Την πρόβλεψη για λειτουργικά κέρδη 700 εκατ. ευρώ το 2020 επανέλαβε χθες στους 84 αναλυτές που συμμετείχαν στο conference call, ο διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ κ. Γιώργος Στάσσης, εκτιμώντας παράλληλα ελάφρυνση του βάρους που πέφτει στην επιχείρηση από την πανδημία λόγω της μείωσης των τιμών των καυσίμων και των τιμών στην χονδρεμπορική αγορά ρεύματος.

Όπως ανέφερε, στο πλαίσιο της παρουσίασης των ετήσιων οικονομικών αποτελεσμάτων, η επίδραση της κρίσης στα έσοδα της εταιρείας από την πληρωμή των λογαριασμών θα είναι κάτω από 20%, παρά την αρχική εικόνα που μιλούσε για μείωση της εισπραξιμότητας στα επίπεδα του 30%.

Οι επιπτώσεις της πανδημίας παρακολουθούνται καθημερινά καθώς γεννούν μεγάλη αβεβαιότητα για το επόμενο διάστημα σε σχέση με την διάρκεια και την επίδρασή της στη λειτουργία της εταιρείας, την οικονομική της θέση αλλά και την υλοποίηση των επενδυτικών της σχεδίων.

Μια πρώτη αποτίμηση της κατάστασης γίνεται στη ετήσια έκθεση της ΔΕΗ, στην οποία σημειώνεται ότι από τις επανεκτιμήσεις που γίνονται «δεν φαίνεται να προκύπτουν για τον όμιλο και τη μητρική εταιρεία αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις από τα μέχρι τώρα μέτρα για τη μη διάδοση του COVID-19. Αντίθετα, προκύπτει αύξηση της λειτουργικής κερδοφορίας λόγω σημαντικής μείωσης των δαπανών του ενεργειακού ισοζυγίου, που υπερκαλύπτει τη μείωση του κύκλου εργασιών, ενώ παράλληλα αντισταθμίζει και την αρνητική επίπτωση της καθυστέρησης των εισπράξεων από πελάτες».

Ο κ. Στάσσης επανέλαβε χθες ότι η ΔΕΗ δεν θα παρεκκλίνει από τους στρατηγικούς της στόχους που είναι η απολιγνητοποίηση, η στροφή στις ΑΠΕ, η ανανέωση της εμπορικής της πολιτικής και η συνέχιση του μεταρρυθμιστικού της προγράμματος. Στόχος είναι την επόμενη τριετία, η εταιρεία να έχει αναπτύξει ένα χαρτοφυλάκιο έργων ισχύος 650 MW από 160 σήμερα.

Ωστόσο είναι βέβαιο ότι η Επιχείρηση εισέρχεται σε ένα ασταθές οικονομικό περιβάλλον που επιδεινώνεται από την δική της αρνητική θέση σε ότι αφορά τα χρέη πελατών που παραμένουν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα και υπάρχει ο κίνδυνος να αυξηθούν λόγω της πίεσης που θα υποστούν τα νοικοκυριά από την βαθιά ύφεση στην οικονομία και την απασχόληση.
Χθες κατά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων η ΔΕΗ, επισήμανε ότι τα αποτελέσματα του Δ’ τριμήνου του 2019 σηματοδοτούν την αντιστροφή της τάσης και αποτυπώνουν την αλλαγή πορείας στην επιχείρηση.

Είναι ενδεικτικό ότι το μεγαλύτερο μέρος του επαναλαμβανόμενου EBITDA για το σύνολο του έτους (333,6 εκατ. ευρώ) δημιουργήθηκε στο τέταρτο τρίμηνο (236,8 εκατ. ευρώ) ως αποτέλεσμα των μέτρων που ελήφθησαν από τον Αύγουστο του 2019 για τη μείωση του κόστους και τη βελτίωση της ρευστότητας της ΔΕΗ. Το αντίστοιχο EBITDA του Δ’ τριμήνου του 2018 ήταν 44,7 εκατ. ευρώ.

Η λειτουργική κερδοφορία ενισχύθηκε από την επιστροφή 99,3 εκατ. έναντι του πλεονάσματος του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ), από την απομείωση ύψους 243,4 εκατ. της υποχρέωσης για παροχές μετά τη συνταξιοδότηση, καθώς και από την εκκαθάριση Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ) παρελθόντων ετών συνολικού ύψους 122,6 εκατ.

Αξιοσημείωτη είναι η εικόνα που παρουσιάζει ο ισολογισμός της ΔΕΗ σε επίπεδο ζημίας ύψους 1,68 δις, (έναντι 903 εκ. ευρώ το 2018), λόγω της απομείωσης του ενεργητικού των λιγνιτικών μονάδων.

Σύμφωνα με την εταιρεία η αποτίμηση της εύλογης αξίας των παγίων του ομίλου συντελείται κάθε πέντε έτη, με επακόλουθο τα αποτελέσματα προ φόρων να επιβαρυνθούν κατά 2,1 δισ. ευρώ, αντανακλώντας την ζημιογόνο θέση της λιγνιτικής παραγωγής, η οποία όπως σημειώνεται, περιορίζεται λόγω του επιταχυνόμενου πλάνου απολιγνιτοποίησης, χωρίς να έχει ταμειακή διάσταση. Αντίθετα, η διατήρηση των ζημιογόνων λιγνιτικών μονάδων επιβαρύνει ταμειακά τη ΔΕΗ με 200-300 εκατ. ετησίως.

Για το 2020, αναμένεται θετική επίπτωση από την εξοικονόμηση κόστους λόγω της χαμηλότερης τιμής φυσικού αερίου, δικαιωμάτων εκπομπών CO2 και της Οριακής Τιμής Συστήματος ωστόσο δεν πρέπει να υποεκτιμηθούν οι επιπτώσεις στα έσοδα λόγω μείωσης του μεριδίου της καθώς και η ανάγκη χρηματοδότησης της εταιρείας καθώς το οικονομικό περιβάλλον περιορίζει τις πηγές άντλησης ρευστότητας.