Με μια απόφαση-καταπέλτη το Συμβούλιο της Επικρατείας σπάει το άβατο του απόρρητου φορολογικού πληροφοριακού συστήματος ΤΑΧΙS, δίνοντας τη δυνατότητα-δικαίωμα σε κάθε φοροπολίτη να πληροφορείται μέσα σε 15 ημέρες την εικόνα της επισκεψιμότητας στα φορολογικά του δεδομένα.

Ο φορολογούμενος θα μπορεί να έχει πλήρη κατάλογο με τα άτομα, δημόσιες υπηρεσίες κ.λπ. που επισκέφθηκαν τα φορολογικά δεδομένα του και ποια χρονική στιγμή, ενώ η απόφαση υποχρεώνει τη Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (ΓΓΔΕ) του υπουργείου Οικονομικών να ενημερώνει τους πολίτες όταν πρόκειται να μεταβιβάσει προσωπικά δεδομένα τους σε τρίτους, έτσι ώστε να μπορούν να προβάλλουν -αν θέλουν- αντιρρήσεις.

Το Δ’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Μαρία Καραμανώφ και εισηγήτρια την πάρεδρο Ουρανία Νικολαράκου, δικαίωσε προϊσταμένη ΔΟΥ η οποία ζητούσε να πληροφορηθεί ποιοι επισκέφθηκαν και άντλησαν στοιχεία για εκείνη από το TAXIS, καθώς κατηγορήθηκε ποινικά, αλλά τελικά αθωώθηκε.

Η υπόθεση απασχόλησε το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, καθώς ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της ΓΓΔΕ του υπουργείου Οικονομικών απέρριψε αίτημα της προϊσταμένης με το οποίο ζητούσε (για ένα τρίμηνο του 2013) να της χορηγηθούν στοιχεία και πληροφορίες για τα πρόσωπα, υπηρεσίες κ.λπ. που επισκέφθηκαν χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση τα απόρρητα φορολογικά της δεδομένα, τα οποία τηρούνται στο πληροφοριακό σύστημα TAXIS.

Μετά την άρνηση χορήγησης των στοιχείων αυτών από την αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Οικονομικών προσέφυγε στις εισαγγελικές αρχές ζητώντας εισαγγελική παραγγελία προκειμένου να της χορηγηθεί αντίγραφο «του ιστορικού της επισκεψιμότητας της φορολογικής της εικόνας» προκειμένου να εντοπιστεί «ο χρήστης ο οποίος αναρμοδίως και παρανόμως εισήλθε στη φορολογική της μερίδα».

Αντ’ αυτού η απάντηση, μεταξύ άλλων, ανέφερε: «Η υπηρεσία, συμπερασματικά, δεν μπορεί να ικανοποιήσει το αίτημά σας», προσθέτοντας: «Ουδέποτε η υπηρεσία μας έχει χορηγήσει τέτοιου τύπου πληροφορίες σε υπαλλήλους κατόπιν σχετικών τους αιτήσεων».

Αποδέχθηκε πάντως ότι «η υπηρεσία μας ανταποκρίθηκε στο αίτημα Οικονομικών Επιθεωρητών, στους οποίους δόθηκε εντολή έρευνας από την αρμόδια Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων του υπουργείου και οι σχετικές πληροφορίες που προέκυψαν από την τεχνική διερεύνηση του συστήματος παραδόθηκαν -με εμπιστευτική αλληλογραφία- στους επιτετραμμένους Οικονομικούς Επιθεωρητές».

Καταρχάς, οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν ότι τα στοιχεία των φορολογουμένων που «είναι συγκεντρωμένα στα πληροφοριακά συστήματα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του υπουργείου Οικονομικών, όπως είναι το σύστημα TAXIS, συνιστούν προσωπικά δεδομένα, μέρος των οποίων μάλιστα καλύπτεται από το φορολογικό απόρρητο».

