Με όλη την Ευρώπη να αναζητά τρόπους ελάφρυνσης του ενεργειακού κόστους σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, το παράδειγμα Ισπανίας και Πορτογαλίας αναπαράγεται ως μία πιθανή λύση.

Οι δύο χώρες της Ιβηρικής- και οι δύο υπό σοσιαλιστική ηγεσία- ζήτησαν και έλαβαν από τις Βρυξέλλες «πράσινο φως» για την επιβολή πλαφόν στις τιμές του φυσικού αερίου που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αποσυνδέοντας έτσι την εκτόξευση των τιμών του φυσικού αερίου από τους λογαριασμούς των τελικών καταναλωτών. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ισπανικής κυβέρνησης, αυτό θα οδηγήσει σε μείωση των τιμών ηλεκτρικού για το 30% των νοικοκυριών και 70% της βιομηχανίας.

Γιατί χρειαζόταν την έγκριση των Βρυξελλών;

Γιατί εντός της ΕΕ ισχύουν κοινοί κανόνες στην αγορά ενέργειας, κάτι που σε συνδυασμό με τις διασυνοριακές υποδομές, σημαίνει ότι η ενέργεια που παράγεται σε μία χώρα μέλος μπορεί να μεταφερθεί και να καταναλωθεί σε μία άλλη. Στόχος αυτής της πολιτικής είναι – σε κανονικές συνθήκες- η διασφάλιση ενεργειακής επάρκειας και των καλύτερων τιμών.

Ισπανία και Πορτογαλία κατάφεραν να λάβουν εξαίρεση από το σύστημα «οριακής τιμολόγησης» που ισχύει στην ΕΕ, πείθοντας ότι αποτελούν «ενεργειακά νησιά», δηλαδή ότι η ηλεκτρική διασύνδεσή τους με τα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ είναι ελάχιστη.

Θα μπορούσε η Ελλάδα να ακολουθήσει μία ανάλογη πολιτική;

«Το πακέτο μέτρων της Ελλάδας φέρνει την ίδια και μεγαλύτερη μείωση των τιμών ρεύματος των καταναλωτών με τον μηχανισμό Ισπανίας-Πορτογαλίας, ο οποίος δεν είχε νόημα να εφαρμοσθεί στην Ελλάδα» απαντά στο newmoney ο Παντελής Κάπρος, καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας και Επιχειρησιακής Έρευνας στη Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Η/Υ του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

«Οι συνθήκες είναι διαφορετικές, δεδομένου ότι η Ισπανία-Πορτογαλία εισάγουν κυρίως Υγροποιημένο Φυσικό Αέριο, έχουν πολύ μεγάλο ποσοστό ΑΠΕ στο μείγμα τους και έχουν πολύ αδύναμη ηλεκτρική διασύνδεση με την υπόλοιπη Ευρώπη» προσθέτει.

Όπως αναφέρει ο Π. Κάπρος, «σε μερικές χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία-Πορτογαλία, γίνεται διαπραγμάτευση μεγάλου μέρους της κατανάλωσης ηλεκτρισμού στη χρηματιστηριακή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ στις περισσότερες χώρες το ποσοστό αυτό είναι μικρό και εκεί η κατανάλωση εξυπηρετείται κυρίως από διμερή μακροχρόνια συμβόλαια.

Έτσι αποφεύγεται η μετακύλιση της χρηματιστηριακής τιμής στον καταναλωτή ο οποίος έχει σταθερότερες τιμές που αντανακλούν το μέσο κόστος ηλεκτροπαραγωγής παρά το ακραίο κόστος του χρηματιστηρίου. Το πρόβλημα είναι η μετακύλιση των ακραίων τιμών του χρηματιστηρίου στον καταναλωτή αντί του μεσοσταθμικού κόστους του ηλεκτρισμού στο οποίο ένα τμήμα μόνο και όχι το σύνολο εξαρτάται από τις τιμές φυσικού αερίου.

Η διαφορά συνίσταται στα υπερβάλλοντα έσοδα πάνω από το κόστος, τα υπερ-έσοδα των παραγωγών που δεν χρησιμοποιούν φυσικό αέριο. Αφού η αγορά η ίδια, λόγω συνθηκών ανταγωνισμού δεν καταφέρνει να προσφέρει ηλεκτρισμό στους καταναλωτές σε τιμές μέσου κόστους, χωρίς δηλαδή τα υπερ-έσοδα, το κράτος οφείλει να παρέμβει, να διορθώσει την αποτυχία της αγοράς συλλέγοντας τα υπερ-έσοδα και αφαιρώντας τα με τη μορφή επιδοτήσεων από τα τιμολόγια των καταναλωτών. Αυτό ακριβώς κάνει το μέτρο που εξήγγειλε η κυβέρνηση και περιλαμβάνεται στα μέτρα που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο REPowerEU.»

Η αντίδραση στην εκτόξευση του ενεργειακού κόστους, οι επιπτώσεις των νέων μηχανισμών της αγοράς στην εμπορία ενέργειας και οι διασυνοριακές συνεργασίες για ενεργειακή επάρκεια και ασφάλεια θα βρεθούν στο επίκεντρο των συζητήσεων αρμόδιων υπουργών και εκπροσώπων της αγοράς της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στο συνέδριο Athens Energy Dialogues με τίτλο Energy Securities Strategies, που πραγματοποιείται στην Αθήνα στις 26 & 27 Μαΐου.

Σε ότι αφορά, πάντως, στην εσωτερική αγορά ενέργειας και την πιθανότητα νέων παρεμβάσεων για τη μείωση των τιμών, ο πήχης είναι χαμηλά.

«Το πακέτο μέτρων για τη ρύθμιση των τιμών ηλεκτρισμού στοχεύει στην καρδιά του προβλήματος, δηλαδή στη συλλογή των υπερ-εσόδων των ηλεκτροπαραγωγών και την επιδότηση των τιμολογίων ρεύματος» εξηγεί ο Π. Κάπρος.

«Για να μειωθούν οι τιμές συνεισφέρει και ο κρατικός προϋπολογισμός στις επιδοτήσεις. Ο μηχανισμός που επελέγη προξενεί ελάχιστη επίπτωση στον ανταγωνισμό στις αγορές, καθώς και στο διασυνοριακό εμπόριο, γιατί αλλιώς δεν θα εγκρινόταν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Είναι το μάξιμουμ που μπορεί να γίνει για τις τιμές στο πλαίσιο των ακραίων καταστάσεων που βιώνουμε.

Το βέλτιστο θα ήταν μία ενιαία παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όμως ως προς αυτό διαπιστώνεται έλλειμμα πολιτικής και μεγάλη καθυστέρηση. Το πακέτο REPowerEU της 18ης Μαΐου είναι μια καλή βάση έστω και αργά» καταλήγει ο Π. Κάπρος.