Μετά από μια δεκαετία συρρίκνωσης και αποεπένδυσης, η ελληνική παρουσία στα Βαλκάνια αλλάζει ξανά κλίμακα. Η άνοδος των ελληνικών εξαγωγών που προσεγγίζουν πλέον τα 10 δισ. ευρώ ετησίως στην περιοχή, οι νέες επενδύσεις που έχουν ανεβάσει την τελευταία τριετία το απόθεμα των ελληνικών επενδύσεων στην περιοχή πάνω από 10 δισ. ευρώ και οι πρόσφατες κινήσεις μεγάλων ομίλων σε ενέργεια, υποδομές, βιομηχανία και λιανεμπόριο συνθέτουν ένα περιβάλλον έντονης επανενεργοποίησης.

Ηδη, με βάση τα επίσημα στοιχεία, πάνω από 12.000 επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων δραστηριοποιούνται στο λεγόμενο «βαλκανικό τόξο». Και φαίνεται ότι έπεται συνέχεια, αφού οι ελληνικές εταιρείες από διάφορους κλάδους αναζητούν εκ νέου ζωτικό χώρο για επέκταση και ανάπτυξη έχοντας σηκώσει τη σημαία της εξωστρέφειας.

Μεγάλες αλλά και μικρότερες ελληνικές εταιρείες, από τη ΔΕΗ και τη Metlen μέχρι τους ομίλους κατασκευών, τα ταχυκίνητα καταναλωτικά brands (FMCG), τις βιομηχανίες δομικών υλικών και τα logistics αντιμετωπίζουν πλέον τα Βαλκάνια όχι ως γειτονικές αγορές, αλλά ως ένα ενιαίο περιφερειακό πεδίο ανάπτυξης. Μια στροφή την οποία ενισχύουν η ενεργειακή διαλειτουργικότητα, οι νέες υποδομές, οι ευρωπαϊκοί πόροι, αλλά και η αναβάθμιση των οικονομιών της περιοχής που πλέον ωριμάζουν και ενσωματώνουν ευρωπαϊκές πολιτικές.

Μάλιστα η πρόοδος του Κάθετου Διαδρόμου Φυσικού Αερίου -της στρατηγικής διασύνδεσης Ελλάδας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Ουγγαρίας και Ουκρανίας-, η διασύνδεση Ελλάδας – Βόρειας Μακεδονίας, η αναβαθμισμένη λειτουργία του IGB και η διαλειτουργικότητα με τον TAP, που δημιουργούν έναν νέο ενεργειακό άξονα, αντιμετωπίζονται ως καταλύτες εξελίξεων στο ευρύτερο επιχειρηματικό πεδίο. Τροφοδοτεί δε τις προσδοκίες ότι την επόμενη πενταετία η εξωστρέφεια των ελληνικών επιχειρήσεων στην περιοχή μπορεί να επιταχυνθεί περαιτέρω μέσω της δημιουργίας ενός σταθερού διαδρόμου για τα ελληνικά κεφάλαια, τα προϊόντα και τις υπηρεσίες.

Ρουμανία

Αν υπάρχει μια αγορά που συμπυκνώνει ολόκληρη την ιστορία της ελληνικής επιστροφής στα Βαλκάνια, αυτή είναι η Ρουμανία. Με οικονομία που αναπτύσσεται σταθερά, με τεράστια διαθέσιμα ευρωπαϊκών πόρων και με συνεχή ανάγκη για νέες υποδομές, δίκτυα, ενέργεια και βιομηχανία, η χώρα έχει μετατραπεί στο φυσικό πεδίο περιφερειακής επέκτασης για δεκάδες ελληνικούς ομίλους.

Τα στοιχεία είναι εντυπωσιακά: περισσότερες από 8.830 εταιρείες έχουν ελληνικό κεφάλαιο, περίπου 2.000 από αυτές παραμένουν ενεργές και παρουσιάζουν συνολικό κύκλο εργασιών της τάξης των 5,8 δισ. ευρώ με πάνω από 20.000 εργαζομένους. Το συνολικό απόθεμα ελληνικών Αμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) φτάνει στα 4 δισ. ευρώ, τοποθετώντας την Ελλάδα στις έξι σημαντικότερες επενδύτριες χώρες της ρουμανικής οικονομίας, με βάση την τελευταία ετήσια έκθεση του Γραφείου Εμπορικών Υποθέσεων της Πρεσβείας μας στο Βουκουρέστι.