Μάλιστα, το ΣτΕ υπογραμμίζει ότι «η φορολογική αρχή, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, υπέχει, κατά τις διατάξεις του ν. 2472/1997 (σ.σ.: νόμος για την προστασία των προσωπικών δεδομένων) την υποχρέωση λήψεως των καταλλήλων μέτρων για τη διασφάλιση του απορρήτου και την προστασία των δεδομένων από περιπτώσεις αθέμιτης πρόσβασης».

Ετσι το ΣτΕ, επικαλούμενο τον νόμο για τα προσωπικά δεδομένα, υπογραμμίζει ότι η συγκεκριμένη υπηρεσία του υπουργείου Οικονομικών (όπως και όλες οι ανάλογες) «οφείλει» να ενημερώνει τους φορολογούμενους ότι έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Επιπρόσθετα, υπάρχει σαφής υποχρέωση η δημόσια υπηρεσία να απαντήσει, χωρίς καθυστέρηση, μέσα σε 15 ημέρες εγγράφως και με τρόπο «εύληπτο και σαφή» δίνοντας, μεταξύ των άλλων, πληροφορίες για:

α) Ολα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν τον φορολογούμενο, καθώς και την προέλευσή τους.
β) Τους σκοπούς της επεξεργασίας των φορολογικών δεδομένων και τους αποδέκτες αυτών.
γ) Την εξέλιξη της επεξεργασίας.
δ) Τη διόρθωση, τη διαγραφή ή τη δέσμευση (κλείδωμα) των δεδομένων.
ε) Την κοινοποίηση των δεδομένων σε τρίτους.

Μάλιστα, οι σύμβουλοι Επικρατείας στο σημείο αυτό επικαλούνται απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σύμφωνα με την οποία η κατοχύρωση του δικαιώματος πρόσβασης στα προσωπικά δεδομένα «κατατείνει στη διασφάλιση της δυνατότητας του ενδιαφερομένου να βεβαιώνεται ότι η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του γίνεται κατά ακριβή και νόμιμο τρόπο και, ειδικότερα, ότι τα προσωπικά δεδομένα που τον αφορούν είναι ακριβή και κοινοποιούνται σε αποδέκτες που έχουν προς τούτο δικαίωμα».

Κατόπιν αυτών, το ΣτΕ υπογραμμίζει ότι η απάντηση του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της ΓΓΔΕ δεν συνιστά νόμιμη αιτιολογία απόρριψης των αιτημάτων της προϊσταμένης της ΔΟΥ και ειδικότερα ότι δεν στηρίζεται σε καμία ισχύουσα νομοθετική διάταξη. Αντίθετα, το αίτημα στηρίζεται στον νόμο για τα προσωπικά δεδομένα και τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας που κατοχυρώνει «το δικαίωμα πρόσβασης στα διοικητικά έγγραφα».

Ιστορικό

Κατόπιν ανώνυμων καταγγελιών σε βάρος της προϊσταμένης της Διευθύνσεως Προσωπικού ΔΟΥ, διατάχθηκε η διενέργεια τόσο ελέγχου ως προς τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασής της («πόθεν έσχες») όσο και προκαταρκτικής εξέτασης προκειμένου να διακριβωθεί τυχόν εκ μέρους της τέλεση αξιόποινων πράξεων κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων της.

Ο διενεργηθείς έλεγχος κατέληξε στην επιβολή της πειθαρχικής ποινής της στέρησης αποδοχών ενός μηνός. Από ποινικής σκοπιάς, η δικογραφία που είχε σχηματιστεί εις βάρος της για τα αδικήματα της παθητικής δωροδοκίας, της παράβασης καθήκοντος και της υποβολής ανακριβούς δήλωσης περιουσιακής κατάστασης τέθηκε τον Απρίλιο του 2014 στο αρχείο με πράξη της Εισαγγελίας Οικονομικού Εγκλήματος.