Η παραγωγή κι η χρήση «καθαρών» μορφών ενέργειας από τον πρωτογενή τομέα, καθώς κι η ορθολογική αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων, περιλαμβάνονται στην ολιστική προσέγγιση που προωθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς υλοποίηση της νέας αναπτυξιακής στρατηγικής της και της Πράσινης Συμφωνίας της Ευρώπης, για μια δίκαιη εξελισσόμενη και κλιματικά ουδέτερη οικονομία και κοινωνία.

Προσανατολισμένη ανάλογα, η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) ορίζει ότι το 40% των χρηματοδοτήσεών της αφορούν δράσεις άμεσα συνδεδεμένες με το κλίμα, ενώ μεγάλη είναι η βαρύτητα που έχουν στο ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης οι πράσινες μορφές ενέργειας, σε ότι αφορά τον τρόπο κατανομής των προς διάθεση κονδυλίων.

Εξάλλου, είναι γνωστό ότι τόσο ο αγροτικός όσο κι ο κτηνοτροφικός τομέας λογίζονται ενεργοβόροι. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί τις ποσότητες καυσίμων που καταναλώνονται ετησίως για την κίνηση των αγροτικών οχημάτων, τη χρήση μηχανημάτων καλλιέργειας, σποράς και συλλογής καρπών, όπως και τη λειτουργία των θερμοκηπίων, ώστε να αντιληφθεί τη σπουδαιότητα τις πράσινης πολιτικής την οποία επιδιώκει να καθιερώσει η Κομισιόν στον πρωτογενή τομέα.

Τόσο σε επίπεδο Ε.Ε., όσο και σε επίπεδο κρατών μελών, σήμερα, δίδεται ιδιαίτερη έμφαση:

  • Στην εξασφάλιση ενεργειακών πόρων από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) όπως η ηλιακή, η αιολική, η υδροηλεκτρική και η γεωθερμική.
  • Στην αντικατάσταση, στο πεδίο της παραγωγής, των παραδοσιακών καυσίμων από νέα καθαρότερα καύσιμα ή άλλες ενεργειακές πηγές, όπως η ηλεκτρική ενέργεια.
  • Στην «έξυπνη» διαχείριση και χρήση των ενεργειακών πόρων ώστε να προλαμβάνεται η κατασπατάλησή τους.
  • Στην αξιοποίηση εφαρμογών κυκλικής οικονομίας, με σκοπό την παραγωγή πράσινης ενέργειας από πρώτες ύλες που επιβαρύνουν το περιβάλλον (απόβλητα, απορρίμματα κ.α.).
  • Στη σταδιακή χρήση ηλεκτρικών οχημάτων για γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες.

Μια από τις πλέον καινοτόμες μορφές παραγωγής ενέργειας, που με την πάροδο του χρόνου κερδίζει όλο και περισσότερο την αποδοχή των επενδυτικών σχημάτων, είναι η οργάνωση μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από βιοαέριο. Πρόκειται για εγκαταστάσεις οι οποίες τροφοδοτούνται από απόβλητα βουστασίων και πτηνοτροφείων αντίστοιχα, απορροφώντας μεγάλες ποσότητες αποβλήτων, ενώ το παραγόμενο μείγμα διατίθεται σε καλλιεργητές ως λίπασμα.

Βέβαια, η παραγωγή βιοενέργειας μπορεί να εξασφαλίζει μια σειρά από σημαντικά οφέλη για την αγροτική οικονομία, όπως και για τοπικές κοινωνίες με μεγάλη εισοδηματική εξάρτηση από τον πρωτογενή τομέα, ωστόσο ενέχει και σοβαρούς περιβαλλοντικούς ή άλλους κινδύνους.

Ειδικότερα, στη «ζυγαριά» των συνεπειών από την παραγωγή βιοενέργειας, στα θετικά περιλαμβάνονται:

  • H στήριξη της γενικότερης προσπάθειας απεξάρτηση της ενεργειακής παραγωγής από τα ορυκτά παραδοσιακά καύσιμα και τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
  • Η διαμόρφωση συνθηκών για νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες.
  • Η ενίσχυση της απασχόλησης.
  • Η εξασφάλιση διαφορετικών πηγών εισοδήματος για τους παραγωγούς του πρωτογενούς τομέα.
  • Ο εμπλουτισμός των παρεχόμενων προς τις αγροτικές κοινότητες υπηρεσιών.

Στον αντίποδα, απαιτείται ιδιαίτερη για τις όποιες συνέπειες δύναται να υπάρξουν από την αλλαγή της χρήσης γης, την εντατικοποίηση της διαχείρισης των δασών ή την εντατική καλλιέργεια ενεργειακών φυτών, ενδεχόμενα τα οποία είναι δυνατό να οδηγήσουν σε:

  • Μείωση της βιοποικιλότητας.
  • Υποβάθμιση του εδάφους
  • Λειψυδρία και ρύπανση των υδάτων.

