Μόνο κουφάρια πλοίων και νεκρά ψάρια αντικρίζει κανείς όταν βρεθεί στο λιμάνι του Μανάους στον Αμαζόνιο της Βραζιλίας, στο οποίο καταγράφηκαν τα χαμηλότερα επίπεδα στάθμης νερού εδώ και 121 χρόνια αγγίζοντας τα 13,59 μέτρα. Αυτό είναι το χαμηλότερο επίπεδο από την έναρξη των καταγραφών το 1902, ξεπερνώντας το προηγούμενο χαμηλό όλων των εποχών που είχε σημειωθεί το 2010 και έφτανε τα 13,63 μέτρα.

Η περιοχή πλήττεται από ιστορική ξηρασία που επηρεάζει τον ποταμό Νέγκρο, ο οποίος συναντά τον Αμαζόνιο, ανατρέποντας τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών.

«Έχουν περάσει τρεις μήνες χωρίς βροχή. Συγκριτικά με τις περασμένες περιόδους ξηρασίας, κάνει πολύ περισσότερη ζέστη», δήλωσε στο Reuters ο Πέδρο Μεντόζα που ζει κοντά στο σημαντικό ποτάμιο λιμάνι.

Η ξηρασία αναμένεται να συνεχιστεί μέχρι τον ερχόμενο Δεκέμβριο σύμφωνα με το υπουργείο Επιστημών, Τεχνολογίας και Καινοτομίας της Βραζιλίας, με τους επιστήμονες να αποδίδουν τη σφοδρή ξηρασία στο φαινόμενο Ελ Νίνιο, το οποίο αυξάνει από τη μία τις βροχοπτώσεις στα δυτικά, φέρνει ωστόσο ξηρότερες συνθήκες στην κεντρική και ανατολική Βραζιλία.

Εκτός από το ότι στεγνώνουν πολλοί παραπόταμοι, οι υψηλές θερμοκρασίες προκαλούν σημαντικά προβλήματα στον πληθυσμό και καταστρέφουν το οικοσύστημα της ζούγκλας.

Μία από τις τραγικές συνέπειες ήταν στις αρχές του Οκτωβρίου ο θάνατος περισσότερων από εκατό ροζ δελφινιών του Αμαζονίου, γνωστά ως μπότο, τα οποία ανήκουν σε προστατευόμενο είδος. Παρότι τα ακριβή αίτια θανάτου τους διερευνώνται ακόμα, οι ειδικοί τα αποδίδουν στην ξηρασία και την υπερβολικά υψηλή θερμοκρασία των υδάτων. Εικάζεται, δε, ότι αποπροσανατολίστηκαν και δεν κατάφεραν να καταδυθούν.

Εξαιτίας των ακραίων συνθηκών το Μανάους και άλλες 20 πόλεις έχουν κηρυχθεί σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, με τη χαμηλή στάθμη του νερού να απειλεί τουλάχιστον 30 εκατ. κατοίκων καθώς ολόκληρα χωριά εξαρτώνται από τον ποταμό. Η αναγκαστική διακοπή των δρομολογίων των πλοίων έχει σταματήσει την τροφοδοσία απομακρυσμένων χωριών με νερό και τρόφιμα, ενώ φάρμακα και άλλα αγαθά μεταφέρονται αναγκαστικά αεροπορικώς όπου αυτό είναι εφικτό. Οι τοπικές αρχές εκτιμούν πως τουλάχιστον 500.000 πολιτών πρόκειται να επηρεαστούν τις ερχόμενες εβδομάδες από έλλειψη τροφίμων, νερού και φαρμάκων, ενώ 110.000 άνθρωποι έχουν ήδη πληγεί.

