Ο κ. Στέλιος Παπαδόπουλος είναι από τους πλέον επιδραστικούς ανθρώπους σε έναν δυναμικό, αναπτυσσόμενο κλάδο που υπόσχεται λύσεις σε δύσκολες ασθένειες οι οποίες ταλαιπωρούν την ανθρωπότητα. Ενα «υβρίδιο» επιστήμονα, μάνατζερ και επενδυτικού τραπεζίτη από τους πρώτους του είδους, του ανθρώπου που θα «ενώσει» την έρευνα και την καινοτομία με την τεχνολογία και την αγορά και θα αποτελέσει μέντορα μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων, επιστημόνων που σήμερα μετασχηματίζουν τον χώρο του φαρμάκου.

Γι’ αυτό εξάλλου και ο χαρακτηρισμός «πατριάρχης της βιοτεχνολογίας» που τον συνοδεύει στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Απόδειξη της επιδραστικότητας του ανθρώπου που από τις γειτονιές του Χαριλάου στη Θεσσαλονίκη, όπου μεγάλωσε, ξεκίνησε για σπουδές και τελικά ρίζωσε στις ΗΠΑ ακολουθώντας μία καριέρα που ήδη έχει αφήσει ένα μεγάλο αποτύπωμα σε έναν δυναμικά αναπτυσσόμενο κλάδο, τα θεμέλια του οποίου έθεσαν άνθρωποι όπως ο κ. Παπαδόπουλος.

Και όταν η χώρα τον χρειάστηκε, ξεκινώντας από την περίοδο της πανδημίας, ο ίδιος, πάντα πρόθυμος, ήταν εκεί για να βοηθήσει με κάθε δυνατό τρόπο. Κάπως έτσι φθάσαμε και στη συγκρότηση μιας ομάδας διεθνώς αναγνωρισμένων επιστημόνων και επιχειρηματιών του χώρου της βιοτεχνολογίας, της οποίας τέθηκε επικεφαλής, για να βοηθήσουν με συγκεκριμένες προτάσεις ώστε η χώρα να καταφέρει να αναπτύξει ένα καινοτόμο οικοσύστημα βιοτεχνολογίας. Ενα πλαίσιο προτάσεων που ήδη έχουν κατατεθεί στον πρωθυπουργό.

Η συζήτησή μας είναι εφ’ όλης της ύλης και γίνεται μέσω τηλεδιάσκεψης σε ένα ραντεβού που μοιράζει τη διαφορά ώρας. Αφορμή γι’ αυτή είναι η συμμετοχή του κ. Παπαδόπουλου στις φετινές εργασίες του 8ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών που είναι προγραμματισμένο να πραγματοποιηθεί 26 με 29 Απριλίου.

Γίνεται υπό το βάρος της εθνικής τραγωδίας στα Τέμπη, η οποία δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστο και τον κ. Παπαδόπουλο, καθώς και στον απόηχο δύο σημαντικών εξελίξεων που αφορούν τον ίδιο και την εταιρεία της οποίας ηγείται τα τελευταία χρόνια, της Biogen. Η πρώτη είναι η επιτυχία αδειοδότησης του πρώτου, εδώ και είκοσι ολόκληρα χρόνια, σκευάσματος για το Αλτσχάιμερ, που δημιουργεί υποσχέσεις για την αντιμετώπιση της σοβαρής ασθένειας, και η δεύτερη σχετίζεται με την αποχώρηση του 75χρονου κ. Παπαδόπουλου από το τιμόνι της εταιρείας τον προσεχή Ιούνιο.

Κάπου εκεί όμως χωράει η Θεσσαλονίκη και η Χαλκιδική, όπου έρχεται συχνά ο ίδιος, τα παιδικά χρόνια, η πορεία, αλλά και οι μεγάλες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει πλέον η βιοτεχνολογία.