Επίσης, προσοχή απαιτείται και σχετικά με την καύση βιομάζας ξύλου αφού μπορεί να προκαλεί υψηλότερες εκπομπές ορισμένων επιβλαβών ατμοσφαιρικών ρύπων. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, που ήδη έχει ανοίξει διάλογος μεταξύ φορέων της αγοράς σχετικά με το κατά πόσο η βιομάζα ξύλου έχει πράγματι ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα.

Στο επίκεντρο της σύνδεσης της αγροτικής οικονομίας με την πράσινη ενέργεια βρίσκονται κι οι επενδύσεις για εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών, οι οποίες στην Ελλάδα έχουν λάβει μεγάλες διαστάσεις, αποτελώντας ένα επιτυχημένο εγχείρημα στην προσπάθεια μείωσης του ανθρακικού ενεργειακού αποτυπώματος της χώρας.

Όμως, πίσω από κάθε επένδυση για φωτοβολταϊκά πάρκα εγκατεστημένα σε αγροτικές εκτάσεις «κρύβεται» το ζήτημα της διαχείρισης της βλάστησης για την ανεμπόδιστη λειτουργία των σχετικών έργων, η οποία αυξάνει τα κόστη λειτουργίας των φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων, ενώ αποκτά διαφορετικές διαστάσεις ανάλογα την περιοχή και τη βιοποικιλότητά της. Διέξοδο σε αυτό το προσφέρει η βοσκή των ζώων, η οποία επί της ουσίας είναι ανέξοδη για τη λειτουργία του έργου και ταυτόχρονα δίδει λύση στο πρόβλημα της έλλειψης βοσκοτόπων που δημιουργεί η εκτεταμένη, στην Ελλάδα, ανάπτυξη των φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων.

Στο μεταξύ, στη μείωση του ενεργειακού αποτυπώματος της αγροτικής οικονομίας συμβάλλει αδιαμφισβήτητα κι η χρήση του φυσικού αερίου ως καυσίμου, στον πρωτογενή τομέα και ειδικότερα σε μονάδες εκτροφής ζώων, στα ιχθυοτροφία, στα ξηραντήρια καπνού και καρπών, όπως και στα θερμοκήπια, είτε χρησιμοποιούν παραδοσιακές μεθόδους παραγωγής, είτε βασίζονται στην υδροπονία.

Η «καθαρή» ενέργεια αποτελεί τομέα στον οποίο η Γερμανία επενδύει συστηματικά τόσο εντός της επικράτειάς της, όσο και σε τρίτες χώρες και το ενδιαφέρον της για την Ελλάδα, η οποία βασίζει την ανάπτυξή της στην πρωτογενή παραγωγή, παραμένει υψηλό. Κατέχοντας εξειδικευμένη γνώση, βαθιά εμπειρία, αλλά και διαθέτοντας ισχυρή κεφαλαιακή δύναμη, είναι έτοιμη θα επενδύσει και στην Ελλάδα για την εγκατάσταση νέων μονάδων παραγωγής εναλλακτικών καυσίμων.

Το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο έχει ήδη διαθέσει χρόνο και πόρους, ώστε να φέρει πιο κοντά τις δύο κοινότητες, με σκοπό την «καλλιέργεια» ενός κοινού πεδίου παραγωγής εναλλακτικών καυσίμων, με τη συνδρομή του πρωτογενή τομέα, σε διττό ρόλο: του συμπαραγωγού και του χρήστη «καθαρών» καυσίμων.

Βέβαια, για να συνδράμει ο νέος αγρότης στην πολύ σημαντική αυτή προσπάθεια, απαιτείται η εκπαίδευσή του με σύγχρονα μέσα ώστε να αποκτήσει όλες τις αναγκαίες γνώσεις για τη σωστή χρήση των πράσινων πηγών ενέργειας, όπως και για τη ορθολογική εφαρμογή τεχνολογιών που σχετίζονται με τις νέες μορφές καυσίμων. Στο πλαίσιο αυτό, το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο προγραμματίζει σειρά εκπαιδευτικών δράσεων για τη βελτίωση της ποιότητας των γνώσεων του νεοεισερχόμενου αγρότη στην πρωτογενή τομέα, με την παρακολούθηση ειδικών προγραμμάτων, βασισμένων στα γερμανικά πρότυπα επαγγελματικής εκπαίδευσης.

Παράλληλα, ολοκλήρωσε μελέτη μέσα από την οποία ανέδειξε τα επαγγέλματα του αγροτικού τομέα που προσφέρουν ευκαιρίες για κάθε ενδιαφερόμενο νέο να κτίσει το επαγγελματικό του μέλλον στον πρωτογενή τομέα.

Τέλος, το ΙΟΒΕ εκπόνησε για λογαριασμό του Επιμελητηρίου, ειδική μελέτη σχετικά με τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας που αξιολογούνται ως ελκυστικοί για τη διενέργεια επενδύσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τόσο η αγορά ενέργειας, όσο και ο πρωτογενής τομέας.

*Ο Δρ Αθανάσιος Κελέμης είναι Γενικός Διευθυντής του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου