Οι τιμές φυσικού αερίου έχουν καταγράψει πτώση της τάξης του 50% λόγω των ηπιότερων για την εποχή καιρικών συνθηκών και της μείωσης της ζήτησης. 

Παρά τα θετικά για την ενεργειακή κρίση και τους καταναλωτές στοιχεία αυτά, ο CEO της Chesapeake Energy, Νικ Ντελ’ Όσο, τονίζει πως θα πρέπει να ληφθούν μέτρα έτσι ώστε η αγορά φυσικού αερίου να αποφύγει παρόμοια προβλήματα με αυτά που αντιμετώπισε η αγορά πετρελαίου το 2014. Σημειωτέον πως οι τιμές του αμερικανικού φυσικού αερίου μειώθηκαν από τα $7/εκατ. BTU τον Δεκέμβριο στα $3,22/εκατ. ΒΤU. Η πτώση αυτή είναι ακόμα χειρότερη εάν κανείς αναλογιστεί πως στα μέσα Αυγούστου η τιμή κυμαινόταν στα $10,03/εκατ. ΒTU. Οι τιμές αναφοράς του ευρωπαϊκού φυσικού αερίου, παράλληλα, έχουν καταγράψει μείωση της τάξης του 50% τον τελευταίο μήνα.

Οι τιμές φυσικού αερίου κατέγραψαν δραματική αύξηση το 2022 λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και των προσπαθειών των ευρωπαϊκών κρατών για την ενίσχυση των αποθεμάτων τους. Οι προσπάθειες των Ευρωπαίων καταναλωτών για τη μείωση των φουσκωμένων λογαριασμών τους, όμως, έχουν αυξήσει τα αποθέματα λόγω της μείωσης της ζήτησης, αποτελώντας καταλυτικό παράγοντα σε ό,τι αφορά την πτώση των τιμών.

Σύμφωνα με τον Ντελ’ Όσο, η βιομηχανία φυσικού αερίου θα πρέπει να περιορίσει την ανάπτυξή της και να μειώσει την προσφορά της έτσι ώστε να αντισταθμίσει την έλλειψη ζήτησης. 

Ο Ντελ’ Όσο υπογραμμίζει πως «οι τρέχουσες τιμές του φυσικού αερίου υποδεικνύουν την ανάγκη μείωσης της προσφοράς αυτή. Η περαιτέρω ανάπτυξη της αγοράς φυσικού αερίου δεν υποστηρίζει αύξηση της προσφοράς σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο».

Σύμφωνα με τον αναλυτή της Bank of America, Νταγκ Λεγκάτε, η Chesapeake ενδέχεται να ανακοινώσει σύντομα επαναγορά των μετοχών της, κάτι που αποτελεί παρόμοια τακτική με αυτή πολλών εταιρειών κατά τη διάρκεια της πετρελαϊκής κρίσης του 2014.

Σημειωτέον πως η εταιρεία προχώρησε, πρόσφατα, σε πώληση ορισμένων μονάδων εξόρυξης σχιστόλιθου για $1,4 δισεκατομμύρια στην Wildfire Energy σε μια προσπάθεια εξορθολογισμού του ισολογισμού της. Οι αναλυτές της BofA υποστηρίζουν πως η αποπληρωμή των χρεών της Chesapeake θα αυξήσει τα κέρδη των μετόχων της. 

Η στρατηγική αυτή ακολουθεί την αντίστοιχη με αυτή πολλών εταιρειών κατά τη διάρκεια της προηγούμενης κρίσης στον κλάδο των υδρογονανθράκων. Δεδομένης της αύξησης της δημοφιλίας της μεθόδου εξόρυξης «fracking» στις αρχές του αιώνα, όλο και περισσότερες εταιρείες είχαν ακολουθήσει μία επιθετικά επεκτατική τακτική στην αγορά έτσι ώστε να αυξήσουν την παραγωγή τους. Παρ’ όλα αυτά, μετά από την απόφαση του ΟΠΕΚ να μην προχωρήσει σε μείωση της παραγωγής του έτσι ώστε να αντισταθμίσει την υπερβολική προσφορά, οι τιμές του πετρελαίου κατέρρευσαν.

Τώρα πια, οι μεγάλες πετρελαϊκές έχουν αλλάξει στρατηγική και προσηλώνονται περισσότερο στην ανάπτυξη της κερδοφορίας τους, παρά στην επανεπένδυση προς αύξηση της παραγωγής τους, αυξάνοντας τόσο τα κέρδη των μετόχων των εταιρειών και βελτιώνοντας την ικανότητα επαναγοράς των μετοχικών μεριδίων τους.

Σύμφωνα με το Business Insider, μία μείωση της προσφοράς ή αύξηση της κατανάλωσης λόγω «ψυχρού κύματος» θα βοηθήσει την Chesapeake και τον γενικότερο κλάδο να ανακάμψουν από τον κυκεώνα αυτό. Επιπροσθέτως, οι εταιρείες φυσικού αερίου θα πρέπει να προσηλωθούν περαιτέρω στη βελτίωση της κερδοφορίας τους και όχι στην ανάπτυξη των παραγωγικών τους ικανοτήτων.

Διαβάστε ακόμη:

Χρηματιστήριο: Πώς έφθασε στις 1.000 μονάδες μετά από … 97 μήνες – H κατοχύρωση κερδών και η συνέχεια

Πινακίδες και τέλη ΙΧ «με τον μήνα» από τον Απρίλιο

Υδρογονάνθρακες: Προσδοκίες για σημαντικά κοιτάσματα φυσικού αερίου στην Κρήτη από την ExxonMobil