Σε αυτό το υπόβαθρο προστίθεται το γεγονός ότι η Ρουμανία αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους εξαγωγικούς προορισμούς της Ελλάδας. Το 2024 οι ελληνικές εξαγωγές ανήλθαν σε 1,815 δισ. ευρώ, δημιουργώντας ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά πλεονάσματα της χώρας με κράτος-μέλος της Ε.Ε. (+694 εκατ. ευρώ) και επιβεβαιώνοντας ότι οι εμπορικοί δεσμοί έχουν αποκτήσει πλέον διαρθρωτική διάσταση. Τα ελληνικά προϊόντα καταλαμβάνουν θέση σε κρίσιμους τομείς: ενέργεια και καύσιμα, μέταλλα, χημικά, τρόφιμα, φάρμακα, εξοπλισμό και δομικά υλικά.

Στο επίκεντρο της νέας περιόδου βρίσκεται ο κλάδος της ενέργειας. Η ΔΕΗ, που μετά την ολοκλήρωση της εξαγοράς της Enel Romania κατέστη ένας από τους μεγαλύτερους ενεργειακούς ομίλους της χώρας, έχει ανακοινώσει πολυετές επενδυτικό πλάνο ύψους 3 δισ. ευρώ έως το 2028, με έργα σε δίκτυα, ΑΠΕ και μονάδες ευελιξίας. Την ίδια στιγμή, η ΔΕΗ Ανανεώσιμες προχωρά στην κατασκευή νέου αιολικού πάρκου ισχύος 140 MW στην περιοχή Ντελένι, έργο στρατηγικής σημασίας που ενισχύει ακόμη περισσότερο την ενεργειακή της παρουσία στη χώρα και δημιουργεί το υπόβαθρο για περαιτέρω επεκτάσεις σε μεγάλης κλίμακας projects. Ανάλογη δυναμική αναπτύσσει και ο Ομιλος Metlen, που το 2024 υπέγραψε συμφωνία για την απόκτηση του 75% του ενεργειακού trading της Most Energy στη Βουλγαρία, ενισχύοντας παράλληλα το αποτύπωμά της στη Ρουμανία, όπου αναπτύσσει έργα ΑΠΕ και συμμετέχει σε νέα φωτοβολταϊκά πάρκα μέσω συνεργασιών. Ο όμιλος διαμορφώνει πλέον μια ενιαία στρατηγική παρουσίας σε Ρουμανία – Βουλγαρία – Ουγγαρία αξιοποιώντας την περιφερειακή ολοκλήρωση των αγορών ενέργειας.

Σημαντικό βάρος έχουν και οι άλλοι μεγάλοι ελληνικοί ενεργειακοί όμιλοι. Η Motor Oil, η HelleniQ Energy και η Copelouzos/Gastrade συμμετέχουν σε έργα που σχετίζονται με την εμπορία φυσικού αερίου, τις ροές LNG και τη λειτουργία του Vertical Corridor, ενώ η εξαγωγή ελληνικού φυσικού αερίου και LNG προς τις ρουμανικές αγορές αποκτά πλέον οργανωμένη μορφή μέσα από το σχήμα Atlantic – SEE LNG, στο οποίο συμμετέχει η ΔΕΠΑ Εμπορίας και ελληνική εταιρεία υποδομών. Η Ρουμανία μετατρέπεται έτσι σε βασικό αποδέκτη του νέου ενεργειακού άξονα που ξεκινά από τα ελληνικά terminals και τα δίκτυα του ΔΕΣΦΑ.

Πέρα από την ενέργεια, η ρουμανική αγορά αποτελεί ίσως το σημαντικότερο γήπεδο για τις ελληνικές τεχνικές εταιρείες. Η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ συμμετέχει σε μεγάλα έργα σιδηροδρόμων και μεταφορών, η Intrakat και η Intracom αξιοποιούν ευκαιρίες σε τηλεπικοινωνιακά έργα και έργα υποδομών, ενώ στην αγορά των logistics ελληνικές εταιρείες εξετάζουν νέα επενδυτικά σχέδια καθώς η Ρουμανία λειτουργεί ως κομβικό σημείο στον διάδρομο Βορρά – Νότου και την πρόσβαση προς την Κεντρική Ευρώπη.

