Ήταν πρωτοποριακό όχι για μόνο την εποχή του, αλλά ακόμη και για σήμερα, εάν σκεφτούμε ότι απευθυνόταν αποκλειστικά σε γυμνιστές, διαθέτοντας παράλληλα μια σειρά από πρόνοιες, όπως οι υποδομές για ΑΜΕΑ ή το ελεύθερο για τα ζώα, που ακόμη και τώρα δεν θεωρούνται δεδομένα.

Ο λόγος για το ξενοδοχείο «Ακτή Σαλάντι», μπροστά σε μια από τις ωραιότερες παραλίες της Αργολίδας, το οποίο λειτούργησε τη δεκαετία του ’80 σαν hotel γυμνιστών, κατά τα πρότυπα αντίστοιχων ξενοδοχείων στην Ευρώπη, πολεμήθηκε σκληρά από κατοίκους της περιοχής, με τη συνδρομή και της Εκκλησίας, και τελικά οδηγήθηκε στο προσωρινό, -αρχικά-, λουκέτο και σε αλλαγή ιδιοκτησίας.

Στη συνέχεια μισοδούλεψε σαν… κανονικό ξενοδοχείο, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να ορθοποδήσει, παρότι άλλαξε χέρια αρκετές φορές.

Το αποτέλεσμα ήταν να βάλει οριστικό λουκέτο και να παραμένει σήμερα, άδειο, ερειπωμένο, παραδομένο στη φθορά του χρόνου και στις ορέξεις όσων το λεηλατούν κατά συρροή…

Η «ένδοξη εποχή» των γυμνιστών

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, όταν στην Ελλάδα έπνεε γενικότερα ένα ρεύμα αλλαγής και αποτίναξης των συντηρητικών προτύπων του παρελθόντος, η ιδέα για ένα ξενοδοχείο που θα απευθύνεται σε συγκεκριμένο target group, όπως θα λέγαμε σήμερα, ήταν όντως πρωτοποριακή. Αφενός γιατί έφερνε κάτι καινοτόμο σε σχέση με την τότε «μονοποικιλιακή» φιλοσοφία της «βαριάς βιομηχανίας» του τουρισμού, αφετέρου γιατί ερχόταν κατά κάποιο τρόπο να εκφράσει,-και να εκμεταλλευτεί εμπορικά-, έστω και καθυστερημένα, τις απελευθερωτικές τάσεις που κυριάρχησαν στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και μετά.

Στην προκειμένη περίπτωση δεν είχαμε να κάνουμε με ένα “adults only hotel”, όπως συμβαίνει τώρα, αλλά με ένα ξενοδοχείο που φιλοξενούσε γυμνιστές, ταυτόχρονα όμως είχε λάβει και όλα τα απαραίτητα μέτρα για να μη σκανδαλίζεται ο τοπικός πληθυσμός. Δηλαδή ήταν περιφραγμένο προκειμένου να αποκλείεται κάθε επαφή ανάμεσα στους γυμνιστές και στους κατοίκους του γειτονικού χωριού των Διδύμων, που απέχει πέντε χιλιόμετρα, αλλά και για να αποτραπεί η προσέλκυση ηδονοβλεψιών, που τότε έκαναν θραύση…

Το «Ακτή Σαλάντι» διέθετε όλα τα κομφόρ, από τηλεόραση, ψυγείο και κλιματισμό σε όλα τα δωμάτια, μέχρι αίθουσες εκδηλώσεων και συνεδριάσεων, πρόσβαση σε γήπεδα βόλεϊ, τένις, mini golf, παιδότοπο και κομμωτήριο.

Το βασικότερο όμως ήταν η τοποθεσία του. Φτιαγμένο μέσα σε ένα ιδανικό περιβάλλον, περιτριγυρισμένο από πλούσια βλάστηση και έχοντας μπροστά μια από τις ωραιότερες παραλίες της περιοχής με καθαρά και καταγάλανα νερά. Όπως ήταν φυσικό, λοιπόν, εξελίχθηκε σε πόλο έλξης των…απανταχού γυμνιστών και κυρίως εκείνων από τις συννεφιασμένες χώρες της Β. Ευρώπης που έβλεπαν στην ηλιόλουστη Ελλάδα και στο συγκεκριμένο τόπο τον δικό τους «παράδεισο».

Από τον «παράδεισο» στην «κόλαση»…

Το πρόβλημα, όμως, ήταν ότι κάποιοι άλλοι έβλεπαν εκεί την… «κόλαση». Έτσι, παρά την επιτυχημένη πορεία του, που ασφαλώς είχε και τα οφέλη της για την περιοχή, ορισμένοι κάτοικοι και τοπικοί παράγοντες κήρυξαν τον «ανένδοτο» ενάντια στα «Σόδομα και Γόμορρα» που (δήθεν) συνέβαιναν εκεί. Δεν ήθελε και πολύ μέχρι η υπόθεση να γίνει θέμα και σε εφημερίδες της εποχής, με φαρδιές πλατιές τις φωτογραφίες από τις μαχητικές διαδηλώσεις των κατοίκων έξω από την πόρτα του ξενοδοχείου, ζητώντας την ηθική τους «περιφρούρηση», όσο κι αν στην πραγματικότητα ουδείς τους απειλούσε.

