Αντιδράσεις και αναταράξεις προκαλεί η πρόταση του ΔΕΣΦΑ σχετικά με την «Πρότυπη Σύμβαση Δέσμευσης Μελλοντικής Δυναμικότητας», η οποία τέθηκε σε Δημόσια Διαβούλευση από τη ΡΑΕ στις 17 Φεβρουαρίου και αφού αυτή ολοκληρώθηκε η Αρχή προχωρά στην τελική επεξεργασία της.

Η συγκεκριμένη Σύμβαση, καθώς και η «Συμφωνία Σύνδεσης» αποτελούν απόλυτα «προαπαιτούμενα» για την υλοποίηση οποιουδήποτε νέου έργου σύνδεσης στο ΕΣΦΑ, είτε αυτό είναι ενταγμένο σε προγραμματισμένο αναπτυξιακό πρόγραμμα είτε όχι. Με αυτή την έννοια η διαφαινόμενη κόντρα μεταξύ των θέσεων του Διαχειριστή και τριών κορυφαίων ομίλων, όπως η ΔΕΗ, η ΔΕΠΑ Εμπορίας και η Διώρυγα Gas (Motor Oil) αφορά τα μεγάλα ή μικρότερα έργα που σχεδιάζονται τόσο από αυτούς όσο και από άλλες εταιρείες σε άμεσο ή μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Η πρώτη βασική αιτία είναι ότι επιδιώκεται η διαμόρφωση μιας ετεροβαρούς σχέσης, με τον Διαχειριστή να διατηρεί υπερβολικές απαιτήσεις και εγγυήσεις από τον εκάστοτε υποψήφιο επενδυτή, ενώ αντίθετα ο ίδιος αναλαμβάνει ελάχιστες δεσμεύσεις.

Ένα δεύτερο πρόβλημα είναι ότι απουσιάζει ο διαχωρισμός μεταξύ μεγάλων και μικρότερων έργων που θα επέτρεπε αντίστοιχη ευελιξία στον χειρισμό τους.

Σκληρή κριτική από τη ΔΕΗ

Στο πλαίσιο της Δημόσιας Διαβούλευσης, η ΔΕΗ (Διεύθυνση Ρυθμιστικών Θεμάτων) επισημαίνει ότι «διαπιστώνεται σημαντική αναντιστοιχία ως προς την ευελιξία που παρέχεται σε έκαστο των αντισυμβαλλομένων μερών ως προς την τήρηση των χρονικών περιορισμών που τίθενται για την υλοποίηση των συμβατικών τους υποχρεώσεων, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη ότι και η εκάστοτε αντισυμβαλλόμενη εταιρεία στο πλαίσιο υλοποίησης της Εγκατάστασης Απόληψης αντιμετωπίζει αστάθμητους παράγοντες αντίστοιχους αυτών που αντιμετωπίζει ο Διαχειριστής, όπως ενδεικτικά, οι περιβαλλοντικές και χωροταξικές μελέτες, αδειοδοτήσεις, καθυστερήσεις κατασκευής κλπ».

Όπως τονίζεται ειδικότερα «δίδεται στον Διαχειριστή η δυνατότητα χρονικής παράτασης για την ολοκλήρωση του έργου σύνδεσης για σημαντικό χρονικό διάστημα που μπορεί ακόμα και να υπερβαίνει το ένα έτος, αζημίως για αυτόν και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η οικονομική ζημία την οποία υφίσταται η εταιρεία λόγω της καθυστέρησης». Διευκρινίζεται δε ότι «με δεδομένο πως η συντριπτική πλειοψηφία των έργων τα οποία αιτούνται σύνδεσης στο ΕΣΦΑ αποτελούν σημαντικά έργα εντάσεως κεφαλαίου, θα πρέπει να θεωρείται εν τοις πράγμασι άνευ αντικειμένου η παρεχόμενη στην εταιρεία δυνατότητα αποχώρησης από τη σύμβαση για καθυστερήσεις υλοποίησης του έργου σύνδεσης από πλευράς του Διαχειριστή».

Ένα άλλο θέμα το οποίο καυτηριάζει η ΔΕΗ είναι αυτό των εγγυήσεων. Όπως τονίζεται «οι παρεχόμενες από την εκάστοτε αντισυμβαλλόμενη εταιρεία εγγυήσεις προς τον Διαχειριστή θα πρέπει να αντιστοιχούν στον κίνδυνο που αυτός αναλαμβάνει σε σχέση με το κόστος υλοποίησης του αντικειμένου της συγκεκριμένης σύμβασης και μόνο», ενώ επιπρόσθετα θα πρέπει να αποφευχθεί η παροχή διπλών εγγυήσεων για τον ίδιο κίνδυνο.

Επισημαίνεται επίσης ότι η επαναλαμβανόμενη αναφορά σε εξομοίωση της κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής με «συμφωνημένη κατ αποκοπή αποζημίωση του Διαχειριστή, χωρίς να απαιτείται η εκ μέρους του απόδειξη συγκεκριμένης πραγματικής ζημίας» δεν συνάδει με την ανάγκη διασφάλισης της διαφάνειας σε ό,τι αφορά τις ρυθμιζόμενες δραστηριότητες του Διαχειριστή.

