Τα βατραχοπόδαρα αποτελούν ίσως το πιο χαρακτηριστικό πιάτο στη Γαλλία. Τραγανά, τηγανητά και καρυκευμένα με σκόρδο, σερβίρονται σε πολλά εστιατόρια και η ετήσια κατανάλωση στη Γαλλία φτάνει τους 4.000 τόνους. Όμως, ενώ το Υπουργείο Γεωργίας θεωρεί το πιάτο ως μέρος της γαστρονομικής κληρονομιάς της Βουργουνδίας-Φρανς-Κοντέ στην ανατολική Γαλλία, τα περισσότερα βατραχοπόδαρα προέρχονται πλέον από αλλού.

Στην ίδια τη Γαλλία, τα βρώσιμα είδη βατράχων προστατεύονται εδώ και δεκαετίες και η αλιεία τους ρυθμίζεται αυστηρά. Στη Βουργουνδία-Φρανς-Κοντέ, η αλιεία και θανάτωση βατράχων επιτρέπεται υπό συγκεκριμένες συνθήκες, μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου, όταν έρχονται στις λίμνες για να αναπαραχθούν. Ωστόσο, περίπου 2.800 τόνοι βατραχοπόδαρων εισάγονται κάθε χρόνο από το εξωτερικό.

Έτσι, η μεγάλη ζήτηση δεν απειλεί μόνο τα σπάνια είδη βατράχων στις εξαγωγικές χώρες, αλλά και την ισορροπία των οικοσυστημάτων τους.

Ο ειδικός στα αμφίβια Γκάντζαρ Καχυάντι, επιμελητής του Μουσείου Ζωολογίας στην Ιάβα της Ινδονησίας, η οποία αποτελεί τον μεγαλύτερο εξαγωγέα, λέει στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων πως «το εμπόριο βατραχοπόδαρων παρακολουθείται και ρυθμίζεται ελάχιστα από την κυβέρνηση», προσθέτοντας πως «δεν έχουμε στοιχεία για το πόσοι βάτραχοι εξάγονται και πόσοι απομένουν στη φύση».

Η κατάσταση είναι παρόμοια στο Βιετνάμ, που είναι επίσης σημαντικός εξαγωγέας αμφιβίων. Ο αριθμός των βατράχων έχει μειωθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες, όπως λέει η Μάι Νγκουιέν από την οργάνωση προστασίας των ζώων Humane Society International.

«Όταν ήμουν παιδί και ζούσα στην ύπαιθρο, ήταν εύκολο να βρεις και να πιάσεις βατράχια, αλλά τώρα – σχεδόν 40 χρόνια αργότερα – οι άγριοι βάτραχοι είναι δυσεύρετοι», λέει.

Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν σχέδια για τον περιορισμό του εμπορίου και των εξαγωγών.

Διαβάστε τη συνέχεια στην DW