Πολλοί άνθρωποι δεν παίρνουν τα βιντεοπαιχνίδια στα σοβαρά. Τα βλέπουν σαν δημιουργήματα χωρίς ουσία, που προσφέρουν ένα είδος διασκέδασης κατώτερο από μία αριστουργηματική ταινία ή έναν κλασικό δίσκο.

Όμως, αν μιλάμε με οικονομικούς όρους, τότε η βιομηχανία των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, με έσοδα που αναμένονται να φτάσουν κοντά στα 180 δισεκατομμύρια το 2020, κάνει τις βιομηχανίες του κινηματογράφου και της μουσικής μία χαψιά. Αλλά παρά τα έσοδα-ρεκόρ, η μεγαλύτερη κυκλοφορία της χρονιάς, το Cyberpunk 2077, ήταν μία τεράστια απογοήτευση. Το παιχνίδι κυκλοφόρησε με τόσα πολλά προβλήματα, που η Sony το έβγαλε από το ψηφιακό της κατάστημα, προσφέροντας επιστροφές χρημάτων σε όσους καταναλωτές το είχαν ήδη αγοράσει. Και ως αποτέλεσμα, η αξία της κατασκευάστριας εταιρείας έπεσε τόσο χαμηλά, που οι δύο μεγαλομέτοχοι σταμάτησαν να είναι δισεκατομμυριούχοι. Μα, γνωρίζοντας την ιστορία και τον χαρακτήρα του, ο Michał Kiciński δεν πρέπει να νοιάζεται και τόσο πολύ για το αν το net worth του είναι στα 1,2 δισ. ή στα 750 εκατομμύρια δολάρια.

Μεγαλώνοντας στην κομμουνιστική Πολωνία, ο Kiciński ανακάλυψε την αγάπη του για τους υπολογιστές σε πολύ μικρή ηλικία. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, το παιδικό μυαλό του είδε τον υπολογιστή ενός θείου του και οραματίστηκε τις ατελείωτες δυνατότητες που αυτά τα μηχανήματα θα μπορούσαν να προσφέρουν. Για μία φορά, η παιδική φαντασία ήταν απόλυτα ρεαλιστική. Για τονKiciński, ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά και από τότε έκανε τα πάντα για να αγοράσει τον δικό του υπολογιστή. Προσπάθησε να βρει χρήματα από παντού, από την ανακύκλωση, από την εκκλησία, ακόμη και από τη γιαγιά του. Και στα 13 του, επιτέλους, τα κατάφερε. Λάτρευε να παίζει παιχνίδια στο νέο του μηχάνημα, όμως γρήγορα κατάλαβε πως του ήταν εξίσου ευχάριστο να τα πουλάει. Το μακρινό 1988, δεν υπήρχαν νόμοι πνευματικών δικαιωμάτων στην Πολωνία, υπήρχε, όμως, υψηλή ζήτηση για παιχνίδια. Έτσι, κάθε σαββατοκύριακο, ο Kiciński πουλούσε παιχνίδια στον δικό του πάγκο και, σύμφωνα με τον ίδιο, έβγαζε σε δύο ημέρες όσα χρήματα έβγαζαν οι γονείς του σε έναν ολόκληρο μήνα. Την ίδια χρονιά, γνώρισε τον Marcin Iwinski, έναν συμμαθητή του που επίσης ενδιαφερόταν πολύ περισσότερο για τα παιχνίδια και λιγότερο για τις ακαδημαϊκές επιδώσεις του. Όταν οι δύο νέοι έκλεισαν τα 20, ο κόσμος γύρω τους είχε αλλάξει: Είχαν τελειώσει το σχολείο, η Πολωνία δεν ήταν πλέον κομμουνιστική και η διακίνηση των παιχνιδιών χωρίς την άδεια του κατασκευαστή ήταν παράνομη. Επίσης, το 1994, η ποιότητα στα γραφικά των ηλεκτρονικών παιχνιδιών είχε αυξηθεί δραστικά.

Έτσι, οι δύο παιδικοί φίλοι αποφάσισαν να ιδρύσουν μία εταιρεία. Η CD Projekt δεν είχε πολλά περιουσιακά στοιχεία, μα οι δύο ιδιοκτήτες της αγαπούσαν αυτό που έκαναν και κατάφεραν να χτίσουν σχέσεις με μερικούς εκδότες επιτυχημένων κυκλοφοριών από την Βόρεια Αμερική. Πέντε χρόνια αργότερα, εντόπισαν ένα παιχνίδι ονόματι «Baldur’s gate», το οποίο πίστευαν πως μπορεί να γίνει μεγάλη επιτυχία. Είχαν δίκιο. Η εταιρεία τους ήταν η πρώτη που έβγαζε στην αγορά τις πολωνικές εκδόσεις των παιχνιδιών και με το «Baldur’s gate», έβαλαν 600.000 δολάρια στα ταμεία τους μέσα σε μόλις μία εβδομάδα. Όχι και άσχημα για μία εκκολαπτόμενη εταιρεία. Με αυτά τα χρήματα, οι δύο άνδρες αποφάσισαν πως το επόμενο βήμα ήταν η δημιουργία του δικού τους παιχνιδιού. Δεν είχαν την απαραίτητη τεχνογνωσία ως προγραμματιστές, μα ήξεραν ακριβώς ποια ιστορία ήθελαν να πουν. Η σειρά βιβλίων «The Witcher», του συμπατριώτη τους συγγραφέα Andrzej Sapkowski έμελε να γίνει η βάση για μία από τις πιο αγαπημένες και αναγνωρισμένες σειρές στην ιστορία των βιντεοπαιχνιδιών. Η πρώτη εκδοχή της τριλογίας κυκλοφόρησε το 2007 και πήρε θετικές κριτικές, όμως η επικείμενη οικονομική κρίση παραλίγο να στερήσει από τους gamers τα επόμενα δύο επεισόδια. Όπως λέει και ο ίδιος ο Kiciński, υπήρχε ένα «τεράστιο πρόβλημα ρευστότητας», με αποτέλεσμα η CD Projekt να απολύσει ένα σημαντικό μέρους του προσωπικού της. Η εταιρεία μπήκε ακόμη και στο χρηματιστήριο της Βαρσοβίας, μα για κακή τους τύχη, οι επενδυτές του 2010 δεν εντυπωσιάστηκαν από την τότε παρακμάζουσα εκδότρια παιχνιδιών. Τελικά, οι Kiciński και Iwinski συμφώνησαν να πουλήσουν το 22% των μετοχών τους σε έναν επενδυτή, έναντι 4 εκατομμυρίων δολαρίων, ώστε να ολοκληρωθεί η παραγωγή των επόμενων τίτλων της σειράς The Witcher.

