Η παραδοσιακή αντίληψη της εξωτερικής πολιτικής, λίγα κοινά έχει με την οικονομία- ίσως μόνο η συνοδεία επιχειρηματιών σε ταξίδια της πολιτικής ηγεσίας, και η άσκηση- άλλες φορές στοιχειωδώς, άλλοτε περισσότερο- της οικονομικής διπλωματίας. Αλλά, τι είναι -ως τώρα, τουλάχιστον- παραδοσιακό στη νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη, για να είναι η εξωτερική πολιτική;

Οι γενικοί στόχοι που περιέχονται στο “μπλε φάκελο”, τον οποίο ενεχείρισε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στον νέο υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια, περιγράφονται ως “προώθηση των εθνικών συμφερόντων με ενίσχυση του ρόλου της διπλωματίας” και “ενίσχυση της εξωστρέφειας και των εξαγωγών”.

 

Το «μάτι» της Ελλάδος στον κόσμο

Πώς επηρεάζει ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ- Κίνας μια μικρή χώρα -κι οικονομία- όπως η ελληνική; Έχουμε καλές διπλωματικές σχέσεις με τα κράτη της Αφρικής, που είναι έτοιμα να συμπήξουν μια ζώνη ελευθέρου εμπορίου, με κύκλο εργασιών σχεδόν τριάμιση τρισ. δολάρια; Ποιες ευκαιρίες ανοίγονται με την κινεζική πρωτοβουλία «Belt and Road», γνωστή ως “Ο δρόμος του Μεταξιού”; Αυτά είναι μερικά μόνο από τα πολλά ερωτήματα, στα οποία η ελληνική κυβέρνηση, με πρωταγωνιστικό το ρόλο του Υπουργείου Εξωτερικών, καλείται να απαντήσει.

 

Αναβάθμιση της παρουσίας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Ο πρώτος αυτός άξονας, απαιτεί ουσιαστική συμβολή στη θεσμική συζήτηση για την επόμενη μέρα κι έχει διακριτή οικονομική διάσταση: Μια χώρα της “ευρωπαϊκής κανονικότητας” διεκδικεί καλύτερη θέση σε σειρά οικονομικών ζητημάτων σε διμερές και ευρωπαϊκό επίπεδο: Από την αυξημένη ροή ευρωπαϊκών κονδυλίων έως την αξιοποίηση εξελίξεων όπως:

– το brexit:

Θα μπορούσε εξ αντανακλάσεως να φέρει στην Ελλάδα, ένα μέρος της ευρωπαϊκής οικονομικής δραστηριότητας η οποία ως τώρα εξελίσσεται στη Βρετανία. Παράλληλα, δεν ξεχνούμε ότι η χώρα αυτή παίζει σημαντικό ρόλο στις παρασκηνιακές προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού, που επίσης βρίσκονται σε εξέλιξη,

– η κοινή ευρωπαϊκή άμυνα:

Θα περιστείλει σε αξιοσημείωτο βαθμό τα πολύ υψηλά έξοδα της χώρας μας για εθνική άμυνα,

– η διμερής ενίσχυση των διπλωματικών δεσμών εντός της ΕΕ

Αυτό σημαίνει ώθηση και στις διμερείς εμπορικές συναλλαγές, με προοπτικές βελτίωσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών με καθεμιά τους, αλλά και με στρατηγική επιδίωξη τη βελτίωση των εξαγωγών και την -όσο το δυνατόν- μείωση των εισαγωγών. Άλλωστε το είπε καθαρά στην ανάληψη των καθηκόντων του ο αρμόδιος αναπληρωτής υπουργός Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης. Αυτό το πλέγμα σχέσεων, προϋποθέτει στενή συνεργασία του υπουργείου εξωτερικών με το υπουργείο Ανάπτυξης κι επενδύσεων. Η “οικονομική αξονική τομογραφία” κάθε χώρας με την οποία η Ελλάδα έχει οικονομικές σχέσεις αποτελεί προϋπόθεση για την τροφοδοσία αυτού του στόχου. Άλλωστε, αυτός είναι ο κύριος λόγος που μπήκε στην κυβέρνηση σε θέση υφυπουργού ο Κωνσταντίνος Φραγκογιάννης, υψηλόβαθμο στέλεχος επί τρεις δεκαετίες σε εμβληματικές εταιρείες όπως η Εμπορική Τράπεζα, η Δέλτα, ο Αnt1 κι η Chipita, που έχει εργαστεί πάνω σε αυτό το αντικείμενο σε έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον.