Η ελληνική βιομηχανία έχει εξίσου έντονη παρουσία. Η Viohalco διατηρεί ισχυρές εμπορικές και παραγωγικές δραστηριότητες, ενώ εταιρείες όπως η Alumil, η Isomat, η Πλαστικά Κρήτης, η Calpak και αρκετές ακόμη έχουν σταθερό αποτύπωμα σε δίκτυα χονδρικής, λιανικής και κατασκευών. Στα FMCG, μαζί με παραδοσιακούς παίκτες όπως η Coca-Cola HBC, ξεχωρίζει και η Ελληνικά Γαλακτοκομεία, η οποία χρησιμοποιεί τη ρουμανική θυγατρική της, Alföldi Tej, ως άξονα για την περαιτέρω διείσδυση στα Βαλκάνια, όπως φάνηκε από την πρόσφατη αποτυχημένη προσπάθεια εξαγοράς ουγγρικής γαλακτοβιομηχανίας.

Παράλληλα, καταγράφεται και μια νέα δυναμική στο οργανωμένο λιανεμπόριο, όπου ελληνικά brands ενισχύουν συνεχώς την παρουσία τους στη ρουμανική αγορά. Η Jumbo έχει αναπτύξει ένα από τα μεγαλύτερα διεθνή δίκτυά της στη Ρουμανία, με συνεχή ανοίγματα και υψηλές επιδόσεις που καθιστούν τη χώρα στρατηγικό πυλώνα για τον όμιλο. Το ίδιο επιδιώκει και ο όμιλος Fais με τα δικαιώματα του brand KIKO Milano.

Βουλγαρία

Η Βουλγαρία παραμένει από τις πιο σταθερές αγορές για τις ελληνικές επιχειρήσεις και συγχρόνως μια χώρα όπου η Ελλάδα διατηρεί μία από τις μεγαλύτερες επενδυτικές θέσεις μεταξύ ξένων χωρών. Το 2024 οι ελληνικές εξαγωγές προς τη Βουλγαρία ανήλθαν σε 2,83 δισ. ευρώ, επιβεβαιώνοντας τη βαθιά διασύνδεση των δύο οικονομιών. Η Ελλάδα καταγράφει σταθερό πλεόνασμα και παραμένει από τους σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους της χώρας, με ροές που αφορούν ενέργεια, καύσιμα, βιομηχανικά υλικά, τρόφιμα, χημικά και μηχανολογικό εξοπλισμό.

Στο επενδυτικό επίπεδο η εικόνα είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή. Το 2024 η Ελλάδα ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα προέλευσης ΑΞΕ στη Βουλγαρία, με καθαρές εισροές 295,1 εκατ. ευρώ. Το συνολικό απόθεμα ελληνικών επενδύσεων στη χώρα αγγίζει τα 4,41 δισ. ευρώ, όπως καταγράφει το Γραφείο Εμπορικών Υποθέσεων της Πρεσβείας μας στη Σόφια στην ετήσια έκθεση του, τοποθετώντας τη Βουλγαρία στην κορυφή των αγορών όπου η ελληνική επιχειρηματικότητα έχει διαχρονικά ισχυρή παρουσία.

Κομβικό ρόλο στη νέα περίοδο διαδραματίζει ξανά η ενέργεια. Η Βουλγαρία είναι στρατηγικός κρίκος του Κάθετου Διαδρόμου φυσικού αερίου και ταυτόχρονα αγορά που εξαρτάται άμεσα από τα ελληνικά LNG terminals. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΔΕΗ έχει εντάξει τη Βουλγαρία στις χώρες πρώτης προτεραιότητας για τη περίοδο 2026-2028, σχεδιάζοντας νέες μονάδες ευέλικτης παραγωγής, επενδύσεις σε ΑΠΕ και έργα αποθήκευσης που θα της επιτρέψουν να αποκτήσει σημαντικό μερίδιο στη βουλγαρική αγορά ηλεκτρισμού.

Παράλληλα, η Metlen ενίσχυσε το 2024 το ενεργειακό της αποτύπωμα με την εξαγορά του 75% του trading arm της Most Energy, ενώ η HelleniQ Energy εξετάζει νέα έργα ΑΠΕ στη Βουλγαρία, αξιοποιώντας την περιφερειακή διαλειτουργικότητα των ηλεκτρικών και αερίων δικτύων. Τα έργα αυτά κατατάσσουν τη Βουλγαρία στο επίκεντρο του νέου ενεργειακού χάρτη ΕλλάδαςΒαλκανίων. Ταυτόχρονα, η λειτουργία του IGB, η άμεση διασύνδεση με τα ελληνικά LNG terminals και η συμμετοχή της Βουλγαρίας στον Κάθετο Διάδρομο δημιουργούν ένα νέο ενεργειακό υπόβαθρο που ευνοεί όσο καμία άλλη χώρα την ελληνική παρουσία.

Στη βιομηχανία και τα δομικά υλικά η ελληνική παρουσία έχει βάθος δεκαετιών. Η Alumil, η ΣΙΔΕΝΟΡ, η Isomat, η Kleemann και πλήθος μικρομεσαίων βιομηχανιών διατηρούν μονάδες ή θυγατρικές που εξυπηρετούν όχι μόνο την τοπική αγορά, αλλά και χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Στον κλάδο των τροφίμων εταιρείες με ελληνική ταυτότητα -από γαλακτοκομικά μέχρι σνακ και συσκευασμένα προϊόντα- έχουν παρουσία σε αλυσίδες λιανικής και χονδρικής, ενώ ο κλάδος του τουρισμού και των υπηρεσιών παραμένει ενεργός χάρη σε ελληνικά ξενοδοχειακά και real estate σχήματα.

Εξίσου αξιοσημείωτη είναι η ελληνική παρουσία στο οργανωμένο λιανεμπόριο της Βουλγαρίας. Η Jumbo, από τις πρώτες ελληνικές εταιρείες που επεκτάθηκαν εκτός συνόρων, διαθέτει σήμερα ένα από τα πιο σταθερά και υψηλής απόδοσης δίκτυα καταστημάτων στη χώρα.

Σερβία

Η Σερβία είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση χώρας όπου αποτυπώνεται ανάγλυφα η πορεία των ελληνικών επιχειρήσεων την τελευταία εικοσαετία: από την εντυπωσιακή είσοδο και κυριαρχία των 2000s στη συρρίκνωση της περιόδου 2010-2017, λόγω της ελληνικής κρίσης, και πλέον στη σταθερή, και συγκροτημένη επιστροφή των τελευταίων ετών. Το 2024 οι ελληνικές εξαγωγές προς τη Σερβία ανήλθαν σε 437,1 εκατ. ευρώ, ενώ το συνολικό διμερές εμπόριο άγγιξε τα 829 εκατ. ευρώ, με σαφές πλεόνασμα υπέρ της Ελλάδας. Παράλληλα, περίπου 250 επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων δραστηριοποιούνται σήμερα στη χώρα, ενώ το απόθεμα των ελληνικών ΑΞΕ στη χώρα διαμορφώνεται στα 250,3 εκατ. ευρώ.

Στο ενεργειακό μέτωπο, όπου η Σερβία αναζητά νέες πηγές εφοδιασμού και διασύνδεσης, η EKO Serbia της HelleniQ Energy αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παίκτες στην αγορά καυσίμων, με εκτεταμένο δίκτυο πρατηρίων και υποδομές αποθήκευσης. Η δυναμική αυτή ενισχύεται από τον νέο ενεργειακό άξονα Ελλάδας – Βουλγαρίας – Ρουμανίας – Ουγγαρίας, μέσω του οποίου δημιουργείται για πρώτη φορά πραγματική προοπτική διαφοροποίησης της σερβικής αγοράς με ελληνικό LNG και διασυνδέσεις φυσικού αερίου.

Η βιομηχανική και παραγωγική παρουσία των ελληνικών επιχειρήσεων στη Σερβία είναι επίσης ιδιαίτερα σημαντική. Η Alumil διατηρεί μονάδα παραγωγής και δίκτυο διανομής αλουμινοκατασκευών, ενώ η Vitex έχει σταθερό αποτύπωμα στην αγορά χρωμάτων και δομικών υλικών τροφοδοτώντας μεγάλα έργα και λιανική. Η Κεραμουργία Βορείου Ελλάδος (ΚΕΒΕ) έχει παρουσία στον κλάδο των δομικών υλικών, ενώ η Isomat και η Kleemann ενισχύουν το ελληνικό βιομηχανικό αποτύπωμα με προϊόντα που διακινούνται σε όλη τη χώρα. Στον κλάδο των δομικών υλικών και των κατασκευών η ελληνική παρουσία είναι ακόμη πιο έντονη: η TITAN, η Sidenor, καθώς και ελληνικά τεχνικά γραφεία και εμπορικές εταιρείες αποτελούν σταθερούς προμηθευτές μεγάλων έργων.

