Δραματική είναι η κατάσταση που προκαλεί η εκτίναξη της τιμής του φυσικού αερίου στην ελληνική βιομηχανία. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει με συνέντευξή του στο «business stories» o πρόεδρος της Eνωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών (ΕΒΙΚΕΝ) Αντώνης Κοντολέων, οι επιχειρήσεις της μέσης τάσης υπολογίζεται ότι επωμίζονται το τελευταίο διάστημα κόστος ηλεκτρικής ενέργειας 150 εκατ. ευρώ τον μήνα σε σχέση με τις αρχές του έτους, όταν η τιμή του φυσικού αερίου ήταν 20 ευρώ η μεγαβατώρα και σήμερα βρίσκεται στα 90 ευρώ.

Οι εταιρείες του κλάδου πληρώνουν βαρύ το τίμημα της ενεργειακής μετάβασης και, σύμφωνα με το στέλεχος της βιομηχανίας, αν οι τιμές δεν υποχωρήσουν, υπάρχει κίνδυνος περιορισμού της παραγωγής αλλά και αναστολής λειτουργίας πολλών επιχειρήσεων. Οπως αναφέρει, οι αυξήσεις που καταγράφονται στις χονδρεμπορικές αγορές της Ε.Ε. επιβαρύνουν σε πολύ μικρότερο βαθμό τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες, οι οποίες καλύπτονται από διμερή συμβόλαια με σταθερές τιμές που υπογράφουν με μεγάλους παραγωγούς.

-Πώς επιδρά η ενεργειακή κρίση στο κόστος λειτουργίας της βιομηχανίας; Ποια είναι η εικόνα που διαμορφώνεται σήμερα στη μέση και την υψηλή τάση που πρόσφατα υπέγραψε νέα συμβόλαια προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας;

Η επιβάρυνση από την εκτόξευση των τιμών του φυσικού αερίου στην ελληνική βιομηχανία υπολογίζεται σε 65-70 εκατ. ευρώ τον μήνα και αποτελεί μια αύξηση 400% σε σχέση με τις τιμές από την αρχή του έτους.
Αντίστοιχα, η επιβάρυνση από την κατακόρυφη αύξηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας για τις βιομηχανίες στη μέση τάση, των οποίων οι συμβάσεις πλέον μεταφέρουν 100% τις τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς, υπολογίζεται σε 150 εκατ. ευρώ τον μήνα σε σχέση με το α’ τρίμηνο του έτους.

Η παρούσα κρίση αναδεικνύει τα χρόνια δομικά προβλήματα της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, μιας αγοράς η οποία, παρά τον υποτιθέμενο εκσυγχρονισμό της στο πλαίσιο του target model, παραμένει στην ουσία υποχρεωτική, μια και όλη η ενέργεια περνάει μέσα από αυτή. Εν αντιθέσει με ό,τι συμβαίνει στις ευρωπαϊκές αγορές, όπου μόνο το 15% περνάει μέσα από τη χονδρεμπορική αγορά.

Αυτό σημαίνει ότι οι αυξήσεις που καταγράφονται στις ευρωπαϊκές χονδρεμπορικές αγορές επιβαρύνουν σε πολύ μικρότερο βαθμό τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες, οι οποίες καλύπτονται από διμερή συμβόλαια με σταθερές τιμές που υπογράφουν με μεγάλους παραγωγούς. Το ίδιο ισχύει και για την επιβάρυνση των βιομηχανιών από την εκτόξευση των τιμών στο φυσικό αέριο, καθώς κράτη όπως η Γερμανία έχουν διατηρήσει τα μακροχρόνια συμβόλαια με την Gazprom, ενώ οι χώρες του Νότου εξαρτώνται πλέον 80%-100% από τις χρηματιστηριακές τιμές. Την ίδια στιγμή, οι καθετοποιημένοι προμηθευτές με την ιδιότητα του παραγωγού εξασφαλίζουν σημαντικά κέρδη επωφελούμενοι από την εκτόξευση των τιμών τόσο στην ημερήσια αγορά όσο και στην αγορά εξισορρόπησης.

-Τι θα συμβεί αν οι τιμές συνεχίσουν να είναι ανοδικές και δεν υπάρξουν μέτρα στήριξης της ελληνικής βιομηχανίας; Εκτός από ανατιμήσεις προϊόντων, απειλείται και η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων;

Δεν θέλουμε να διανοηθούμε ότι οι τιμές θα συνεχίσουν να είναι ανοδικές, αν και δυστυχώς οι εκτιμήσεις δεν δείχνουν αποκλιμάκωση. Οι ήδη καταγεγραμμένες τιμές οδηγούν σε μια πρωτοφανή αύξηση του κόστους παραγωγής που είναι αδύνατον να απορροφηθεί στο σύνολό της από τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Δημιουργούνται κατά συνέπεια σοβαροί κίνδυνοι περιορισμού της παραγωγής, αλλά και αναστολής λειτουργίας πολλών επιχειρήσεων.

-Τα διμερή συμβόλαια μεταξύ βιομηχανίας και παραγωγών μπορεί να είναι η απάντηση στη μείωση του ενεργειακού κόστους;

Οι παραγωγοί με συμβατικές μονάδες, έχοντας εξασφαλισμένη την πώληση της παραγωγής τους σε υψηλές τιμές, δεν προχωρούν στη διάθεση ποσοτήτων ενέργειας μέσω διμερών συμβολαίων, με αποτέλεσμα να υπάρχει μηδενική ρευστότητα στην ελληνική προθεσμιακή αγορά.
Ετσι οι μεγάλοι καταναλωτές και οι μικροί προμηθευτές βρέθηκαν εκτεθειμένοι στην έκρηξη των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά που βιώνουμε σήμερα.