Ολόκληρες φυλές αυτοχθόνων κινδυνεύουν να αποκλειστούν καθώς η μετακίνησή τους πραγματοποιείται με κανό, τα οποία τώρα αναγκάζονται να τραβήξουν από τη λάσπη ή τον στεγνό πυθμένα του ποταμού. Παράλληλα, ο βιοπορισμός τους απειλείται τη στιγμή που δε βρίσκουν ψάρια για να τραφούν ή να πωλήσουν και ασκούν πιέσεις στην κυβέρνηση να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης για το κλίμα. Το περασμένο μήνα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε τη σύσταση ανθρωπιστικής ομάδας για να παράσχει βοήθεια έκτακτης ανάγκης παραδίδοντας δέματα τροφίμων σε απομονωμένα χωριά. Ωστόσο οι αυτόχθονες κρούουν των κώδωνα του κινδύνου τονίζοντας ότι η κατάσταση έχει επιδεινωθεί ραγδαία ζητώντας μεγαλύτερη βοήθεια.

Κάποιοι από τους απελπισμένους κατοίκους σκάβουν με γυμνά χέρια στην ξηρή γη αναζητώντας νερό. Ένας από εκείνους είναι ο 67χρονος ψαράς Ραιμούντο Σίλβα ντο Κάρνο, ο οποίος μιλώντας στο BBC δήλωσε πως πλύθηκε με νερό που κατάφερε να συλλέξει από πηγάδι που έσκαψε ο ίδιος στη λίμνη του Μανάους Λάγκο ντο Πουρακεκουάρα.

Στο χωριό Μανακαπούρου, δύο ώρες απόσταση από το Μανάους, τα ψάρια πηδούσαν σε μία προσπάθεια να ξεφύγουν από τα καυτά, ρηχά νερά. Παράλληλα, τα χιλιάδες νεκρά ψάρια μολύνουν το λιγοστό πόσιμο νερό, με τη μυρωδιά που καλύπτει την περιοχή να είναι αποπνικτική.

Στο τέταρτο μεγαλύτερο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο της Βραζιλίας στον ποταμό Μαδέιρα που διανέμει ενέργεια σε όλη τη Βραζιλία, έκλεισαν οι τουρμπίνες του την περασμένη εβδομάδα εξαιτίας της έλλειψης νερού, εντούτοις η κυβέρνηση δε «βλέπει» ακόμα κίνδυνο μπλακ άουτ.

«Δεν ξέρω τι θα απογίνουμε. Όλα έρχονται απευθείας από το Μανάους, που σημαίνει ότι χρειάζονται περίπου δύο ημέρες με το πλοίο για να φτάσουν. Αν αποκλειστούμε, δεν ξέρω πώς θα επιβιώσουμε», δήλωσε προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της η Κέλι Ρετζίνα Ντάντας από το μικρό χωριό Αρουμά στις όχθες του ποταμού Πούρους που μετρά λιγότερους από 1.000 κατοίκους και βιοπορίζεται κυρίως από την αλιεία των πιραρουκού, το μεγαλύτερο ψάρι γλυκού νερού που ζυγίζει μέχρι 200 κιλά.

Σύμφωνα με τον συντονιστή του Ιδρύματος Βιώσιμου Αμαζονίου (FAS), Βιρτζίλιο Βιάνα αυτή η χρονιά ήταν διαφορετική από τις προηγούμενες. Το φαινόμενο Ελ Νίνιο ευθύνεται εν μέρει, καθώς εμποδίζει το σχηματισμό νεφών και βροχής. Αλλά η κατάσταση έχει επιδεινωθεί από την αφύσικη αύξηση της θερμοκρασίας των υδάτων του Βόρειου Ατλαντικού, γεγονός που σχετίζεται με την κλιματική αλλαγή. «Το Ελ Νίνιο έχει περιοδικότητα. Αυτό που διαπιστώνουμε τώρα, όμως, είναι ότι επιδεινώνεται», σημείωσε ο ειδικός στην El Pais. Η οργάνωσή του δραστηριοποιήθηκε για τη διανομή χλωρίου, φίλτρων καθαρισμού νερού και βενζίνης σε χωριά για τις μικρές κουζίνες που χρησιμοποιούν οι ντόπιοι για να τηγανίζουν το ψωμί κασάβα και να μαγειρέψουν ψάρια που κυριαρχούν στη διατροφή τους.