Το «The Witcher 2» κυκλοφόρησε βλέποντας ακόμη μεγαλύτερη ανταπόκριση σε σχέση με τον προκάτοχο του και το «The Witcher 3», που θα πουλούσε 28 εκατομμύρια αντίτυπα, ήταν ήδη στα σκαριά. Αλλά ο Michał Kiciński είχε κουραστεί, γιατί ο σχεδιασμός παιχνιδιών είναι πολύ κουραστική υπόθεση. Στη βιομηχανία των παιχνιδιών είναι πλέον συνηθισμένο το λεγόμενο «crunch», δηλαδή πολλές εβδομάδες κατά τις οποίες οι εργαζόμενοι δουλεύουν συνήθως απλήρωτες υπερωρίες, ώστε το παιχνίδι να κυκλοφορήσει στην ώρα του. O Kiciński θυμάται τον εαυτό του να πάσχει από αϋπνία και να κουράζεται πάρα πολύ εύκολα, πριν από την έξοδό του από την CD Projekt. Αφότου η εταιρεία είχε βρει τον επόμενο στόχο της -το Cyberpunk 2077- ο Cisinski, μετά 18 χρόνια σκληρής δουλειάς, αποχώρησε.

Στα επόμενα χρόνια, οι σχεδιαστές του Cyberpunk 2077 έκαναν εξαιρετική δουλειά δημιουργώντας ντόρο γύρω από το παιχνίδι τους. Με τις προσδοκίες στα ύψη, τον Keanu Reeves στο τρέιλερ και τον κόσμο κλεισμένο στα σπίτια του, η κυκλοφορία του Cyberpunk 2077 είχε εξελιχθεί σε μεγαλειώδες συμβάν στους κύκλους του διαδικτύου. Και όταν, επιτέλους, το πήραν στα χέρια τους, οι καταναλωτές δεν μπορούσαν να πιστέψουν πόσο προβληματικό ήταν. Αντίστοιχα, εκατοντάδες μεσήλικοι επενδυτές πρέπει να απορούσαν για ποιον λόγο η μετοχή τους, που συνεχώς είχε ανοδική πορεία, ξαφνικά έπεσε 40%.

Ο Michał Kiciński παρακολουθεί όλα τα παραπάνω από μία απόσταση ασφαλείας. Βλέπει την εταιρεία που ίδρυσε σαν ένα παιδί του το οποίο αγαπά, μα πλέον είναι ανεξάρτητο και κάνει τις δικές του αποφάσεις. Ο ίδιος ασχολείται πλέον καθημερινά με τον διαλογισμό, μετά ένα ταξίδι του στην Ινδία, όπου ξυπνούσε στις 4 το πρωί και στοχαζόταν για δέκα ώρες. Λέει πως αυτή του η εμπειρία τον έκανε να σκέφτεται διαφορετικά, να βλέπει τον κόσμο με άλλο μάτι. Άρχισε να τρώει λιγότερο κρέας και να δίνει μεγαλύτερη προσοχή στο τι βάζει στον οργανισμό του και έτσι παρατήρησε πως στην πατρίδα του συχνά δυσκολευόταν να βρει φρέσκο, υγιεινό, vegan φαγητό. Έτσι έφτιαξε το δικό του εστιατόριο. Πρόσεξε, επίσης, ότι η συνεχής ενασχόληση με το τηλέφωνό του και γενικότερα με τις οθόνες, τον βάρυνε ψυχολογικά. Οπότε ίδρυσε τη Mudita, μία εταιρεία της οποίας το κύριο προϊόν είναι ένα άκρως μινιμαλιστικό κινητό τηλέφωνο με πλήκτρα και κομψό design. Όμως δεν χρειάζεται να ανησυχεί ιδιαίτερα για την πορεία των επιχειρήσεών του. Έχει ακόμη τις μετοχές του στη CD Projekt, όποτε όταν κάνει διάλλειμα από τον διαλογισμό μπορεί να κοιτά τις τιμές τους. Για να δει αν έχουν ανεβεί και είναι και πάλι δισεκατομμυριούχος.

Διαβάστε περισσότερα

Ασφάλιστρα υγείας: Αυξήσεις προ των πυλών – Τι δείχνουν τα στοιχεία του ΙΟΒΕ

Σούπερ μάρκετ σήμερα: Το ωράριο λειτουργίας – Πότε θα είναι κλειστά (vid)

Lockdown: Πόσα άτομα επιτρέπονται στο αυτοκίνητο την παραμονή Πρωτοχρονιάς