Ανάμεσα στα έκτακτα μέτρα που πήρε η ισπανική κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της κρίσης περιλαμβάνεται η υποχρέωση όλων των παραγωγών να διαθέσουν με διμερή συμβόλαια ποσότητα ενέργειας ίση με το 6% της κατανάλωσης της χώρας. Η διατήρηση των διαγωνισμών ενέργειας ΑΠΕ για σταθερές τιμές έως το 2025 για ποσότητες έως 3.000MW/έτος θα λειτουργήσει ανταγωνιστικά στα διμερή συμβόλαια μεταξύ παραγωγών ΑΠΕ με προμηθευτές και μεγάλους καταναλωτές.

Θα πρέπει κατ’ ελάχιστον οι όποιοι παραγωγοί συμμετέχουν στους διαγωνισμούς να υποχρεωθούν να προσφέρουν ένα ποσοστό της παραγωγής των εν λόγω σταθμών με διμερή συμβόλαια στις βιομηχανίες. Η δημιουργία επαρκούς ρευστότητας στην προθεσμιακή αγορά θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας, καθώς θα της προσφέρει την απαραίτητη αντιστάθμιση κινδύνου στη σύναψη μακροπρόθεσμων συμβάσεων πώλησης των προϊόντων της.

-Πόσο βαθιά εκτιμάτε ότι είναι η κρίση που βιώνουμε; Πιστεύετε ότι χρειάζεται να αναθεωρηθεί ο προσανατολισμός της χώρας ως προς τα ορυκτά καύσιμα και τους λιγνίτες;

Τι μας διδάσκει η τρέχουσα συγκυρία; Αποφασίστηκε σε ευρωπαϊκό επίπεδο ότι το καύσιμο-γέφυρα θα είναι το φυσικό αέριο, χωρίς όμως να έχει εξασφαλιστεί μέσω μακροχρόνιων συμφωνιών σε όλη την περίοδο της μετάβασης η επάρκειά του, ούτε όμως να έχουν εξασφαλιστεί επαρκείς αποθηκευτικοί χώροι ώστε να μην υπάρχει πλήρης εξάρτηση από τις διακυμάνσεις των χρηματιστηριακών τιμών.

Η εξασφάλιση της προμήθειας του φυσικού αερίου αφέθηκε στους προμηθευτές σε τιμές που διαμορφώνονται στα χρηματιστήρια και την αφελή πεποίθηση ότι μεγάλες ποσότητες LNG θα είναι πάντα διαθέσιμες σε ανταγωνιστική τιμή. Ενα είναι βέβαιο: η μετάβαση σε μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα δεν μπορεί να επιτευχθεί ταχύτερα από την εξασφάλιση των πόρων και της απαραίτητης τεχνολογίας, την ώρα μάλιστα που τα μέσα αυτά δεν θα είναι ισομερώς διαθέσιμα σε όλα τα κράτη της Ε.Ε.

Συμπερασματικά, η κρίση δεν θα είναι παροδική, θα επαναληφθεί. Δεν θεωρούμε ότι σήμερα τίθεται θέμα να επαναπροσδιοριστεί η πολιτική της χώρας ως προς τα ορυκτά καύσιμα και τους λιγνίτες. Είναι όμως διαφορετικό ζήτημα η απόφαση για την πρόωρη απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων.

-Η κυβέρνηση ανακοίνωσε μέτρα στήριξης για καταναλωτές και μικρές επιχειρήσεις. Η βιομηχανία όμως ζητά από το ΥΠΕΝ και πρόσθετα μέτρα για τη μέση τάση. Πού βρίσκεται το αίτημά σας;

Η αντιμετώπιση της εκρηκτικής αύξησης του κόστους ενέργειας για τη βιομηχανία δεν είναι συντεχνιακό ζήτημα. Αφορά τη διατήρηση της θετικής αναπτυξιακής δυναμικής, αφορά τη διεθνή ανταγωνιστικότητα και τις εξαγωγές της χώρας, αφορά την απασχόληση, αφορά τον περιορισμό του κινδύνου ενός πληθωριστικού κύκλου που θα είχε ολέθριες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Ως εκ τούτου απαιτείται η άμεση λήψη μιας δέσμης μέτρων.

Συγκεκριμένα, να προχωρήσουν οι αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά ενέργειας που να εξασφαλίζουν ότι το μέσο κόστος του μείγματος παραγωγής αντανακλάται στα τιμολόγια λιανικής μέσω υποχρεωτικής διάθεσης διμερών συμβολαίων από τους παραγωγούς. Να πριμοδοτηθούν τα πράσινα διμερή συμβόλαια με βιομηχανίες. Επιπλέον, να εξασφαλιστεί μείγμα προμήθειας φυσικού αερίου σε ανταγωνιστικές τιμές για τη βιομηχανία και μείωση ρυθμιστικών χρεώσεων για όσο διάστημα διαρκεί η κρίση.

Διαβάστε ακόμα: 

Ανάκαμψη τύπου V της ελληνικής οικονομίας – Φόβοι για «φρένο» από την ακρίβεια

Η Λουξ μπαίνει στην αγορά εμφιαλωμένου νερού μέσω της Δίρφυς 

Ποιοι αφήνουν Μονακό και Χονγκ Κονγκ και επιλέγουν Ελλάδα για μόνιμη φορολογική κατοικία – Πίνακες από το ΥΠΟΙΚ