Το αποτέλεσμα ήταν το ξενοδοχείο να «στιγματιστεί» και σταδιακά να πέσει στις προτιμήσεις των Ευρωπαίων γυμνιστών που ακολούθησαν άλλους προορισμούς.

Οι αρχικοί ιδιοκτήτες το έκλεισαν μέχρι να βρεθούν οι επόμενοι που το λειτούργησαν ως κανονικό ξενοδοχείο. Τα χρόνια όμως είχαν περάσει, το οικοδόμημα χρειαζόταν γερή επένδυση για να ανταποκριθεί στον ανταγωνισμό, σε μια εποχή που όλος σχεδόν ο τουρισμός κατευθυνόταν στα νησιά και το μοιραίο δεν άργησε να έλθει.

Οι τίτλοι τέλους έπεσαν για το «Ακτή Σαλάντι» με το κτίριο και την άδεια πισίνα να θυμίζουν την «πικρή» ιστορία του παρελθόντος.

Το πωλητήριο και οι υποδομές

Στη συνέχεια έγιναν αρκετές προσπάθειες να πουληθεί, χωρίς όμως αποτέλεσμα καθώς το οικοδόμημα ήταν παλιό, -του 1974-, και χρειαζόταν ριζική ανακαίνιση. Τούτο προφανώς επικράτησε έναντι των πολλών συγκριτικών πλεονεκτημάτων του.

Το ξενοδοχείο συνολικής δυναμικότητας 924 κλινών, ήταν χτισμένο σε οικόπεδο 114,5 στρεμμάτων, σε πολύ κοντινή απόσταση από την παραλία, ενώ αναπτυσσόταν σε 10 επίπεδα.

Διέθετε καλωδιακή τηλεόραση, γεώτρηση, πάρκινγκ 100 θέσεων κ.ά.

Το συγκρότημα αποτελείτο από το κεντρικό κτίριο που περιλαμβάνει υπόγειο με τους βοηθητικούς χώρους όπως πλυντήρια κ.λπ., ισόγειο στο οποίο βρίσκεται η ρεσεψιόν, καθιστικό, μπαρ και 3 restaurant χωρητικότητας 900 ατόμων, χώρος ψυχαγωγίας καθώς και κουζίνα και μπάνια, τον ημιώροφο στον οποίο βρίσκονται οι κοιτώνες του προσωπικού, και 8 ορόφους που έχουν συνολική επιφάνεια 15.960 τ.μ. και στους οποίους βρίσκονται 296 δωμάτια και 32 σουίτες δίχωρες.

Το ξενοδοχείο είχε κεντρικό κλιματισμό, 5 ασανσέρ και τεράστιες βεράντες συνολικής επιφανείας 1800 τ.μ. με θέα θάλασσα. Επίσης συγκρότημα 76 bungalows (3 κλινών, με μπάνιο και μπαλκόνι) συνολικής επιφανείας 2.200 τμ.

Παράλληλα υπάρχουν κτίρια υποστήριξης και υπηρεσιών για τα bungalows, ταβέρνα πλήρως εξοπλισμένη επιφάνειας 150 τ.μ. χωρητικότητας 300 ατόμων, 2 night clubs, περιοχή μίνι γκολφ, γήπεδο τένις και βόλεϊ, παιδική χαρά, πισίνα ενηλίκων καθώς και παιδική πισίνα, αμφιθέατρο. Διέθετε ακόμη βιολογικό καθαρισμό δυνατότητας 2000 ατόμων και δεξαμενές νερού, ενώ ο περιβάλλον χώρος είναι δεντρόφυτος με 1000 ρίζες ελιές και 500 λεμονιές.

Παρ’ όλα αυτά, δεν κατάφερε να «ανθίσει» ξανά, αλλά έμεινε ένα λεηλατημένο κουφάρι που εξακολουθεί να αναζητεί τη θέση του στο μέλλον…

Διαβάστε ακόμη:

«Ζεσταίνεται» (και) η αγορά: Ενισχύεται η κατανάλωση – Άλμα 41% στις ηλεκτρονικές πληρωμές

Ποια είναι η Real Consulting που μπαίνει στην ΕΝΑ PLUS του Χρηματιστηρίου Αθηνών

Το 5% των πιο ρυπογόνων σταθμών παραγωγής ενέργειας «υπεύθυνο» για το 73% των εκπομπών