Στο λιανικό εμπόριο ο όμιλος Vero (Βερόπουλος) παραμένει από τους πιο αναγνωρίσιμους πρεσβευτές του ελληνικού retail, διαθέτοντας ισχυρή αλυσίδα σούπερ μάρκετ που επεκτείνεται και εκσυγχρονίζεται συνεχώς. Στον κλάδο των FMCG, η Coca-Cola HBC Serbia έχει λόγο στην τοπική αγορά, ενώ στον τουρισμό αξιοσημείωτη παρουσία έχει, μεταξύ άλλων, η Λάμψα με ξενοδοχειακές μονάδες υψηλού επιπέδου.

Τέλος, η Σερβία αποτελεί παραδοσιακό πεδίο δράσης για τους ελληνικούς ομίλους υποδομών. Η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και η Ακτωρ έχουν συμμετάσχει σε οδικούς άξονες, γέφυρες και έργα του Διευρωπαϊκού Διαδρόμου 10, ενώ ελληνικές εταιρείες τεχνολογίας όπως η Intracom και η Intralot έχουν υλοποιήσει έργα τηλεπικοινωνιών και ψηφιακών συστημάτων.

Βόρεια Μακεδονία

Η Βόρεια Μακεδονία αποτελεί ίσως την πιο φυσική και στενά συνδεδεμένη αγορά για τις ελληνικές επιχειρήσεις, μια σχέση που διαμορφώθηκε την προηγούμενη δεκαετία, ενισχύθηκε εντυπωσιακά τη δεκαετία του 2000 και σήμερα βρίσκεται σε φάση ανανέωσης. Το 2024 οι ελληνικές εξαγωγές προς τη χώρα ανήλθαν σε 986,2 εκατ. ευρώ, με εντυπωσιακό μάλιστα πλεόνασμα υπέρ της Ελλάδας, η οποία παραμένει σταθερά ένας από τους κορυφαίους προμηθευτές της αγοράς, με κυρίαρχη θέση σε καύσιμα, ενέργεια, πλαστικά, μέταλλα, χημικά, δομικά υλικά, τρόφιμα και ποτά.

Αντίστοιχα ισχυρή είναι και η εικόνα των επενδύσεων. Το απόθεμα ελληνικών ΑΞΕ στη Βόρεια Μακεδονία φτάνει στα 750,9 εκατ. ευρώ, ενώ μόνο το 2024 οι νέες ελληνικές καθαρές ροές ΑΞΕ ανήλθαν σε 57,4 εκατ. ευρώ, από τις υψηλότερες εισροές της τελευταίας δεκαετίας. Περισσότερες από 200 ελληνικών συμφερόντων επιχειρήσεις έχουν ενεργή παρουσία στη χώρα, με αποτύπωμα σε ενέργεια, καύσιμα, βιομηχανία, κατασκευές, λιανικό εμπόριο, logistics και υπηρεσίες.

Οι ελληνικές εταιρείες καλύπτουν όλο το παραγωγικό φάσμα της χώρας. Η Cementarnica USJE του Ομίλου ΤΙΤΑΝ παραμένει η μεγαλύτερη τσιμεντοβιομηχανία της χώρας, ενώ η OKTA, ιστορική επένδυση στον κλάδο των καυσίμων, είναι ένας από τους σημαντικότερους ενεργειακούς κόμβους της οικονομίας. Η Dojran Steel της ΣΙΔΕΝΟΡ, η Alumil Skopje, η Αρμός, η Mermeren Kombinat, η Isomat, η Vitex, η Kleemann και η ΚΕΒΕ συγκροτούν ένα ισχυρό ελληνικό cluster στα δομικά υλικά, στις κατασκευές και τη μεταλλουργία. Στον χώρο της κατανάλωσης και του retail η ελληνική παρουσία είναι εξίσου δυναμική μέσω εταιρειών τροφίμων, ποτών και FMCG, όπως η Vero, η Coca-Cola HBC κ.ά. Στον χώρο των υποδομών οι ελληνικές τεχνικές εταιρείες (Aκτωρ, ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, Intrakat) συνεχίζουν να συμμετέχουν σε σημαντικά έργα, από οδικούς άξονες και ενεργειακές εγκαταστάσεις μέχρι έργα περιβάλλοντος και διαχείρισης υδάτων. Η Βόρεια Μακεδονία παραμένει μια αγορά όπου η ελληνική τεχνογνωσία είναι αναγνωρίσιμη και ανταγωνιστική.

