Τον τίτλο του πρώτου «μονόκερου» στην χώρα χάρισε στην Viva Wallet ο ελληνικής καταγωγής CEO της JP Morgan, Τζέιμι Ντάιμον, εξαγοράζοντας το 48,5% της fintech έναντι τιμήματος περί το ένα δισ. ευρώ, γεγονός που ανέβασε την αποτίμησή της στα περίπου δύο δισ. ευρώ.

«Η τάση για το fintech είναι πάρα πολύ θετική, πέφτουν, δηλαδή, πάρα πολλά χρήματα στον χώρο κι αυτό γιατί καθίσταται σαφές πως μία τέτοια εταιρεία μπορεί εύκολα να διεκδικήσει κομμάτι από την τραπεζική πίτα και να παρουσιάσει εναλλακτικές λύσεις. Υπολογίζεται ότι ένα 20% με 25% των χρημάτων των venture capital κατευθύνεται στον συγκεκριμένο τομέα», σχολιάζουν στο newmoney πηγές της αγοράς και συνεχίζουν: «Η αξία των fintechs μετράται με κάποια κριτήρια που ξεφεύγουν από τις συνηθισμένες λογικές και η Viva ήταν σε θέση να βάλει στο τραπέζι μία τέτοια αποτίμηση – στην αρχή ήταν μεγαλύτερη – την οποία και πήρε». Αξίζει να αναφερθεί πως από το ποσό του τιμήματος στη Viva Wallet θα εισρεύσουν περί τα 160 εκατ. ευρώ, ενώ 70 εκατ. ευρώ θα χρησιμοποιηθούν για την εξόφληση ομολογιακού δανείου και τα υπόλοιπα για την αποπληρωμή των τριών funds για το 48,5% των μετοχών.

Σύμφωνα με τις παραπάνω πηγές, η εταιρεία, συμφερόντων του Χάρη Καρώνη, έχει δύο θετικά χαρακτηριστικά: δική της καινούργια τεχνολογία και, μάλιστα, πολύ πιο ευέλικτη και σίγουρα σε καλύτερο επίπεδο από αυτή που γνωρίζουν οι τράπεζες και, επίσης, τεράστιο δίκτυο στην Ευρώπη. Το πελατολόγιό της δε, αποτελείται από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τις οποίες σε πρώτη φάση εξυπηρετεί σε επίπεδο payments. «Το γεγονός ότι έχει τραπεζική άδεια, πάντως, σημαίνει ότι μπορεί να τους πουλήσει όλα τα προϊόντα που ενδεχομένως να χρειάζονται. Η JP Morgan, λοιπόν, που είναι παρούσα στην Ευρώπη μόνο στο κομμάτι του e-commerce έψαχνε να ενισχύσει το portfolio της και με άλλες υπηρεσίες. Έτσι, πριν από περίπου ένα χρόνο εισήλθε στη βρετανική αγορά, συστήνοντας την Chase online, μία digital τράπεζα, η οποία απευθύνεται σε καταναλωτές, αγόρασε την Nutmeg, μία fintech, επίσης, στην Αγγλία που ασχολείται με digital investments και τώρα την Viva, με σκοπό να καλύψει το κομμάτι των επιχειρήσεων», προσθέτουν χαρακτηριστικά.

Το ερώτημα, όπως αναφέρουν, είναι πώς ένας τερατώδης «δεινόσαυρος», όπως είναι η JP Morgan θα καταφέρει να συνεργαστεί με ένα «φρέσκο» και ευέλικτο fintech, όπως είναι η Viva. «Οι μεγάλες τράπεζες έχουν πολύ διαφορετική κουλτούρα από τις fintechs. Το deal, για παράδειγμα, μεταξύ της γαλλικής BPCE και της γερμανικής Fidor δεν ευοδώθηκε, με την πρώτη να προχωρά σχεδόν μετά από μία διετία στην πώληση της δεύτερης και, μάλιστα, στους ιδρυτές της. Το ίδιο σενάριο έχει επαναληφθεί πολλές φορές στην Ευρώπη, όπου ένας οργανισμός δεν καταφέρνει να τα βρει με μία fintech», τονίζουν, τολμώντας την εκτίμηση πως το πιθανότερο σενάριο για την Viva είναι μόλις η αποτίμησή της φτάσει σε υψηλά επίπεδα, για παράδειγμα, των πέντε δισ. ευρώ, ο ιδρυτής της να πουλήσει το ποσοστό του είτε στους Αμερικανούς είτε σε τρίτους.

Η επέκταση της JP στην Ελλάδα και η «απειλή» προς τις εγχώριες τράπεζες

Την πρόθεση της JP Morgan να επεκτείνει περαιτέρω το γραφείο της στην Ελλάδα εξέφρασε ο Τζέιμι Ντάιμον στον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, σε μία συνάντηση, η οποία είχε προγραμματιστεί αρχικά πριν από την έναρξη της πανδημίας, το 2019.

«Όπως γνωρίζετε, έχουμε σχέδια να επεκταθούμε με την πάροδο του χρόνου, επομένως αυτό μπορεί να αποτελέσει κόμβο τεχνολογίας για την JP Morgan Chase σε όλο τον κόσμο», ανέφερε χαρακτηριστικά, με τον πρωθυπουργό να σχολιάζει πως η JP παρέχει περισσότερη χρηματοδότηση σε ελληνικές επιχειρήσεις, ενώ, ταυτόχρονα, έχει στρέψει το βλέμμα της στην χώρα για πιθανές επενδύσεις στον τομέα Έρευνας και Ανάπτυξης (R&D).

Αξίζει να αναφερθεί πως ήδη από το καλοκαίρι η αμερικανική τράπεζα έχει γραφείο στην Ελλάδα, γεγονός που καταδεικνύει την εμπιστοσύνη της στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, λόγω και των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης που θα αποτελέσουν αναπτυξιακό καταλύτη.

Όσον αφορά στην εξαγορά και το ενδεχόμενο αυτή να αποτελέσει «απειλή» για τις εγχώριες τράπεζες, παράγοντες της αγοράς υπογραμμίζουν στο newmoney πως η Viva έχει μία παρουσία που είναι πολύ πιο ισχυρή εκτός Ελλάδος (τα έσοδά της στην χώρα μας ήταν περίπου το 10% του συνόλου), ενώ το μερίδιό της στην εκκαθάριση συναλλαγών με κάρτες είναι πάρα πολύ μικρό. «Άρα, δύσκολα θα… απειλήσει με οποιονδήποτε τρόπο τους εγχώριους Ομίλους», συμπληρώνουν. Δεν λείπουν, ωστόσο και εκείνοι που ισχυρίζονται πως οι τέσσερις συστημικές τράπεζες αποκτούν έναν ισχυρότερο ανταγωνιστή, με την στήριξη της JP, γεγονός που θα τις αναγκάσει να επιταχύνουν τα πλάνα ψηφιοποίησης και εκσυγχρονισμού των συστημάτων πληρωμών τους. Σε κάθε περίπτωση, αυτό μένει να φανεί.

«Περήφανος για την ελληνική καταγωγή μου»

«Είμαι πολύ περήφανος που είμαι Έλληνας και πάντα σκέφτομαι ότι εάν οι παππούδες μου ήταν εδώ, τρεις από τους οποίους μετανάστευσαν από τη χώρα σε δύσκολες εποχές, θα εκπλήσσονταν σήμερα για δύο λόγους: ο ένας είναι ότι βρίσκομαι με τον πρωθυπουργό και ο δεύτερος, ότι είμαι ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της JP Morgan Chase. Άρα, αυτό με κάνει περήφανο για πολλούς και διαφορετικούς λόγους». Αυτό τόνισε ο Τζέιμι Ντάιμον που έχει πολλάκις αναφερθεί στις δυσκολίες που αντιμετώπισε η οικογένειά του τα πρώτα χρόνια στο εξωτερικό.

«Οι παππούδες μου ήρθαν πάμπτωχοι από την Ελλάδα», είχε παραδεχτεί σε παλαιότερη συνέντευξή του, αποκαλύπτοντας πως ο παππούς του από την πλευρά του πατέρα του – ο Πάνος Παπαδημητρίου – εργαζόταν στην αρχή ως οδηγός λεωφορείου, για να πιάσει μετέπειτα δουλειά στην Atlantic Bank της Νέας Υόρκης (η οποία ήταν θυγατρική της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος). Στη συνέχεια έπιασε δουλειά ως χρηματιστής στην Shearson Hammill, από όπου ξεκίνησε την καριέρα του και ο πατέρα του, Θεόδωρος.

Το 2004 και αφού τακτοποίησε τα οικονομικά ανοίγματα της Bank One, το «τιμόνι» της οποίας ανέλαβε μετά την απόλυσή του από την Citigroup, κατάφερε να την πουλήσει στην JP Morgan Chase. Στη συνέχεια, έγινε ο CEO της. Επί των ημερών του η JP έδωσε στους επενδυτές αποδόσεις που ξεπερνούν με ευκολία εκείνες όλων των ανταγωνιστών της. Οι μέτοχοι πενταπλασίασαν τα χρήματά τους, ενώ ο ίδιος έφτασε να κερδίζει περίπου 30 εκατ. δολάρια τον χρόνο.

Διαβάστε ακόμη:

Μάριο Ρίζος (Aurarius Investment): Μεγάλη επένδυση στην υδροπονική παραγωγή στη Μαγνησία

Οι παππούδες του Ντίμον της JP Morgan, οι αντένες της BC Partners και το Πεντελικόν με τη Hilton

Κλείνουν μέσα στον επόμενο μήνα οι εκκρεμότητες με τα «κουρεμένα» ενοίκια