Ακόμη, η ΔΕΗ ζητά να αποσαφηνιστεί η έννοια του όρου «Δεσμευμένη Μεταφορική Ικανότητα Παράδοσης» προβάλλοντας τη θέση ότι δεν θα πρέπει να υφίσταται οποιοσδήποτε περιορισμός στη δυνατότητα αξιοποίησης από την εταιρεία των δυνατοτήτων που παρέχονται από την εκάστοτε τιμολογιακή πολιτική του ΔΕΣΦΑ αναφορικά με τη δέσμευση μεταφορικής ικανότητας στο σημείο σύνδεσης σε συνεχή ή μη χρονική βάση «ώστε να βελτιστοποιείται το κόστος μεταφοράς με βάση τις ανάγκες της εταιρείας».

Τέλος η ΔΕΗ κρίνει ως απολύτως απαραίτητη την δημοσιοποίηση (και από κοινού αξιολόγηση) και της «Συμφωνίας Σύνδεσης», παράλληλα με την «Σύμβαση Δέσμευσης Μελλοντικής Δυναμικότητας».

Οι θέσεις της ΔΕΠΑ Εμπορίας

Η ΔΕΠΑ Εμπορίας (Διεύθυνση Δραστηριοτήτων Στρατηγικής και Ανάπτυξης), η οποία, σημειωτέον, βρίσκεται σε διαδικασία αποκρατικοποίησης, προτείνει μια πιο σφιχτή διατύπωση των υποχρεώσεων του Διαχειριστή, σχετικά με τις αναγκαίες ενέργειες για την έναρξη κατασκευής του έργου, αλλά και την «Απώτατη Ημερομηνίας Λήξης».

Παράλληλα, εστιάζει και αυτή στο ζήτημα των εγγυήσεων, τονίζοντας ότι όσον αφορά το ύψος τους «δεν είναι δυνατόν να συμπεριληφθούν προκαταβληθείσες δαπάνες».

Διευκρινίζοντας τη θέση της αναφέρει πως «δεν θεωρούμε ότι πρέπει να επιβαρυνθεί η εταιρεία με τα ποσά που έχουν ήδη δαπανηθεί από το Διαχειριστή για την ανάπτυξη δυναμικότητας πριν τη σύναψη της Σύμβασης Δέσμευσης Μελλοντικής Δυναμικότητας καθώς η επένδυση θα αποσβεστεί μέσω των τιμολογίων χρήσης». Κατά την ΔΕΠΑ Εμπορίας «η εταιρεία θα πρέπει να επιβαρύνεται μόνο με το κόστος των ενεργειών που απαιτούνται για να αναπτυχθεί η δυναμικότητα από τη στιγμή που η παραπάνω σύμβαση τεθεί σε ισχύ».

Παράλληλα, ασκεί και αυτή κριτική για τις προβλέψεις περί εγγυητικών επιστολών. Ειδικότερα εκφράζει την αντίθεσή της στη διάταξη που προβλέπει ότι η εγγυητική επιστολή καλύπτει το συνολικό εκτιμώμενο κόστος του Διαχειριστή (κατά 100%) και ότι προς το σκοπό αυτό ο Διαχειριστής γνωστοποιεί στην εταιρεία την εκτίμηση του εν λόγω κόστους.

«Θεωρούμε ότι είναι υπερβολική η πρόβλεψη για συνολική κάλυψη του εκτιμώμενου κόστους του Διαχειριστή και θα πρέπει να περιοριστεί, -προτείνει στο 50%-, άλλως αποτελεί αντικίνητρο σύναψης της εν λόγω σύμβασης», όπως αναφέρεται.

Η ΔΕΠΑ Εμπορίας μιλάει για «έλλειψη ισορροπίας που παρατηρείται μεταξύ των υποχρεώσεων» καθώς η εταιρεία καλείται, δια της εγγυητικής επιστολής, να καλύψει το σύνολο των εξόδων του Διαχειριστή, ενώ δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για τυχόν ζημίες δικές της ούτε καν στην περίπτωση γεγονότων ανωτέρας βίας.

Στην επιστολή της περιγράφεται ότι, με βάση την πρόταση του ΔΕΣΦΑ, ο Διαχειριστής καθορίζει και τιμολογεί τις δαπάνες οι οποίες θα πρέπει να καλυφθούν από την εγγυητική επιστολή, χωρίς καμία επίβλεψη. Για αυτό και προτείνεται η δυνατότητα της εταιρείας τουλάχιστον να ζητήσει έλεγχο και εκτίμηση του κόστους από ένα ανεξάρτητο τρίτο φορέα, όπως η ΡΑΕ, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι όλες οι δαπάνες είναι εύλογες και αναγκαίες.