Το πιο κομβικό όμως στοιχείο είναι ο ενεργειακός άξονας Ελλάδας – Βόρειας Μακεδονίας. Ο νέος αγωγός φυσικού αερίου που κατασκευάζεται την περίοδο 2025-2026 αλλάζει τη γεωοικονομική σχέση των δύο χωρών: για πρώτη φορά η Βόρεια Μακεδονία αποκτά πρόσβαση σε ελληνικό LNG και σε διασυνδεδεμένα δίκτυα της Ε.Ε.

Παράλληλα, η ελληνική παρουσία στον κλάδο των υπηρεσιών, των τηλεπικοινωνιών και της πληροφορικής (Intracom, Intrasoft, τεχνικά γραφεία, λογιστικές εταιρείες, real estate, logistics) επιβεβαιώνει ότι η σχέση των δύο οικονομιών είναι βαθιά και πολυεπίπεδη. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η Eνωση Ελληνικών Επιχειρήσεων Βόρειας Μακεδονίας, που λειτουργεί ως θεσμικός δίαυλος επιχειρηματικής συνεργασίας και επενδυτικής διείσδυσης.

Τουρκία

Η Τουρκία παραμένει μία από τις μεγαλύτερες εξωτερικές αγορές για τις ελληνικές εξαγωγές, οι οποίες το 2024 ανήλθαν σε 1,521 δισ. ευρώ. Ωστόσο, το διμερές ισοζύγιο παραμένει έντονα ελλειμματικό για την Ελλάδα, με αρνητικό αποτέλεσμα 1,72 δισ. ευρώ, ενώ το απόθεμα ελληνικών ΑΞΕ στη χώρα δεν ξεπερνά τα 340 εκατ. ευρώ, με οριακές καθαρές εισροές τα τελευταία χρόνια (περίπου 14 εκατ. ευρώ ετησίως). Η εικόνα αυτή απέχει δραματικά από την άνθηση των ελληνικών επενδύσεων της δεκαετίας του 2000, όταν η Ελλάδα είχε παρουσία σε πολλαπλούς τομείς, με αιχμή τον τραπεζικό. Παρ’ όλα αυτά, από τη μία η ελληνική κρίση, από την άλλη τα προβλήματα της τουρκικής οικονομίας, πολλές ελληνικές επιχειρήσεις αναδιπλώθηκαν. Τελευταίο παράδειγμα αποεπένδυσης από τη γειτονική χώρα ήταν η πώληση της Adocim από τον Ομιλο ΤΙΤΑΝ, ο οποίος εξήλθε παραγωγικά από την Τουρκία.

Σήμερα η ελληνική παρουσία αφορά κυρίως εμπόριο πρώτων υλών -με κορυφαίο προϊόν το βαμβάκι, αξίας 184 εκατ. ευρώ το 2024-, βιομηχανικά προϊόντα και FMCG. Παρά τις γεωπολιτικές εντάσεις, οι οικονομικές ροές διατηρούνται υψηλές και οι δύο χώρες στοχεύουν σε διπλασιασμό του διμερούς εμπορίου στα 10 δισ. δολάρια έως το 2030.

Αλβανία

Η Αλβανία είναι από τις πιο στρατηγικές αγορές για την Ελλάδα, με εξαγωγές 874,6 εκατ. ευρώ το 2024 και απόθεμα ελληνικών ΑΞΕ 258 εκατ. ευρώ. Στη χώρα δραστηριοποιούνται 341 ελληνικών συμφερόντων επιχειρήσεις, ενώ η ενέργεια είναι ο κεντρικός άξονας της νέας σχέσης. Η ΔΕΗ, μέσω της Oshee, έχει αναλάβει τον εκσυγχρονισμό των ηλεκτρικών δικτύων. Το project του FSRU Αυλώνας από ΔΕΠΑ – ΤΕΡΝΑ δημιουργεί τη μελλοντική πύλη LNG των Δυτικών Βαλκανίων. Στη βιομηχανία και στο εμπόριο Coca-Cola Bottling Albania, HelleniQ Energy, Motor Oil, Alumil, Isomat και δεκάδες ελληνικά brands έχουν σταθερό αποτύπωμα. Η Jumbo δραστηριοποιείται μέσω franchise συνεργασίας με τοπικό όμιλο υψηλής αναγνωρισιμότητας.