«Γενικά να ξέρετε ότι προσπαθώ να αποφεύγω τη δημοσιότητα. Ο μόνος λόγος που έχω δεχθεί και έχω κάνει κάποιες συνεντεύξεις είναι γιατί χαίρεται η μανούλα μου που είναι στην Ελλάδα», σπεύδει να πει. «Μαζεύονται οι θείες και γίνεται πανηγύρι», προσθέτει χαμογελώντας. Ο ίδιος κρατά ισχυρούς δεσμούς με τη Θεσσαλονίκη, όπου επιστρέφει, όπως λέει, 4-5 φορές τον χρόνο «Είναι η ψυχή μου, είναι μέσα μου η Θεσσαλονίκη», λέει. Δεσμοί τους οποίους, όπως λέει, έχει καταφέρει να περάσει και στα τρία παιδιά του. «Φανταστείτε, ο γιος μου παντρεύτηκε στο σπίτι που έχουμε στη Χαλκιδική, το περασμένο καλοκαίρι. Ηταν μάλιστα κάτι που ζήτησε η νύφη μου. Και τους έφερα και ένα ποντιακό συγκρότημα να χορέψει για έκπληξη, τρελάθηκαν…».

Το ενδεχόμενο μόνιμης επιστροφής έπειτα από τόσες δεκαετίες όμως δεν φαίνεται καν σαν πιθανότητα… «Σκέφτομαι ότι ποτέ δεν θα επιστρέψω. Και ο λόγος είναι απλός. Ποτέ δεν θα σταματήσω να εργάζομαι στον χώρο μου. Και για να μπορώ να κάνω αυτό που κάνω, δεν μπορώ να είμαι στην Ελλάδα. Χρειάζεται να είμαι στην “καρδιά”, εκεί που λαμβάνονται οι μεγάλες αποφάσεις, εκεί που γίνονται οι μεγάλες εξελίξεις».

Κοινώς, δεν υπάρχει περίπτωση συνταξιοδότησης. «Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Μπορεί να υπάρχει αλλαγή κατεύθυνσης και ενδιαφέροντος, όχι όμως στο να καθήσω. Κοιτάξτε, κινούμαι σε έναν χώρο που συνδυάζει βασική βιολογία, ιατρική, οικονομικές σχέσεις, χρηματοδότηση, την καθημερινή λειτουργία των εταιρειών, το εμπορικό κομμάτι… Ολα αυτά! Και μάλιστα πολλές φορές ένα πρότζεκτ μπορεί να θέλει 15-20 χρόνια για να φέρεις ένα φάρμακο στην αγορά, να λύσεις ένα πρόβλημα. Αυτό όμως από μόνο του είναι καταπληκτικό. Να μπορείς να λύνεις μεγάλα προβλήματα. Το ότι είμαι στον χώρο αυτό σε μία κεντρική θέση είναι προνόμιο, κάθε μία νέα ιδέα σε αναζωογονεί! Μερικοί έχουν μεγάλο ενδιαφέρον να παίζουν γκολφ ή να γυρίσουν τον κόσμο με ένα γιοτ. Εγώ όχι…

Δυστυχώς, έφθασα και στο τέλος της ποδοσφαιρικής μου καριέρας μετά από μία επέμβαση που έκανα στο γόνατο πριν από κάτι μήνες… οπότε δεν θα μπορούσα να στραφώ εκεί», λέει και γελά εξηγώντας ότι ως το περασμένο καλοκαίρι έπαιζε σταθερά με μία ομάδα βετεράνων. Μία αγάπη που επίσης τον ακολουθεί από τη Θεσσαλονίκη.

Η βιοτεχνολογία, όπως λέει, αποτελεί σήμερα την αιχμή της παραδοσιακής φαρμακοβιομηχανίας στο να πρωτοπορήσει και να καινοτομήσει προσφέροντας λύσεις σε σοβαρές ασθένειες. Και αυτό εκτιμά ότι θα συνεχίσει να το κάνει και στο μέλλον. «Η καινοτομία δεν σταματά. Και αν είμαστε κάπου σήμερα, που είναι πολύ πιο προχωρημένο απ’ ό,τι πριν από 30-40 χρόνια, θα είμαστε εξίσου προχωρημένοι σε 20-30 χρόνια σε σχέση με σήμερα. Συνεχίζουμε την ανοδική πορεία. Το ίδιο θα συνεχίζονται και οι εκπλήξεις, οι βελτιώσεις.

Πριν από 30 χρόνια πολλές μορφές καρκίνου αποτελούσαν θανατική καταδίκη! Και υπάρχουν ακόμη μερικοί, όμως πολλούς άλλους έχουμε καταφέρει να τους καταπιέσουμε, να τους περιορίσουμε με πολλούς τρόπους. Θα σας πω ένα παράδειγμα που βίωσα στη δική μου καριέρα. Οταν άρχισε η επιδημία του AIDS είχαν πανικοβληθεί όλοι. Και τώρα το AIDS είναι μία χρόνια κατάσταση. Αν το έχεις, ελέγχεται εύκολα με ένα χαπάκι την ημέρα ή την εβδομάδα Και όλα αυτά έγιναν μέσα σε ένα σχετικά μακρό χρονικό διάστημα, όμως έγιναν!

