ήταν το πολιτικό ρίσκο και η δυστοκία στη λήψη αποφάσεων από την Ε.Ε., καθώς και η δημοσιονομική αυστηρότητα, πεδία στα οποία έχει γίνει ένα σημαντικό βήμα με το νέο Ταμείο Ανάκαμψης των 750 δισ. ευρώ που αυξάνει τις πιθανότητες ανάκαμψης και εξόδου από την κρίση που προκάλεσε η πανδημία.

Η ΕΚΤ έχει προχωρήσει πολύ δυνατά στο «τύπωμα χρήματος» και επιτρέπει στις κυβερνήσεις να συνεχίσουν τη στήριξη της οικονομίας όλο το 2021, ενώ οι κανόνες δημοσιονομικής χαλάρωσης θα ισχύσουν και το 2022.

Η αλλαγή στη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική μειώνει και το πολιτικό ρίσκο που προκαλεί η δυσαρέσκεια των πολιτών σε περιόδους κρίσης. Ετσι, η JP Morgan εκτιμά ότι είναι πιθανόν οι αποτιμήσεις των ευρωπαϊκών μετοχών να ανέβουν και το ευρώ να ενισχυθεί.

Από την άλλη πλευρά, οι ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν σήμερα προβάδισμα στον τομέα της πράσινης ενέργειας και των σχετικών τεχνολογιών, ενώ η Ε.Ε. έχει υιοθετήσει το πιο φιλόδοξο πρόγραμμα αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, υιοθετώντας τον στόχο να γίνει η πρώτη ήπειρος που θα πετύχει μηδενικό ισοζύγιο εκπομπών άνθρακα μέχρι το 2050.

Ηδη η Ευρώπη είναι πρώτη παγκοσμίως στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από θαλάσσια αιολικά πάρκα. Για να φτάσει τον στόχο του 2050 θα πρέπει το ποσοστό ενέργειας που προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές να περάσει από το 20% που είναι σήμερα στο 80%, και τούτο μπορεί να δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για τις ευρωπαϊκές εταιρείες.

Διαβάστε ακόμη 

«Κόντρα» Γουόρεν Μπάφετ – Κλάους Σβαμπ για την κλιματική αλλαγή

Επιδότηση παγίων δαπανών: Τι θα προβλέπει η απόφαση για τα «κουπόνια» των επιχειρήσεων

Παύλος Ιωαννίδης: Έφυγε από τη ζωή ο στενός συνεργάτης και φίλος του Αριστοτέλη Ωνάση