Το χθεσινό ιστορικό ρεκόρ που κατέγραψε η τιμή των δικαιωμάτων εκπομπών στην Ε.Ε., ξεπερνώντας τα 41 ευρώ/τόνο αποτελεί σίγουρα ένα «ορόσημο», ταυτόχρονα όμως και ένα «καμπανάκι».

Είναι γνωστό ότι ο μηχανισμός της κοστολόγησης των ρύπων αποτυπώνει την αδήριτη ανάγκη μείωσης του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των μεγάλων βιομηχανιών και άλλων επιχειρήσεων. Την ίδια ώρα, όμως, είναι προφανές ότι έχει στηθεί γύρω από αυτή την υπόθεση ένα κερδοσκοπικό γαϊτανάκι που εξυπηρετεί διάφορα ισχυρά συμφέροντα.

Δεν είναι τυχαίο, ότι μόνο μέσα στο τελευταίο εξάμηνο οι τιμές των δικαιωμάτων αυξήθηκαν κατά πάνω από 50%, καθιστώντας τη μάχη κατά του άνθρακα ένα από τα πλέον προσοδοφόρα επενδυτικά πεδία, «μαγνητίζοντας» funds και άλλους παράγοντες.

Σε κάθε περίπτωση, η Ε.Ε. έχει υιοθετήσει μια στρατηγική απανθρακοποίησης που δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού. Είναι δηλαδή ένας δρόμος χωρίς επιστροφή, με ό,τι σημαίνει αυτό για την επιβαλλόμενη ταχύτατη προσαρμογή της βιομηχανίας και των ενεργειακών ομίλων στη νέα πραγματικότητα.

Αυτό που δείχνουν οι εξελίξεις, αφενός με μεγάλες επιχειρήσεις να «στοκάρουν» δικαιώματα, αφετέρου με την επιλογή πολλών ενεργοβόρων βιομηχανιών να «μεταναστεύσουν» σε τρίτες χώρες με χαλαρότερους περιβαλλοντικούς όρους, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η μετάβαση δεν θα «αναίμακτη», ούτε χωρίς συγκρούσεις σε πολιτικό και γεωπολιτικό επίπεδο.

Έρχεται ο φόρος άνθρακα στα σύνορα

Ήδη στην Κομισιόν επεξεργάζονται το σχέδιο επιβολής ενός φόρου άνθρακα στα σύνορα προκειμένου να βάλουν φραγμό σε αυτό το ρεύμα μετεγκατάστασης, ενώ από την άλλη πυκνώνουν οι διεργασίες για την σταδιακή κατάργηση των δωρεάν δικαιωμάτων στη βιομηχανία. Αν και μέχρι τώρα οι σχετικές προτάσεις έχουν καταψηφιστεί από το Ευρωκοινοβούλιο, θεωρείται βέβαιο ότι θα επανέλθουν. Έτσι, η Κομισιόν, που τον Ιούνιο θα παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για νέο μηχανισμό, θα πρέπει να αναζητήσει μια χρυσή τομή. Η οποία θα διασφαλίζει τους «πράσινους» στόχους, αλλά και δεν θα αποδυναμώνει την ευρωπαϊκή βιομηχανία.

Ούτως ή άλλως, η Ε.Ε. στο πλαίσιο του φιλόδοξου Green Deal, η Ε.Ε. έχει ήδη κάνει πολύ τολμηρά, -κατά πολλούς και άστοχα-,βήματα , όπως μεταξύ άλλων, η «ενοχοποίηση» του φυσικού αερίου που αν και αναγνωρισμένο ως «καύσιμο γέφυρα» σταδιακά εξοβελίζεται από τα ευρωπαϊκά προγράμματα και τις θεσμικές πηγές χρηματοδότησης.

Ο αντίκτυπος για τους ελληνικούς ομίλους

Σε αυτό το ρευστό και δύσκολο περιβάλλον που καλούνται να ανταποκριθούν οι ελληνικοί όμιλοι, τουλάχιστον οι μεγαλύτεροι δείχνουν αξιοσημείωτα αντανακλαστικά. Το παράδειγμα της ΔΕΗ, με το ομόλογο που πέτυχε υπερκάλυψη 4 φορές, προνομιακό κουπόνι (3,87%) και άντληση 650 εκατ. έναντι των 500 εκατ. του αρχικού στόχου της έκδοσης, είναι χαρακτηριστικό.

Η ειδοποιός διαφορά, που εκτιμάται ότι λειτούργησε καταλυτικά για την προσέλκυση των ξένων θεσμικών (κάλυψαν το 70%), έγκειται στο γεγονός ότι είναι η πρώτη έκδοση που συνδέεται δεσμευτικά με την επίτευξη των στόχων αειφορίας για μείωση των εκπομπών κατά 40% έως το 2022. Έτσι ώστε, σε περίπτωση «αστοχίας» να προβλέπεται επιβάρυνση στο κόστος δανεισμού κατά 50 μονάδες βάσης.

Η ΔΕΗ, που αποτελεί τον πλέον επιβαρυμένο παίκτη λόγω του λιγνιτικού δυναμικού της, αλλάζει σελίδα, ρίχνοντας το βάρος στην επιτάχυνση ανάπτυξης του πυλώνα των ΑΠΕ (με τον πήχη να έχει τεθεί στα 1,3 GW μέχρι το 2023).

Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και άλλοι μεγάλοι ενεργειακοί όμιλοι, όπως η ΤΕΡΝΑ και η Mytilineos, ξεδιπλώνοντας «πράσινα» επενδυτικά προγράμματα εκατοντάδων εκατομμυρίων.

Με άλλα λόγια, είναι μονόδρομος ο σταδιακός μετασχηματισμός των ελληνικών επιχειρήσεων προκειμένου να ανταποκριθούν στα νέα «μέτρα και σταθμά». Αυτό επιτάσσει στις περισσότερες περιπτώσεις αλλαγή και αναπροσανατολισμό της στρατηγικής τους.

Υπάρχει όμως και ένα ακόμη «δεδομένο». Ότι μεγάλο μέρος της ελληνικής, -όπως και της ευρωπαϊκής-, βιομηχανίας και ιδιαίτερα της ενεργοβόρας δεν είναι έτοιμο να ακολουθήσει αυτό το δρόμο.  Έτσι, χρειάζονται πόροι και ειδικά προγράμματα, στοχευμένα στον εκσυγχρονισμό και την ριζική αναβάθμιση των παραγωγικών υποδομών. Σε αυτό το πλαίσιο, η ευκαιρία που δίνεται μέσα από το Ταμείο Ανάκαμψης ίσως είναι η τελευταία.

Η προσέλκυση επενδύσεων στη χώρα

Ταυτόχρονα, η ανατροπή που φέρνει η εκτόξευση της τιμής των ρύπων και η προτεραιότητα που δίνεται στην αποφασιστική διείσδυση των ΑΠΕ, αναδεικνύει ένα μοναδικό momentum αφενός για την προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων στη χώρα, -κάτι που το βλέπουμε ήδη με την άφιξη όλο και περισσότερων μεγάλων πολυεθνικών παικτών-, αφετέρου με τις δυνατότητες να στηθούν τώρα νέα επιχειρηματικά εγχειρήματα εστιασμένα στις ευκαιρίες και τις ανάγκες της ενεργειακής  μετάβασης.