Και το τελευταίο, το θαύμα του COVID-19, του πόσο γρήγορα φέραμε στην αγορά εμβόλια, είναι ανεπανάληπτο. Οπότε το βασικό μήνυμα είναι πως αυτή η πορεία, η καινοτομία, οι νέες λύσεις, οι βελτιώσεις στο θέμα της υγείας μέσω νέων φαρμάκων θα συνεχιστεί. Λίγο παραπάνω, λίγο παρακάτω, κανείς δεν ξέρει φυσικά. Αλλά δεν βλέπω τον λόγο να σταματήσει αυτό…».

Εξάλλου, όπως λέει, υπάρχουν και πολλοί παράγοντες που σήμερα καθιστούν τη βιοτεχνολογία πρωταγωνιστή των ανακαλύψεων. «Σε κάθε επιστημονικό χώρο υπάρχουν στιγμές που κάποιες ανακαλύψεις σε φέρνουν σε άλλο επίπεδο. Τη δεκαετία του ’70 είχαν γίνει σημαντικές ανακαλύψεις στον χώρο της βιολογίας που μας έδωσαν πιθανότητα για καινούριες ιδέες, καινούριες λύσεις. Κάποια στιγμή το 2000, όταν συμπληρώθηκε η “αλληλουχία του γονιδιώματος”, η όλη του ανάλυση, αυτό έδωσε πάλι νέες ιδέες. Το πιο σημαντικό όμως απ’ όλα αυτά είναι ότι ταυτόχρονα με την επιστημονική πρόοδο δημιουργήθηκε ένας τεράστιος χώρος όπου οι επιστημονικές ιδέες έρχονται αντικριστά με το κεφάλαιο και τις επενδύσεις ώστε να βρουν πρακτικές εφαρμογές για τη νέα επιστήμη.

Δεν υπάρχει πια σοβαρός επιστήμονας στην Αμερική και την Ευρώπη -και στην Ελλάδα προσπαθούν, όμως είναι άλλο επίπεδο εκεί- που όταν κάνει κάποιο πείραμα, κάποιο πρότζεκτ στο εργαστήριό του, δεν σκέφτεται “τι μπορώ να βγάλω από αυτό ως συμπέρασμα και πώς μπορούν αυτές τις γνώσεις και τα συμπεράσματα να μεταφραστούν σε φάρμακα”. Οπότε όλοι το σκέφτονται συνέχεια. Κι αυτό ξαφνικά προωθεί τον χώρο. Επίσης, σε σύγκριση με 30 χρόνια πριν, τα κεφάλαια είναι σαφώς πολλαπλάσια και οι ικανοί άνθρωποι, όλων των ειδικοτήτων, επιστήμονες, στελέχη, επαγγελματίες, είναι πολύ περισσότεροι και με πείρα. Ολοι αυτοί λοιπόν αναζητούν λύσεις για ασθένειες που ακόμα δεν έχουν αντιμετωπιστεί», σημειώνει.

Ειδικά γι’ αυτές που φαίνεται ότι επεκτείνονται με γοργό ρυθμό, όπως π.χ. το Αλτσχάιμερ. «Το ενδιαφέρον σε κάθε ασθένεια είναι συνάρτηση του πόσο μεγάλη είναι η εμπορική ευκαιρία και πόσο δύσκολο το πρόβλημα, πόσο χρόνο και χρήμα θα χρειαστείς, για να βρεις λύση. Γιατί στον δικό μας χώρο, σε αντίθεση με την υψηλή τεχνολογία, δεν έχουμε ξαφνικά ωραίες ιδέες! Στον χώρο μας όλοι ξέρουμε τα προβλήματα, δεν υπάρχει η φιλοσοφία να πεις “Αλτσχάιμερ, μεγάλη ευκαιρία”. Εκατομμύρια ανά τον κόσμο υποφέρουν. Το θέμα είναι οι νέες ιδέες για να λύσεις το πρόβλημα και η επιστημονική λύση που πρέπει να αναζητήσεις. Και μιλάμε για μία ασθένεια που σαφώς αποτελεί εμπορική ευκαιρία, ταυτόχρονα όμως είναι και ένα κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα τεράστιο. Υπάρχουν όμως και άλλα φάρμακα λιγότερο ελκυστικά για τη βιομηχανία, που πλέον προσφέρουν λύσεις. Παράδειγμα η παχυσαρκία. Υπάρχουν 2-3 νέα σκευάσματα που φαίνεται να είναι αποτελεσματικά. Κάτι που γίνεται για πρώτη φορά. Θέλω να πω ότι όλα εξελίσσονται και για όλα δημιουργούνται απαντήσεις. Κοιτάξτε τι έγινε στον χώρο της χοληστερίνης. Μια μέρα ξαφνικά πριν από 30-40 χρόνια άρχισαν τα φάρμακα για τη ρύθμισή της. Αυτό έχει αλλάξει τα πάντα…».

