Το σχέδιο για τη σημαντική επέκταση των συλλογικών συμβάσεων στην ελληνική αγορά εργασίας συναντά πλέον έντονες δυσκολίες. Αν και η ευρωπαϊκή οδηγία θέτει ως στόχο την κάλυψη 80% των εργαζομένων κάτω από συλλογική σύμβαση, η πραγματικότητα φαίνεται εκτός ελέγχου. Το υπουργείο Εργασίας, υπό τη νέα ηγεσία της Νίκης Κεραμέως, αναγνωρίζει επισήμως ότι ο στόχος δεν αποτελεί υποχρέωση αλλά ένα «κόστος – προσδοκία», με αποτέλεσμα η υλοποίηση να χαρακτηρίζεται μετριοπαθώς.
Ποια «αγκάθια» μπλοκάρουν τη μεταρρύθμιση
Το πρώτο και κύριο εμπόδιο αφορά τα προαπαιτούμενα στοιχεία που πρέπει να τηρούν οι κλάδοι πριν ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις. Αυτά περιλαμβάνουν: την εξέλιξη του δείκτη μισθών στον κλάδο, τη σχέση κόστους – παραγωγικότητας και την απασχόληση ανά κλάδο. Ειδικά το σύστημα των 50%+1 εργοδοτών που πρέπει να συμμετάσχει στη σύμβαση θεωρείται μη ρεαλιστικό για πολλούς. Επιδιώκεται η μείωσή του στο 40%, ώστε να διευκολυνθεί η πραγματοποίηση περιφερειακών ή μικρότερων κλάδων.
Παράλληλα, η ρήτρα εξαίρεσης επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν οικονομική κρίση – βάσει του άρθρου 53 του νόμου 4635/2019 – αποτελεί άλλο ένα «αγκάθι». Η ενεργοποίησή της θα μπορούσε να υπονομεύσει τον στόχο, καθώς αφορά επιχειρήσεις με προπτωχευτική ή εξυγιαντική διαδικασία.
Τι αλλάζει και τι… εμμένει
Ο νέος νόμος που επεξεργάζεται το υπουργείο προβλέπει επέκταση των ήδη υπογραφείσων συμβάσεων σε περισσότερους εργαζόμενους και επιχειρήσεις κάθε κλάδου. Επιπλέον, εξετάζεται η δυνατότητα προσφυγής σε διαμεσολάβηση για τις περιπτώσεις που αποτυγχάνουν οι πρωτοβάθμιες διαπραγματεύσεις – σήμερα αυτή η δυνατότητα εφαρμόζεται μόνο εφόσον υπάρχει συμφωνία εργοδοτών.
Ωστόσο, η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων δεν επαρκεί αν δεν συμπληρωθεί από τεχνικές υποδομές: η δημιουργία νέας βάσης δεδομένων για την παρακολούθηση του δείκτη μισθών, η καταγραφή των μεταβολών στο κόστος παραγωγής και η αξιολόγηση της ανταγωνιστικότητας του κλάδου.
Η εικόνα στην αγορά εργασίας
Στην πράξη, πολλοί κλάδοι αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες στην εφαρµογή συλλογικής κάλυψης. Ο χαμηλός βαθμός απασχόλησης και ο υψηλός αριθμός αυτοαπασχολούμενων σε ορισμένες δραστηριότητες δυσκολεύουν την επίτευξη του ποσοστού 80%. Επιπλέον, πολλές επιχειρήσεις δεν προσέρχονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων – γεγονός που ακυρώνει την ισχύ του 50%+1.
Παρά τη νομοθετική προετοιμασία και τις δημόσιες δεσμεύσεις, η κυβέρνηση και οι κοινωνικοί εταίροι βρίσκονται αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα της μετάβασης. Ο δρόμος προς την πραγματική επέκταση των συλλογικών συμβάσεων σε όλους τους εργαζόμενους είναι ανηφορικός. Η επόμενη φάση περιλαμβάνει ωστόσο την υποβολή προτάσεων από τους φορείς και την παρουσίαση του τελικού σχεδίου τον Δεκέμβριο.
Η εγκατάλειψη των παλαιών διαπραγματευτικών δομών και η μετάβαση σε αυτό που η οδηγία θέλει ως «κλαδικό συλλογικό σχήμα» απαιτεί πολιτική βούληση, συντονισμό και θεσμική προσαρμογή – στοιχεία που δεν εξαντλούνται με μια νομοθετική ρύθμιση. Η επιτυχία της προσπάθειας θα εξαρτηθεί από το πόσο αποτελεσματικά θα αντιμετωπιστούν τα «αγκάθια» που σήμερα την τραβούν προς τα πίσω.
Διαβάστε ακόμη
Από το «Trump dump» στο «Hedge America»: Γιατί οι επενδυτές δεν ποντάρουν τα πάντα στις ΗΠΑ
«Δαγκωτό» ψηφίζουν Nvidia οι αναλυτές της Wall Street – Μπαράζ αναβαθμίσεων της μετοχής
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.