Ο κ. Φραγκογιάννης, για παράδειγμα, είναι από τους πιο κατάλληλους να ξεκινήσει μια “επίθεση φιλίας” στους διεθνείς οίκους, καθώς χρειαζόμαστε το συντομότερο δυνατό να έχουμε την επενδυτική βαθμίδα η οποία θα βάλει την Ελλάδα στον παγκόσμιο χάρτη διακίνησης κεφαλαίων με μακροπρόθεσμη απόδοση. Ήδη μέσα στον Αύγουστο θα “αποφανθεί” η Fitch (2/8) και η Moody’s (23/8) ενώ οι συστάσεις της Nomura και της Barclays για αγορά ελληνικών ομολόγων δίνουν μια πρώτη ευχάριστη γεύση.

 

Επανακαθορισμός των σχέσεών μας με την Τουρκία

Η γείτων χώρα βρίσκεται εδώ και περίπου δυο χρόνια σε διεθνές στρατηγικό αδιέξοδο. Η Ελλάδα πρέπει να το αξιοποιήσει για βελτίωση της δικής μας διεθνούς θέσης και για συνακόλουθα οικονομικά οφέλη. Η σταδιακή αποξένωση της Τουρκίας από τις ΗΠΑ, με κορωνίδα την προμήθεια εκ μέρους της Άγκυρας των ρωσικών πυραύλων S-400, η εμπλοκή της στη Συρία με λάθος τρόπο, η απόστασή της από το Ισραήλ, η συνεχιζόμενη πολιτική «του τσαμπουκά» στην Κύπρο, η συνεχής διεύρυνση της πολιτικής απόστασης Άγκυρας- Βρυξελλών, αλλά και η είσοδος της τουρκικής οικονομίας σε μια περίοδο έντονων αναταράξεων είναι “βούτυρο στο ψωμί” της χώρας μας για βελτίωση σειράς θεμάτων, κυρίαρχο στα οποία είναι και η οικονομία μας.

 

Εάν, δε, καταφέρουμε να φτάσουμε σε ένα επίπεδο σχέσεων που θα καθορίσει την ελληνική κυριαρχία με τρόπο αποδεκτό από την άλλη πλευρά -κάτι εξαιρετικά δύσκολο, είναι αλήθεια…- σε ξηρά, θάλασσα και αέρα, τότε θα εξοικονομούμε τεράστια κονδύλια από τις τωρινές καθημερινές παραβιάσεις και παραβάσεις που σημειώνονται στον ελληνικό εναέριο χώρο από τουρκικά μαχητικά, τα οποία φυσικά μας υποχρεώνουν σε αναχαιτίσεις.

Κομβικό σημείο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις θα αποτελέσει, βέβαια, το ζήτημα της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο. Η κυβέρνηση οφείλει σε συνεννόηση με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδας να καθορίσει τον άξονα της πολιτικής μας, εάν δηλαδή στρατηγικά θα επιδιώξουμε τον πλήρη αποκλεισμό της Τουρκίας από τα κοιτάσματα, ή αν θα φτάσουμε σε μια συμφωνία- πακέτο με τη γείτονα για σειρά θεμάτων που σήμερα αποτελούν σημεία τριβής μεταξύ των δυο χωρών (Κυπριακό, σεβασμός του Δικαίου της Θάλασσας κλπ), περιλαμβάνοντας και μια κάποια συμμετοχή της στις σχετικές εξελίξεις.