«Ομαδικά πυρά» από τη Διώρυγα Gas

Ιδιαίτερα επικριτικά είναι τα σχόλια και της Διώρυγα Gas, η οποία, κατ αρχήν, καυτηριάζει την καθυστέρηση υποβολής της πρότασης χαρακτηρίζοντας σημαντικό «οι συμμετέχοντες (στην αγορά φυσικού αερίου) να ωριμάζουν και να υλοποιούν τις επενδυτικές τους δράσεις με το μικρότερο δυνατό ρίσκο και αβεβαιότητα που η απουσία ρύθμισης, λόγω αδράνειας του Διαχειριστή, προκαλεί».

Η εταιρεία εκτιμά ότι το κείμενο-πρόταση του ΔΕΣΦΑ σε αρκετά σημεία του «διακατέχεται από την απόπειρα διαμόρφωσης ανισοβαρών υποχρεώσεων για τους συμβαλλομένους και υπέρμετρης έως καταχρηστικής προστασίας των συμφερόντων του Διαχειριστή, ο οποίος ουσιαστικά δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη έναντι των υποχρεώσεων που προβλέπονται».

Γίνεται μάλιστα ακόμη πιο καυστική αναφέροντας ότι «επί της αρχής, οι προτεινόμενες διατάξεις φαίνεται να έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την εξασφάλιση της ανεξέλεγκτης δυνατότητας του Διαχειριστή να τροποποιεί τους όρους (της Σύμβασης) κατά το δοκούν και χωρίς καμία συνέπεια για τον ίδιο».

Ειδικότερα τονίζεται ότι όσον αφορά την υποχρέωση ολοκλήρωσης των ενεργειών που αυτός αναλαμβάνει εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος «είναι τόσες οι προβλέψεις για μονομερή επιμήκυνσή του και χωρίς καμία υποχρέωση ουσιαστικής αιτιολόγησης της απόφασής του προς την εταιρεία, που προκαλούν την εντύπωση ότι η Σύμβαση υπάρχει μόνο για τον σκοπό αυτό και όχι για να υλοποιηθεί η επένδυση».

Επιπλέον, όπως επισημαίνεται, δεν προβλέπεται καμία απολύτως ευθύνη ή ρήτρα έναντι της εταιρείας με την οποία ο Διαχειριστής θα συμβληθεί και της οποίας η επένδυση μπορεί να διακινδυνεύσει ή να ματαιωθεί από την ανεξέλεγκτη συμπεριφορά του, δημιουργώντας τεράστια οικονομική ζημία σε αυτή.

«Το όλο πλαίσιο όπως διαμορφώνεται με μονομερείς υποχρεώσεις από τη μια και ανεξέλεγκτες ενέργειες από την άλλη θεωρείται καταχρηστικό, παλαιωμένο και εκφράζει τη λογική ενός σκληρού μονοπωλίου», τονίζεται χαρακτηριστικά.

Η εταιρεία εκτιμά ότι όσον αφορά τον «χρόνο αναφοράς» πρέπει να υπάρχει αξιολόγηση και διαχωρισμός ανάλογα με το μέγεθος του έργου και τη δυσκολία αδειοδότησης και υλοποίησής του. «Είναι διαφορετικό να αδειοδοτηθεί και να κατασκευαστεί ένας διασυνδετήριος αγωγός 20 χλμ και διαφορετικό ένας μόνο μετρητικός σταθμός», όπως αναφέρεται.

Έτσι προτείνεται οι χρόνοι για τη Σύμβαση Μελλοντικής Δυναμικότητας και τη Συμφωνία Σύνδεσης να διαφοροποιηθούν μεταξύ έργων που απαιτούν σημαντικές προεκτάσεις του αγωγού μεταφοράς (άνω των 5 χλμ ή άλλων αντίστοιχων έργων ανάπτυξης του ΕΣΦΑ) και των πλέον απλών έργων σύνδεσης στα οποία απαιτείται η εγκατάσταση μετρητικού σταθμού και επέκταση του αγωγού έως τα 5 χλμ.

Η εταιρεία καλεί τη ΡΑΕ προτού εγκρίνει το τελικό κείμενο να το θέσει ξανά σε σύντομη Δημόσια Διαβούλευση προκειμένου να αποφευχθεί η πιθανότητα οριστικοποίησης ρυθμίσεων και προβλέψεων που θα αποτρέπουν παρά θα ενισχύουν το ενδιαφέρον για δραστηριοποίηση στη συγκεκριμένη αγορά.

Η ευθύνη στα χέρια της ΡΑΕ

Με αυτά τα δεδομένα το προτεινόμενο σχέδιο έχει ήδη περάσει στα χέρια της ΡΑΕ. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί βέβαια, ότι στο πλαίσιο τέτοιων διαδικασιών, είναι εύλογο και συνηθισμένο κάθε πλευρά να επιχειρεί, -ακόμη και μέσω υπερβολικών προβλέψεων ή επικρίσεων-, να κατοχυρώσει τα δικά της συμφέροντα. Ωστόσο, καθώς στην παρούσα συγκυρία ξεδιπλώνονται μεγάλα επενδυτικά προγράμματα για την αγορά φυσικού αερίου, είναι ευθύνη της ΡΑΕ, ασκώντας το ρυθμιστικό ρόλο της, να αναζητήσει τη «χρυσή τομή». Κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο σε ορισμένες περιπτώσεις…