Ο Βιάνα, ο οποίος για 20 χρόνια διετέλεσε γραμματέας Περιβάλλοντος στην κυβέρνηση της πολιτείας Αμαζόνας, παραδέχεται ότι, αυτή τη στιγμή, τίθενται σε εφαρμογή πρόσκαιρες λύσεις τονίζοντας την αναγκαιότητα ενισχυμένων μέτρων. Ανάμεσα σε αυτά τα φωτοβολταϊκά, η διεύρυνση της πρόσβασης στο Διαδίκτυο, η στήριξη της οικογενειακής γεωργίας και η μεγαλύτερη αυτονομία στις κοινότητες και τα χωριά.

«Πρέπει να προετοιμαστούμε για τις επόμενες καταστροφές… Πρέπει να έχουμε αντοχές και να προσαρμοστούμε στην κλιματική αλλαγή», συμπλήρωσε.

Χρειάζονται περισσότερα από τρία χρόνια για να επανέλθει ένας ποταμός από την ξηρασία

Σχεδόν τριάμισι χρόνια χρειάζονται για να επανέλθει σε κανονικά επίπεδα ένας ποταμός που έχει υποστεί τις συνέπειες της ξηρασίας. Σε αυτό κατέληξαν ειδικοί από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Ρίβερσαιντ (UCR), εξηγώντας πως υπάρχουν δύο τρόποι καταγραφής της ξηρασίας στα ρέματα. Από τη μία η συνολική στάθμη του νερού, η οποία επηρεάζεται από το λιώσιμο του χιονιού και τις βροχοπτώσεις, και από την άλλη η βασική απορροή που τροφοδοτεί τον ποταμό από υπόγειους υδροφορείς. Καθώς λιγότεροι ερευνητές μελετούσαν την ξηρασία βασικής απορροής δεν υπήρχε μέχρι πρότινος ακριβής τρόπος μέτρησής της. Για αυτό το λόγο, οι επιστήμονες του Πανεπιστήμιου της Καλιφόρνια αποφάσισαν να εστιάσουν στη λειτουργία της υπόγειας απορροής και την ξηρασία με την οποία μπορεί να συνδεθεί καθώς επηρεάζει, μεταξύ άλλων, τη διαθεσιμότητα πόσιμου νερού. Η ερευνητική ομάδα εξέτασε μόνο τη βασική απορροή ποταμών και ρεμάτων χωρίς φράγματα ή ανθρώπινη παρέμβαση σε 350 τοποθεσίες στις ΗΠΑ λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία τριών δεκαετιών. Όπως προέκυψε από το αποτέλεσμα της έρευνας που δημοσιεύτηκε στο Journal of Hydrology η έναρξη και η λήξη μίας υδρολογικής ξηρασίας –η περίοδος υδρολογικού ελλείμματος στην απορροή- εξαρτάται από παράγοντες όπως το κλίμα και η γεωγραφία της περιοχής. Παράλληλα, διαπιστώθηκε ότι το χρονικό πλαίσιο του τέλους της μετεωρολογικής ξηρασίας -περίοδος χωρίς αρκετές βροχοπτώσεις- και της ξηρασίας βασικής απορροής διαφέρει. Σε περιοχή της Πασαντίνα στην Καλιφόρνια χρειάστηκε περισσότερος από ένας χρόνος για να αποκατασταθούν τα ρέματα, ενώ σε περιοχές του Κάνσας χρειάστηκαν 41 μήνες!

Διαβάστε ακόμη

Πάνος Ξενοκώστας: Το 1% θα αγγίξει η συνεισφορά στο ΑΕΠ των Ναυπηγείων Ελευσίνας και Σύρου

Tέλος το… γκλίτερ για να σωθεί ο πλανήτης

Νετανιάχου: Το Ισραήλ θα αναλάβει τη «γενική ευθύνη για την ασφάλεια» στη Λωρίδα της Γάζας

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