Κροατία

Οι ελληνικές εξαγωγές στην Κροατία έφτασαν στα 423,7 εκατ. ευρώ το 2024, ενώ το απόθεμα ελληνικών ΑΞΕ αγγίζει τα 22 εκατ. ευρώ. Η χώρα αποτελεί εμπορική πύλη προς την Κεντρική Ευρώπη, με σταθερή ελληνική παρουσία σε δομικά υλικά, μέταλλα, F&B, logistics και τουρισμό. Οι Alumil, Isomat και Kleemann έχουν ενεργό εμπορική διείσδυση, ενώ εταιρείες logistics της Βόρειας Ελλάδας χρησιμοποιούν τη χώρα ως πέρασμα για τις αγορές της Ε.Ε.

Σλοβενία

Οι ελληνικές εξαγωγές στη Σλοβενία ανήλθαν σε 363,1 εκατ. ευρώ το 2024, με σταθερή άνοδο σε μέταλλα, χημικά, πλαστικά, φάρμακα και τρόφιμα. Το απόθεμα ελληνικών επενδύσεων φτάνει στα 31 εκατ. ευρώ, με παρουσία εταιρειών όπως Alumil, Isomat, Kleemann, Viohalco και ισχυρών ελληνικών exporters που αξιοποιούν την αγοραστική δύναμη της χώρας.

Κόσοβο

Οι ελληνικές εξαγωγές ανήλθαν σε 134 εκατ. ευρώ το 2024, με βαθιά εξάρτηση της αγοράς από ελληνικά καύσιμα, δομικά υλικά, FMCG και τρόφιμα. Η ελληνική επενδυτική παρουσία είναι περιορισμένη, αλλά η εμπορική διείσδυση είναι ιδιαίτερα υψηλή λόγω της γειτνίασης και της διακίνησης προϊόντων μέσω Βόρειας Μακεδονίας.

Μαυροβούνιο

Οι εξαγωγές της Ελλάδας στο Μαυροβούνιο έφτασαν στα 85,4 εκατ. ευρώ, ενώ το απόθεμα ελληνικών ΑΞΕ ανέρχεται σε 40 εκατ. ευρώ. Η ελληνική παρουσία αφορά κυρίως τουριστικές υπηρεσίες, F&B, εμπορία και logistics, με σταθερή άνοδο λόγω της ανάπτυξης στην Μπουντβά και το Κότορ.

Βοσνία & Ερζεγοβίνη

Οι ελληνικές εξαγωγές έφτασαν στα 72,5 εκατ. ευρώ, ενώ το απόθεμα ελληνικών επενδύσεων πλησιάζει μόλις στα 3,2 εκατ. ευρώ. Η παρουσία επικεντρώνεται σε δομικά υλικά, χημικά, τρόφιμα και FMCG, με τους exporters της Βόρειας Ελλάδας να χρησιμοποιούν τη χώρα ως δίοδο προς Κροατία και Κεντρική Ευρώπη.

Μολδαβία

Η Μολδαβία είναι μικρή αλλά αναδυόμενη αγορά για τα ελληνικά προϊόντα, με τις εξαγωγές το 2024 να διαμορφώνονται περίπου στα 43,6 εκατ. ευρώ. Η ελληνική επενδυτική παρουσία παραμένει ελάχιστη. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το απόθεμα ελληνικών ΑΞΕ δεν ξεπερνά το 1 εκατ. ευρώ, ενώ μόνο λίγες εταιρείες -με πιο χαρακτηριστική την Coca-Cola HBC Moldova- έχουν σταθερή δραστηριότητα.

Διαβάστε ακόμη 

ΕΥΔΑΠ: Πάνω από €400 εκατ. φέρνει η αναπροσαρμογή της τιμολογιακής πολιτικής από αρχές του 2026

Aγρότες: Μπλόκα με προσαρμογές και στις γιορτές – Ποια διόδια θα ανοίξουν σήμερα

LAMDA: Το δεύτερο τρίμηνο του 2027 παραδίδεται ο Πύργος Κατοικιών στο Ελληνικό

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα