του Κωστή Πλάντζου

Κατατέθηκε στη Βουλή για να ψηφιστεί την Παρασκευή η τροπολογία με την οποία ακυρώνεται η μείωση του αφορολόγητου ορίου από 1.1.2020, η οποία είχε ψηφιστεί με το άρθρο 10 του ν.4172 το 2017.

Ταυτόχρονα ακυρώνονται και τα προψηφισμένα «θετικά μέτρα» που προβλέπονταν των άρθρων 11, 12 και 13 του ιδίου νόμου.

Σύμφωνα με την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που συνοδεύει την τροπολογία, καταργούνται και δεν θα ισχύσουν από 1.1.2020:

– η μείωση του αφορολόγητου ορίου εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις

– η μείωση του συνολικού ποσού του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) κατά 30%

– η μείωση σε 20% αντί 22% του φορολογικού συντελεστή για τα εισοδήματα μέχρι 20.000 ευρώ, από μισθούς και συντάξεις

– η πλήρης απαλλαγή από ειδική εισφορά αλληλεγγύης στα εισοδήματα έως 30.000 ευρώ.

Από τις προτεινόμενες διατάξεις παράγονται τα ακόλουθα οικονομικά αποτελέσματα, για τον Κρατικό Προϋπολογισμό:

1. Ετήσια απώλεια εσόδων 1,920 δισ. ευρώ για το 2020 περίπου και 2,058 δισ. ευρώ για το έτος 2021

2. Αύξηση εσόδων 209 εκατ. ευρώ για το έτος 2020 και εφεξής από την κατάργηση της μείωσης φόρου κατά 30% στο συνολικό ποσό του ΕΝ.Φ.Ι.Α., όταν αυτός δεν υπερβαίνει το ποσό των 700 ευρώ.

3. Αύξηση κρατικών εσόδων 877 εκατ. ευρώ για το 2020 και 997 εκατ. ευρώ από το έτος 2021 και εφεξής, από την διατήρηση του φορολογικού συντελεστή 22% που επιβάλλεται σήμερα στο εισόδημα από 0-20.000 ευρώ.

4. Αύξηση κρατικών εσόδων 368 εκατ. ευρώ για το έτος 2020 και 613 εκατ. ευρώ για το έτος 2021 από την κατάργηση της αναπροσαρμογής στον υπολογισμό της εισφοράς αλληλεγγύης.

Από τους υπολογισμούς αυτούς πάντως, φαίνεται ότι το Κράτος χάνει 1,92 δισ. αλλά κερδίζει 1,45 δισ. ευρώ. Δηλαδή χάνει 467 εκατ. ευρώ το 2020.

Ισοπέδωσαν την αξιοπιστία

Το μέτρο της διατήρησης του αφορολογήτου με ταυτόχρονη κατάργηση άλλων φοροελαφρύνσεων, επιφέρει νέο πλήγμα στην αξιοπιστία της κυβέρνησης, όχι μόνον στο εσωτερικό επειδή «άλλα λέει και άλλα κάνει», αλλά και στο εξωτερικό.

Οι χθεσινές αιχμηρές δηλώσεις κατά των παροχών Τσίπρα, ακόμα από τους πιο φιλικούς προς την κυβέρνηση Ευρωπαίους αξιωματούχους, όπως τον αντιπρόεδρο της Κομισιόν Βλάντις Ντομπρόβσκις και τον Επίτροπο Πιέρ Μοσκοβισί (που δεν έχαναν ευκαιρία εδώ και δύο χρόνια για να επισκέπονται την Αθήνα και στήριξαν την κυβέρνηση σε μέτρα όπως η αποφυγή της αύξησης του ΦΠΑ στα 5 νησιά του Αιγαίου ή της ματαίωσης της περικοπής των συντάξεων) συνεπάγονται και άλλο ένα πλήγμα για την κυβέρνηση: διαλύουν την «απειλή» του Πρωθυπουργού που προειδοποιούσε πριν ένα μήνα από το Ζάππειο πως μπορεί «ο βαθιά ανθέλληνας Βέμπερ και ο “φίλος” του στην Ελλάδα Κυριάκος Μητσοτάκης» να ακυρώσουν μετά τις εκλογές τα μέτρα που εξήγγειλε όπως την 13η σύνταξη και όλες τις άλλες παροχές.

Αντίθετα αποδεικνύουν ότι και πριν τις εκλογές, ακόμα και οι «φιλικά διακείμενοι» για την κυβέρνηση και τη χώρα Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, διαπιστώνουν τον κίνδυνο δημοσιονομικού εκτροχιασμού και προειδοποιούν την Αθήνα να βάλει φρένο στις άκρατες παροχές.

Για να διαλύσει όμως τις ανησυχίες (στο εσωτερικό της χώρας) ότι μπορεί να βρεθεί ξανά το Κράτος με άδεια ταμεία και να μη μπορεί να δανειστεί από τις αγορές, κύκλοι του υπουργείου Οικονομικών ανέφεραν χθες βράδυ ότι κάνουν λάθος στους υπολογισμούς τους οι θεσμοί, ενώ αντιθέτως το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους έχει κοστολογήσει σωστά τα μέτρα και δεν υπάρχει περίπτωση να μην επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%.

Το ίδιο επιχείρημα θα χρησιμοποιήσει ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών κύριος Τσακαλώτος στις 13 Ιουνίου στο Eurogroup, όταν θα βρεθεί για τελευταία φορά αντιμέτωπος με τους Ευρωπαίους ομολόγους του πριν τις εκλογές –ή και για πάντα ενδεχομένως όμως. Τότε θα φανεί και αν πίσω από τις -συγκρατημένες ενόψει εκλογών στη χώρα μας- επίσημες δηλώσεις των Ευρωπαίων αξιωματούχων, βρουν ευήκοα ώτα μεταξύ των κυβερνήσεων της ευρωζώνης οι ελληνικές θέσεις και απόψεις.

Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να πειστεί το Eurogroup ότι από τις 120 δόσεις το ελληνικό Δημόσιο θα κερδίζει 300 εκατ. ευρώ και δεν θα χάσει 1,1-1,2 δισ. ευρώ φέτος και ακόμα περισσότερα το 2020, όπως εκτιμούν στην Έκθεση Αξιολόγησης οι τεχνοκράτες των θεσμών. Και επιπλέον, ότι το πρωτογενές πλεόνασμα πριν διανεμηθεί σε παροχές θα ήταν φέτος 4,1% του ΑΕΠ όπως επιμένει ακόμα η Αθήνα και όχι μόλις 3,6% που εκτιμούν οι ξένοι παρατηρητές. Αν αυτό συμβεί, τότε η χώρα μπορεί ενδεχομένως και να γλιτώσει πιέσεις για πρόσθετα μέτρα λιτότητας ή και επαναφορά συμφωνημένων μέτρων που θα έχουν ως τότε ακυρωθεί, προκειμένου να κλείσει το χάσμα στις εκτιμήσεις μεταξύ Αθήνας και Βρυξελλών.