 

Σταθεροποίηση των Δυτικών Βαλκανίων μέσω της ευρωπαϊκής τους προοπτικής

Ήδη ο κόσμος της οικονομίας αναζητεί τέτοιες διόδους συνεργασίας, ακόμα κι ερήμην της πολιτείας: Το Thessaloniki Regional Forum διερευνά τρόπους σύσφιγξης των οικονομικών σχέσεων Ελλάδος- Δυτικών Βαλκανίων, με επίκεντρο τη συμπρωτεύουσα. Η Πρίστινα, για παράδειγμα, απέχει από τη Θεσσαλονίκη μόλις τρεις ώρες με το αυτοκίνητο.

Τι λείπει; Λείπει η επέκταση των υποδομών, η διευκόλυνση της παροχής βίζας, η συνεργασία σε θέματα όπως η προστασία του περιβάλλοντος και η διαχείριση των απορριμμάτων. Κυρίως, όμως, λείπει αυτό που λείπει από όλα τα Βαλκάνια: Η κοινή διαχείριση της ιστορίας. Εδώ, η προσωπικότητα του Νίκου Δένδια μπορεί να συμβάλει σε μια προσπάθεια που είναι ίσως η δυσκολότερη διπλωματική επιδίωξη στο σύγχρονο -και όχι μόνο…- κόσμο…

 

Περιορισμός των αρνητικών επιπτώσεων από τη Συμφωνία των Πρεσπών

Η νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη πήρε εξαρχής ξεκάθαρη θέση για τη Συμφωνία των Πρεσπών: Είπε “όχι”, καταψήφισε, αλλά επίσης ξεκαθάρισε ότι εάν -όταν γίνει κυβέρνηση- η Συμφωνία έχει επικυρωθεί, δεν έχει τρόπο να την ακυρώσει, «χωρίς τεράστιο κόστος», θα προσέθετε κανείς…

Αυτή η θέση φέρνει σήμερα την κυβέρνηση σε πλεονεκτική θέση, όσον αφορά στην ενίσχυση των οικονομικών δεσμών Αθήνας και Σκοπίων. Ήδη η πραγματικότητα έχει οδηγήσει σε στενούς δεσμούς τις δυο χώρες, ακόμα και την περίοδο που το όνομα τις χώριζε. Στις μέρες μας, η Ελλάδα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πέντε πρώτες χώρες προέλευσης Άμεσων Ξένων Επενδύσεων στη γειτονική χώρα, με ισχυρή παρουσία σε μία σειρά κλάδων, όπως τα πετρελαιοειδή, η μεταποίηση, οι εξορύξεις, το λιανεμπόριο και οι κατασκευές. Ωστόσο, η γειτονική χώρα είναι ευκαιρία να κατακλυστεί από ελληνικές επιχειρήσεις, να γίνει δηλαδή ένας δευτερεύων παράγων ενίσχυσης της οικονομίας κυρίως της βόρειας Ελλάδας.

 

Προϋποθέσεις

Σημαντικότερη προϋπόθεση για την ευόδωση όλων των παραπάνω, αποτελεί η δυνατότητα να επιτευχθεί συναίνεση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων -κυρίως των μεγάλων- περί τα σημαντικά θέματα της εξωτερικής πολιτικής. Αυτό γενικά έχει αποδειχθεί μια καθόλου εύκολη υπόθεση, ειδικά δε στην Ελλάδα ως τώρα παραμένει αδύνατη. Δεύτερη προπϋπόθεση η επιμέλεια στην εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής στο συγκεκριμένο τομέα και τρίτη, η αποφυγή κρίσεων που αντικειμενικά θα λειτουργήσουν σε βάρος μας και που η δημιουργία τους υπερβαίνει το ρόλο και τη δράση της ελληνικής πλευράς.