«Με αυτή την παραδοχή η βιοτεχνολογία μπορεί να δώσει απαντήσεις στις προκλήσεις όλων των μεγάλων ασθενειών;» τον ρωτάμε. «Θεωρητικά, ναι. Στο τέλος, όμως, εκείνο που αποτελεί μέγιστο πρόβλημα είναι η τυπική φθορά ενός οργανισμού. Πάρτε για παράδειγμα τα αεροπλάνα. Κάθε αεροπλάνο που έχει πετάξει 20 χρόνια, σήμερα ίσως να μην έχει ούτε ένα ανταλλακτικό που να είναι το ίδιο όπως όταν βγήκε από το εργοστάσιο, όμως το αλλάζεις, το συντηρείς κ.λπ. Από κάποια στιγμή και μετά όμως υπάρχει αυτό που λένε “κούραση του μετάλλου”, ότι μπορεί ξαφνικά εκείνο το κέλυφος να σπάσει γιατί έχει κάνει 50.000 ώρες στον αέρα. Αυτό λοιπόν που δεν ξέρουμε είναι ποιο είναι το άνω όριο του οργανισμού. Είναι 100 έτη; 120; 150; Αυτό δεν ξέρουμε κατά πόσο μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε…».

Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που πάντα θα επηρεάζουν την ανθρώπινη εξέλιξη και υγεία. «Για παράδειγμα, το περιβάλλον», λέει ο κ. Παπαδόπουλος. «Και αυτό προξενεί ασθένειες, δεν είναι μόνο γονιδιακό το θέμα. Επομένως δεν μπορεί κανείς να απαντήσει κάτω από ιδανικές συνθήκες πόσο μπορεί ένας οργανισμός να αντέξει… να δουλεύουν σωστά οι κλειδώσεις, τα γόνατα, τα χέρια, τα μάτια, το νευρικό σύστημα… απ’ όλα αυτά κάποια στιγμή κάτι θα χαλάσει», σημειώνει.

Σε ό,τι αφορά το δύο νέα σκευάσματα για το Αλτσχάιμερ, τα πρώτα από το 2003, τα οποία κατάφερε να αναπτύξει και να αδειοδοτήσει η Biogen σε συνεργασία με την ιαπωνική Eisai Co επιβραδύνοντας σημαντικά τη γνωστική και λειτουργική έκπτωση των ασθενών, ο κ. Παπαδόπουλος κάνει λόγο για «ένα τρομερά σημαντικό βήμα» στην αντιμετώπιση των συνεπειών της ασθένειας. «Δεν τη σταματάνε, αλλά καθυστερούν τη φθίνουσα πορεία, το οποίο όμως και πάλι είναι εξαιρετικά σημαντικό αν αναλογιστεί κανείς τις συνέπειες σε πολλαπλά επίπεδα που έχει αυτή η ασθένεια», τονίζει.

Πώς γίνεται όμως οι περισσότερες πατέντες και οι καινοτομίες να αναπτύσσονται στις ΗΠΑ; «Για δύο λόγους. Κατ’ αρχάς εδώ (σ.σ. στις ΗΠΑ) είναι που βράζει το καζάνι. Εδώ είναι οι ιδέες, τα χρήματα, οι εταιρείες. Επίσης το FDA είναι περισσότερο προοδευτικό. Η Ευρώπη από την άλλη πάντα τηρεί πιο συντηρητική στάση. Επίσης στην Ευρώπη δεν βοηθά το ότι υπάρχει ένα διπλό σύστημα. Ναι μεν μπορεί να πάρεις έγκριση για το φάρμακο, αλλά μετά πρέπει να περιμένεις ακόμα και έναν χρόνο, κάτι που εξαρτάται από την κάθε χώρα, για να πάρεις έγκριση τιμής και να μπορείς να το πουλήσεις. Οπότε ναι μεν έχεις άδεια, αλλά δεν μπορείς να πουλήσεις. Γι’ αυτό, αν προσέξετε, συνήθως υπάρχει μία καθυστέρηση 1-2 ετών στην κυκλοφορία φαρμάκων στην Ευρώπη σε σχέση με τις ΗΠΑ», εξηγεί.

