Το αεράκι που φυσούσε έκανε ακόμα πιο όμορφο εκείνο το απόγευμα του καλοκαιριού πάνω στην θαλαμηγό του Δημήτρη Κοντομηνά, που απολάμβανε στιγμές χαλάρωσης μαζί με τον φίλο του διάσημο ηθοποιό Τομ Χανκς και την σύζυγο του τελευταίου Ρίτα Ουίλσον.

Ζούσε εκείνη την περίοδο τα χρόνια της παντοδυναμίας του στον χώρο του ελληνικού επιχειρείν στο οποίο μεγαλούργησε αυτός ο χαρισματικός επιχειρηματίας που έφυγε σήμερα το πρωί στο θεραπευτήριο «Υγεία» όπου νοσηλευόταν εδώ και μήνες.

Έφυγε έχοντας ζήσει δέκα ζωές όπως έλεγαν άνθρωποι που τον γνώρισαν αυτός ο «βασιλιάς των deals» όπως τον αποκαλούσαν ανταγωνιστές και φίλοι.

Εκείνο το συγκεκριμένο απόγευμα του 2008 περνούσε ξένοιαστες στιγμές μαζί με το ζευγάρι των σταρ του Χόλλιγουντ στην «Quintessa» του, στιγμές που δεν θύμιζαν σε τίποτα τα παιδικά του χρόνια.

Τότε που παιδάκι στην κατοχή, βίωσε τις στερήσεις-μέχρι τα δεκαπέντε του χρόνια η σοκολάτα ήταν ένα όνειρο όπως είχε δηλώσει-και όταν έπαιζε μπάλα στις αλάνες της Ακαδημίας Πλάτωνος όπου μεγάλωνε ανακάλυπτε μαζί με τους φίλους του πίσω από θάμνους… πτώματα εκτελεσμένων.

Η ζωή δεν χαρίστηκε ποτέ στον χαρισματικό τότε πιτσιρικά με την λαϊκή καταγωγή, που δεν ήθελε να γίνει ασφαλιστής, αλλά έχτισε την μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρία την Ελλάδα, έστησε δεκάδες επιχειρήσεις και διέθετε μέχρι πρότινος μια τεράστια περιουσία, η οποία έγινε ακόμα μεγαλύτερη μετά το μυθικό deal για την πώληση του Alpha στον τηλεοπτικό κολοσσό RTL.
Όπως είχε πει άλλωστε πριν από λίγα χρόνια ένας φίλος του «θα χρειαζόταν μια στρατιά λογιστών να κάνει ελέγχους δυο-τρεις μέρες για να μάθουμε με κάποια σχετική ακρίβεια τα λεφτά του Δημήτρη».

Από την Ακαδημία Πλάτωνος στη Βηρυττό

Η περιοχή του Μεταξουργείου λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν μια φτωχογειτονιά με μικρά σπίτια και μεροκαματιάρηδες ανθρώπους που πάλευαν για μια απλά υποφερτή ζωή.

Εκεί ακούστηκε για πρώτη φορά το κλάμα του μικρού Δημήτρη Κοντομηνά στις 3 Ιουνίου του 1939, που έζησε τα πρώτα του χρόνια μέσα στη δίνη ενός πολέμου, τις μαύρες μέρες της κατοχής και τον εμφύλιο που ακολούθησε.
Το κυρίως πιάτο της οικογένειάς του τότε είναι η γλυκοπατάτα και το ψωμί, τα οποία προμηθεύεται με το απαραίτητο δελτίο.

Ο Δημήτρης Κοντομηνάς με την κόρη του Μαρία

Χρόνια αργότερα θα πει σε συνέντευξή του ότι το πάθος του για το καλό φαγητό και την σοκολάτα είναι «αδυναμίες των ανθρώπων που μεγάλωσαν και είχαν στερηθεί ορισμένα πράγματα».

Από τα πρώτα του χρόνια στο σχολείο είναι άριστος μαθητής, κάτι που συνεχίζεται και στην Μέση Εμπορική Σχολή, όμως το όνειρό του είναι να φύγει από την Ελλάδα για να σπουδάσει Οικονομικά στην Αμερική.

Καταφέρνει να πείσει τον πατέρα του να πουλήσει ένα οικόπεδο, για να εξασφαλίσει το πρώτο έτος των σπουδών του στις ΗΠΑ, λέγοντάς του ότι από το δεύτερο έτος και μετά θα κατάφερνε μόνος του να σπουδάζει και να δουλεύει.

Τελικά θα βρεθεί στο Παρίσι της Μέσης Ανατολής, την Βηρυτό, κερδίζοντας μια υποτροφία από την Αμερικάνικη Κυβέρνηση με όλα τα έξοδα πληρωμένα και εκατό δολάρια-τεράστιο ποσό στα τέλη της δεκαετίας του ‘50-το μήνα για τα έξοδά του.

Στα δεκαεννιά του χρόνια ο Δημήτρης Κοντομηνάς θα μείνει πέντε χρόνια σε μια πόλη, πολύ προχωρημένη για την εποχή της και γεμάτη από γοητευτικές αντιθέσεις.

Όπως θυμάται «είχε τα ωραιότερα καμπαρέ και σόου. Τα ζούσαμε αυτά σαν φοιτητές, όσο μπορούσαμε βέβαια με το περιορισμένο εισόδημά μας. Μπορούσε να πας –μια φορά στις δεκαπέντε-σε κάποιο καμπαρέ να πιεις ένα ποτό στο πόδι, να κάτσεις στο μπαρ και να βλέπεις τι γίνεται».

Από μια μετάφραση στα συμβόλαια μια ασφαλιστικής εταιρίας, ο νεαρός τελειόφοιτος των οικονομικών θα ξεκινήσει μια πορεία που θα τον οδηγήσει στο χτίσιμο μιας οικονομικής αυτοκρατορίας.

Διαβάστε περισσότερα στο protothema.gr