Ευκαιρία

Για την Ελλάδα, σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο, υπάρχει σήμερα η ευκαιρία να προσπαθήσει να οικοδομήσει η ίδια ένα οικοσύστημα γύρω από τη βιοτεχνολογία, όπως εξάλλου αποτυπώθηκε και στο πόρισμα που η ειδική ομάδα παρέδωσε στην κυβέρνηση. Ωστόσο, όπως επισημαίνει, θα πρέπει να ξεκινήσει από τα βασικά.

«Κατ’ αρχάς όλα μπορούν να γίνουν. Με αυτή την έννοια η οικοδόμηση ενός τέτοιου οικοσυστήματος είναι εφικτή. Το θέμα είναι τι απαιτείται για να γίνει κάτι τέτοιο. Και μπορώ να σας πω πως η βάση κάθε καινοτομίας στον χώρο του φαρμάκου είναι μία εξαιρετικά καλή ακαδημαϊκή παρουσία. Ολα αυτά που περιγράφουμε ξεκινούν από την ακαδημαϊκή έρευνα. Η τελευταία δεν πρέπει να καθοδηγείται, γιατί, για να είμαστε ειλικρινείς, εάν ήξερες πού θέλεις να πας, τότε θα πήγαιναν όλοι. Αφήνεις λοιπόν τον ακαδημαϊκό να κάνει πολλές ερωτήσεις. Η πλειονότητά τους δεν οδηγεί σε κάτι. Ξαφνικά όμως βγαίνει μία ιδέα και ακολουθούν άλλες, και κάπως έτσι ξεκινά μία νέα πρωτοβουλία, στήνουν την εταιρεία και αρχίζουν. Για να γίνει κάτι τέτοιο στην Ελλάδα, πρέπει ο ακαδημαϊκός χώρος να εκσυγχρονιστεί. Να υπάρχει αξιοκρατία. Το μοίρασμα των κονδυλίων να γίνει αξιοκρατικά και να μεγεθυνθεί σαν χώρος. Δυστυχώς, η βασική έρευνα στα πανεπιστήμια και τα ινστιτούτα στην Ελλάδα υποφέρει, δεν είναι εφάμιλλη με το εξωτερικό, καμία σχέση με την Αμερική. Κι αυτό αποτελεί τεράστιο πρόβλημα όχι μόνο στην προσέλκυση μυαλών από το εξωτερικό αλλά και στη διατήρηση των Ελλήνων νέων φοιτητών-επιστημόνων.

Φανταστείτε μια απλή αναλογία: ας υποθέσουμε ότι είστε καλός ποδοσφαιριστής και παίζετε στον Ολυμπιακό και έρχεται η Μάντσεστερ Σίτι και σου λέει “έλα εδώ”. Δεν θα πας; Δεν είναι μόνο τα λεφτά. Ολοι που μπαίνουμε σε έναν χώρο για να λύσουμε προβλήματα, θέλουμε να τα λύσουμε με τους καλύτερους, να είμαστε στο πιο εντυπωσιακό κομμάτι του χώρου αυτού. Οπότε πας εκεί που πάνε τα ταλέντα! Δείτε τους Ελληνες επιστήμονες στη διασπορά. Εχουμε εκατοντάδες, χιλιάδες εξαιρετικά καλούς επιστήμονες σε καλές θέσεις. Γιατί δεν είναι στην Ελλάδα; Γιατί δεν μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους στην Ελλάδα.

Μπορεί λοιπόν να γίνει μία αναδιοργάνωση του ελληνικού ακαδημαϊκού χώρου; Γίνεται μια προσπάθεια τώρα, ένας εξαιρετικά καλός μου φίλος και συνεργάτης για πολλά χρόνια, ο Σπύρος Αρταβάνης, είναι πρόεδρος εδώ και δύο χρόνια στο ΕΣΕΤΕΚ και προσπαθούν να βάλουν μία τάξη στον χώρο αυτό. Εάν δεν στηθεί ο χώρος αυτός με τάξη και δεν έρθουν τα κονδύλια και δεν έρθουν ικανοί επιστήμονες από το εξωτερικό, να επιστρέψουν άνθρωποι που έχουν μεταναστεύσει…. να έρθουν και ξένοι, δεν θα μπορέσει να στηθεί κάτι αξιόλογο. Εάν όμως το καταφέρουμε αυτό, που θα πάρει σίγουρα 5 με 10 χρόνια, τότε μετά ίσως έχουμε την πιθανότητα να φανούμε στον χάρτη. Αυτό είναι το μήνυμα της μελέτης που παραδώσαμε και στον πρωθυπουργό. Εάν δεν στηθεί σωστά η βάση, δεν θα γίνει τίποτα ουσιαστικό, όλα θα είναι πασαλείμματα».

Για τον ίδιο εξάλλου το case study της Αμερικής είναι το μείζον. «Κοιτάξτε να δείτε πώς γίνεται. Ας υποθέσουμε ότι ένας εξαιρετικά καλός καθηγητής στο ΜΙΤ έχει μια καλή ιδέα για να στήσει ένα πρότζεκτ. Βγαίνει από το εργαστήριό του, πάει δύο τετράγωνα μακριά στο γραφείο ενός venture capitalist, που τον ξέρει εδώ και καιρό, κουβεντιάζουν και συμφωνούν κάποια στιγμή να στήσουν μια εταιρεία. Παίρνει αυτός δύο-τρία παιδιά από το εργαστήριό του και τα βάζει μέσα, φέρνουν αυτοί ανθρώπους και πάνε άλλη μια γωνία παραπέρα, στήνουν την εταιρεία και γίνεται μια κυκλική επαφή και ανταλλαγή ιδεών… Μέχρι που την κλείνουν δύο χρόνια μετά, αφού έχουν ξοδέψει 100 εκατομμύρια, ή την επεκτείνουν…

Αυτή η ρευστότητα ιδεών και χρημάτων δεν μπορεί να επαναληφθεί εύκολα. Οι ιδέες δεν είναι στατικές, π.χ. κάποιος να ξεκινήσει από τη Βοστόνη με μια καλή ιδέα και να πάει στην Ελλάδα, να στήσει εργαστήριο και να ακολουθήσει την ιδέα αυτή. Χρειάζεται μια διαρκής επαφή και ανταλλαγή ιδεών με έναν χώρο που σκέφτεται αυτό το πράγμα συνέχεια.

Γι’ αυτό υπάρχουν αυτά τα οικοσυστήματα, η Βοστόνη, το Σαν Ντιέγκο, το Σαν Φρανσίσκο. Και η Ν. Υόρκη προσπαθεί να γίνει οικοσύστημα, και ακόμα προσπαθεί. Γι’ αυτό και επιμένω πως θα έχουμε μία ευκαιρία μόνο αν αρχίσουμε από τα βασικά».

Κλείνοντας η κουβέντα δεν μπορεί να μην πάει στα μελλούμενα και κυρίως στον νέο χώρο όπου η βιοτεχνολογία μπορεί να δώσει καταλυτικές λύσεις. «Προσωπικά με ενδιαφέρει ο χώρος της νευρολογίας και νομίζω ότι όλοι συμφωνούμε πως το επόμενο σύνορο για να λυθούν πολλές ασθένειες είναι ο τομέας της νευρολογίας. Νομίζω ότι βρίσκεται στο σημείο όπου ήταν η ογκολογία 30 χρόνια πριν από άποψη επιστημονικής προόδου και μεθόδων. Οπότε θα δούμε πολλά», καταλήγει.

Διαβάστε ακόμη

Mirela Atanasiu (Clean Hydrogen Partnership): Έρχονται δύο Κοιλάδες Υδρογόνου σε Κόρινθο και Κρήτη (pics+χάρτες)

Οι νέοι ιδιοκτήτες της Silicon Valley Bank: Οι δισεκατομμυριούχοι που χτίζουν μια νέα τραπεζική αυτοκρατορία

ΣΥΡΙΖΑ: Ο μπασκετμπολίστας Ν. Παππάς υποψήφιος για τον Δήμο της Αθήνας