Πάνω από 2 δισ. ευρώ αναμένεται να κλείσουν το 2025 οι επενδύσεις σε ακίνητα υψηλών προδιαγραφών στη χώρα μας, με τα ξενοδοχεία να διατηρούν την πρωτοκαθεδρία σε ό,τι έχει να κάνει με το επενδυτικό ενδιαφέρον, όπως άλλωστε συμβαίνει σταθερά την τελευταία πενταετία, από το 2021 και μετά, σε συνέχεια και των θετικών επιδόσεων του ελληνικού τουρισμού. Επενδυτικά, ο κλάδος της φιλοξενίας εκτιμάται ότι μπορεί να κλείσει σε επίπεδα ακόμη και πάνω από 1,2-1,3 δισ. ευρώ φέτος, με τα deals σε γραφεία, εμπορικά και logistics να κινούνται κατά πολύ χαμηλότερα.

Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνει και η κινητικότητα που συνεχίζει να καταγράφεται στον κλάδο τις τελευταίες ημέρες με δύο νέες συμφωνίες. Η πρώτη αφορά την αποχώρηση και αποεπένδυση από την Ελλάδα της Zetland Capital με τις υπογραφές που μπήκαν για την επιστροφή του ξενοδοχείου «Lindian Village» στη Ρόδο σε ελληνικά χέρια, και συγκεκριμένα σε αυτά της Domes με επικεφαλής τον κ. Γιώργο Σπανό.

Για τη δεύτερη αναμένονται, κατά τις πληροφορίες, προσεχώς οι ανακοινώσεις για την απόκτηση του ξενοδοχείου «Cora Resort» στη Χαλκιδική από την Βain Capital στον ισραηλινό όμιλο Fattal, σε συνέχεια και του πλάνου επέκτασής του σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς ανά την Ελλάδα, πέραν των δύο μεγάλων αστικών κέντρων Αθήνας και Θεσσαλονίκης.

Οι συναλλαγές

Οπως το 2023, έτσι και η φετινή είναι από τις καλύτερες επενδυτικές χρονιές για τα μεγάλα deals στο εγχώριο real estate αφού και στις δύο περιπτώσεις τα νούμερα κινούνται πέριξ των 2 δισ. ευρώ. Η χειρότερη χρονιά αυτής της δεκαετίας είναι μακράν αυτή της πανδημίας, το 2020, με συνολικές επενδύσεις ελάχιστα πάνω από το 1 δισ. ευρώ, με βάση τα στοιχεία από την εταιρεία συμβούλων ακινήτων Cushman & Wakefield Proprius, ποσό που αυξήθηκε το 2021 στο 1,16 δισ. ευρώ και το 2022 στο 1,65 δισ. ευρώ. Το 2023 ήταν η πρώτη χρονιά όπου οι συμφωνίες στο εγχώριο real estate άγγιξαν για πρώτη φορά τα 2,02 δισ. ευρώ, για να πέσουν εκ νέου το 2024 κάτω από το ψυχολογικό όριο των 2 δισ. ευρώ, και συγκεκριμένα στο 1,97 δισ. ευρώ. Φέτος η αγορά, όπως δηλώνει ο κ. Γιάννης Παρασκευόπουλος, γενικός διευθυντής της εταιρείας συμβούλων ακινήτων Δανός, η οποία συνεργάζεται για τη χώρα μας με την BNP Paribas Real Estate, φαίνεται ότι θα κλείσει εκ νέου στα 2 δισ. ευρώ, «με τη φιλοξενία να ξεπερνά ενδεχομένως ακόμη και τα 1,2-1,3 δισ. ευρώ». Η ελληνική αγορά μέχρι στιγμής επέδειξε ανθεκτικότητα -ειδικά σε κάποιες κατηγορίες ακινήτων-, παρά τα διεθνή προβλήματα, όπως η γεωπολιτική αστάθεια και η συγκέντρωση των επενδυτικών κεφαλαίων σε πιο βασικές και ώριμες ευρωπαϊκές αγορές.

Τα ξενοδοχεία

Καθοριστικής σημασίας για το φετινό θετικό σερί ήταν από τις αρχές του έτους το deal εκατοντάδων εκατομμυρίων με πρωταγωνιστή τον εφοπλιστή Γιώργο Προκοπίου για την εξαγορά του εμβληματικού «Αστέρα» Βουλιαγμένης από το τουρκοαραβικό επενδυτικό σχήμα που είχε αποκτήσει το μεγάλο φιλέτο της Αθηναϊκής Ριβιέρας στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Η συναλλαγή ούτως ή άλλως είναι «μία από τις μεγαλύτερες, αν όχι η μεγαλύτερη συναλλαγή ιδιωτών στον τομέα της φιλοξενίας των τελευταίων ετών», όπως σχολιάζεται χαρακτηριστικά, με το συνολικό τίμημα να εκτιμάται στα 700 εκατ. ευρώ. Με βάση τα καταγεγραμμένα στοιχεία του πρώτου εξαμήνου ανά την Ευρώπη, «η Ελλάδα οδηγεί το επενδυτικό rebound με τη μεγαλύτερη αύξηση συναλλαγών στις επενδύσεις σε ξενοδοχεία στην Ευρώπη για το πρώτο εξάμηνο του 2025», αναφέρει η επικεφαλής της Cushman & Wakefield Proprius Νίκη Σύμπουρα. «Οι συναλλαγές ξενοδοχείων στην Ελλάδα εκτοξεύτηκαν κατά 156% φτάνοντας στο 1 δισ. ευρώ, με την Αθήνα ειδικά να αναδεικνύεται κορυφαίος επενδυτικός προορισμός χάρη στη συνεχή θετική ζήτηση, στην επέκταση της αεροπορικής συνδεσιμότητας και την ψήφο εμπιστοσύνης των επενδυτών σε καταλύματα ανώτερων κατηγοριών».

Μετά τη συμφωνία του «Αστέρα», στα μεγάλα deals της χρονιάς συγκαταλέγεται και αυτό του ομίλου Sani/Ikos για την εξαγορά των τριών ξενοδοχείων στη Χαλκιδική από την Goldman Sachs με σκοπό επενδύσεις πάνω από 400 εκατ. ευρώ για το νέο «Ikos Kassandra» με ορίζοντα λειτουργίας το 2029. Επίσης, στις σημαντικές συμφωνίες μέχρι σήμερα είναι και αυτή για τα «Donkey Hotels» της οικογένειας Ιωάννου, όπου εισήλθε ως επενδυτής ο όμιλος Azora, που με τη σειρά του είχε επενδύσει ήδη στην ελληνική φιλοξενία στη Ρόδο. Η Brook Lane Capital απέκτησε μέσα στο καλοκαίρι το πεντάστερο «Porto Bello Royal» με 418 δωμάτια και το τετράστερο «Porto Bello Beach Resort» με 326 δωμάτια στην Κω, εκεί όπου πολύ πρόσφατα, μες στον Οκτώβριο, ήρθε και η νέα συμφωνία της Premia Properties ΑΕΕΑΠ του Ελληνοσουηδού Ηλία Γεωργιάδη. Η Premia, η οποία εσχάτως έχει ενισχύσει σημαντικά το ξενοδοχειακό της χαρτοφυλάκιο έχοντας ως εταίρο και τη σουηδική NLTG, που προχωρά σε μακροχρόνιες μισθώσεις στα ξενοδοχεία ιδιοκτησίας της Premia, έχει συμφωνήσει για την εξαγορά των ξενοδοχειακών μονάδων «Gaia Palace» και «Gaia Royal» 441 δωματίων στην Κω, μια συνολική επένδυση 73 εκατ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του κόστους ανακατασκευής.

Η Premia Properties ΑΕΕΑΠ έχει συμφωνήσει στην εξαγορά των ξενοδοχειακών μονάδων «Gaia Palace» και «Gaia Royal» 441 δωματίων στην Κω, μια συνολική επένδυση 73 εκατ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του κόστους ανακατασκευής

Αντίστοιχα, στις νέες συμφωνίες δεκάδων εκατομμυρίων υπολογίζεται ότι θα είναι και αυτή που κυοφορείται τον τελευταίο καιρό από πλευράς της ισραηλινής Fattal για την απόκτηση από την Bain Capital του «Cora Hotel & Spa» στην Αφυτο, στη χερσόνησο της Κασσάνδρας στη Χαλκιδική, δυναμικότητας 181 δωματίων, έχοντας ανακαινιστεί πλήρως το 2023. Ακόμη, την περασμένη εβδομάδα έγινε γνωστή μία ακόμη εξέλιξη για το «Lindian Village» στη Ρόδο, το οποίο από τα χέρια της Ζetland Capital Partners και των κεφαλαίων που διαχειρίζεται περνά στην Domes της οικογένειας Σπανού, μια συναλλαγή που αναμένεται να ολοκληρωθεί πριν από το τέλος του έτους.

Το «Lindian Village» στη Ρόδο από τα χέρια της Ζetland Capital Partners και των κεφαλαίων που διαχειρίζεται περνά στην Domes της οικογένειας Σπανού, μια συναλλαγή που αναμένεται να ολοκληρωθεί πριν από το τέλος του έτους

To νέο deal ενισχύει περαιτέρω το αποτύπωμα της Domes, που θα ξεπεράσει στο χαρτοφυλάκιό της τα 2.000 δωμάτια με 18 μικρότερες ή μεγαλύτερες μονάδες σε κορυφαίους προορισμούς, έχοντας επεκταθεί και εκτός των ελληνικών συνόρων, στην Πορτογαλία. Σημειώνεται ότι η Zetland είχε αποκτήσει στα τέλη του 2021 – αρχές του 2022 το πεντάστερο resort στη Ρόδο από την οικογένεια Σβυριάδη, ένα deal κοντά στα 27 εκατ. ευρώ, έχοντας προχωρήσει στη συνέχεια σε εκτεταμένο πρόγραμμα αναβάθμισης και μετατροπής του σε πολυτελές resort κάτω από το brand της Curio Collection του ομίλου Hilton – εξ ου και η Domes τώρα δεν χρειάζεται να προχωρήσει σε εκτεταμένες ανακαινίσεις για τη μονάδα. Στις ολοκληρωμένες, πολύ πρόσφατες συμφωνίες προσμετράται και αυτή της επενδυτικής εταιρείας Μπλε Κέδρος του ομίλου Ευμορφίδη αντί 18,9 εκατ. ευρώ για το νέο υπό κατασκευή ξενοδοχείο στο Κουκάκι, το οποίο πέρασε στα χέρια της Vivium Holding του Λιβανέζου Ελι Χούρι.

Γραφεία και καταστήματα

Πέραν της φιλοξενίας, ο αμέσως επόμενος πιο δυνατός κλάδος σε επενδύσεις σε επαγγελματικά ακίνητα εντός του έτους είναι αυτός των γραφείων, με ενισχυμένη την παρουσία των ιδιωτών επενδυτών οι οποίοι εμφανίζονται ιδιαίτερα δραστήριοι προχωρώντας σε σημαντικές αγορές τόσο για επενδυτικούς σκοπούς όσο και για ιδιόχρηση, και ακολουθεί ο κλάδος των εμπορικών ακινήτων. Πρόσφατο παράδειγμα ως προς το τελευταίο, η συμφωνία 9,5 εκατ. ευρώ της BriQ Properties ΑΕΕΑΠ για την πώληση επταώροφου κτιρίου γραφείων επί της οδού Αιόλου 67 στην καρδιά της Αθήνας, το οποίο πέρασε σε ιδιώτες επενδυτές, με την εταιρεία να είχε προχωρήσει νωρίτερα σε μία ακόμη πώληση επαγγελματικού ακινήτου στο Κολωνάκι αντί 4,4 εκατ. ευρώ.

Στα 9,5 εκατ. η συμφωνία της BriQ Properties ΑΕΕΑΠ για την πώληση επταώροφου κτιρίου γραφείων επί της οδού Αιόλου 67, που πέρασε σε ιδιώτες επενδυτές

Στα επερχόμενα και κατά πολύ μεγαλύτερα deals, η αγορά αναμένει εξελίξεις όσον αφορά τη δεδηλωμένη πρόθεση αποεπένδυσης της Dimand από τον Πύργο Πειραιά και το «Μινιόν», όπου οι πληροφορίες αναφέρουν ότι γίνονται διαπραγματεύσεις. Για το μεν πιο δύσκολο -λόγω των πολλών χρηστών που συνεπάγεται και πολλαπλά, διαφορετικά μισθωτήρια- project του Πύργου Πειραιά έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι πλέον οι μισθώσεις σταδιακά ολοκληρώνονται, έχοντας φτάσει πλέον στο 85% – κάτι που, όπως λέγεται, θα ενισχύσει και το θέμα της πώλησης. Για το δε «Μινιόν» μεταξύ των ονομάτων που ακούγονται είναι και αυτό της Eurobank, στο πλαίσιο της γενικότερης κινητικότητας που επιδεικνύουν πλέον οι τράπεζες στον τομέα των ακινήτων υψηλής προβολής τα οποία μπορούν να παράγουν εισόδημα.

Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνει η Alpha Bank, η οποία ενισχύει τη θέση της ευρύτερα στον χώρο του real estate αφενός έχοντας αυξήσει τη συμμετοχή της στο μετοχικό κεφάλαιο της Prodea Investments ΑΕΕΑΠ, αφετέρου προχωρώντας σε επιλεκτικές τοποθετήσεις ακινήτων υψηλών προδιαγραφών (γραφεία και καταστήματα): μέσα στη χρονιά απέκτησε από την Ευρώπη Holdings δύο εμπορικά ακίνητα στην οδό Ερμού, μισθωμένα στη Zara και την Adidas, με συνολικό τίμημα 54 εκατ. ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ενός γραφειακού κτιρίου). Πρόσφατα συμφώνησε με την Prodea για την απόκτηση δύο ακινήτων επί της λεωφόρου Αμαλίας που στεγάζουν υπηρεσίες του υπουργείου Τουρισμού (και συμπεριλαμβάνονταν στο προς πώληση χαρτοφυλάκιο της Prodea στην Aktor, που τελικά όμως δεν προχώρησε). Τέλος, από τα πιο αθόρυβα deals της ήταν αυτό με την Hines και το Greco Fund για επαγγελματικά ακίνητα (γραφεία και εμπορικά) στην περιοχή του Αμαρουσίου και τη λεωφόρο Κηφισού. Συνολικά, αυτό που καταγράφουν τα στελέχη του εγχώριου real estate είναι ότι ειδικά σε γραφεία, καταστήματα και logistics/βιομηχανικά ακίνητα -τομέα που φέτος έχει καταγράψει πτώση με λίγες συναλλαγές προερχόμενες κυρίως από αγορές μέσω πλειστηριασμών με σκοπό την ίδια χρήση- η δραστηριότητα αφορά κυρίως εγχώριους παίκτες, με τον κλάδο των ξενοδοχείων να είναι ο πιο ελκυστικός σε επενδυτές από το εξωτερικό.

Οι εκτιμήσεις για το 2026

Η συνέχεια για το 2026 προμηνύεται μάλλον πιο μετριοπαθής για το εγχώριο real estate, όπως προκύπτει με βάση τις πρώτες εκτιμήσεις, όπως αυτές καταγράφονται από την ετήσια έρευνα «Αναδυόμενες τάσεις στο real estate το 2026 στην Ευρώπη», την οποία εκπονεί κάθε χρόνο ο γνωστός φορέας ακινήτων Urban Land Institute (ULI), σε συνεργασία με τη διεθνή εταιρεία συμβούλων PwC. Tα συμπεράσματα προκύπτουν με βάση τις απαντήσεις που δίνουν τα μεγαλοστελέχη προερχόμενα από τους κλάδους της διαχείρισης, των συμβούλων, της ανάπτυξης, των επενδύσεων, των χρηματοοικονομικών κ.ο.κ. απ’ όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων και στελεχών της ελληνικής αγοράς ακινήτων. Η φετινή έρευνα περιλαμβάνει 32 ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, με την Αθήνα να βρίσκεται στην 26η θέση όσον αφορά τις επενδυτικές προοπτικές στον τομέα του real estate για το 2026, έχοντας μάλιστα απολέσει τέσσερις θέσεις σε σύγκριση με το 2025, όταν κατείχε την 22η θέση στη συνολική κατάταξη. Η δυσκολία εξεύρεσης γης στην ελληνική πρωτεύουσα, σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος κατασκευής, καθιστά τα νέα projects λιγότερο ελκυστικά σε όρους εμπορικότητας και βιωσιμότητας της επένδυσης, την ίδια στιγμή που το μείζον ζήτημα του Στεγαστικού επίσης προκαλεί δυσλειτουργίες στην αγορά.

Σταθερά κλασική αξία με τις μεγαλύτερες επενδυτικές προοπτικές στο real estate για το επόμενο έτος παραμένουν το Λονδίνο (1η θέση), η Μαδρίτη (2η θέση) και το Παρίσι (3η θέση). Ακόμη, για το 2026 το αυξανόμενο κόστος κατασκευής και η περιορισμένη διαθεσιμότητα πόρων χρηματοδότησης εξακολουθούν να συνιστούν τις βασικές ανησυχίες των επαγγελματιών του χώρου σε όλη την Ευρώπη, πέραν φυσικά της γεωπολιτικής αβεβαιότητας που στρέφει τους επενδυτές, όπως είναι εύλογο, σε πιο ώριμες αγορές. «Σε ένα περιβάλλον διαρκούς γεωπολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας, το μέγεθος και η ρευστότητα σε μια αγορά παραμένουν οι καθοριστικοί παράγοντες που κατευθύνουν τις επενδυτικές αποφάσεις, ευνοώντας τα ήδη εδραιωμένα επενδυτικά κέντρα σε ολόκληρη την Ευρώπη».

Το μέγεθος της αγοράς, σε συνδυασμό με το γεγονός της περιορισμένης ρευστότητας, είναι από τις προϋποθέσεις που σε αυτή τη συγκυρία πληροί λιγότερο η Αθήνα σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η ελληνική πρωτεύουσα κατατάσσεται χαμηλότερα σε σύγκριση όχι μόνο με πέρυσι, αλλά ακόμη κι αν συγκριθεί με τις επιδόσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, και αυτό αφορά όχι μόνο τις γενικότερες επενδυτικές προοπτικές, αλλά και όλες τις επιμέρους κατηγορίες που εξετάζει η έρευνα. Σε σύνολο 32 χωρών η Αθήνα βρίσκεται στην 26η θέση για το 2026 στις προοπτικές νέων αναπτύξεων, στην 28η στις προοπτικές των ενοικίων και στην 27η στις προοπτικές της αξίας κεφαλαίου.

Σημειωτέον ότι στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας η ελληνική πρωτεύουσα ήταν στην 23η ή 22η θέση όσον αφορά τις επενδυτικές προοπτικές στην αντίστοιχη έρευνα, έχοντας πέσει πλέον για το 2026 στην 26η. Στη φετινή έρευνα ειδικά για την Αθήνα γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στο περιορισμένο απόθεμα γης και τις δυσκολίες στις διαδικασίες ανάπλασης του γηρασμένου κτιριακού αποθέματος.

*Στην κεντρική φωτογραφία: Το μεγάλο deal της χρονιάς ήταν η απόκτηση του εμβληματικού «Αστέρα» Βουλιαγμένης από τον εφοπλιστή Γιώργο Προκοπίου. Το συνολικό τίμημα εκτιμάται στα 700 εκατ. ευρώ

Διαβάστε ακόμη

Θεοδωρικάκος: Ισχυρή αναπτυξιακή προοπτική και δυναμική στον ευρύτερο χώρο Ελευσίνας και Δυτικής Αττικής (vid)

Ιταλία: Κέρδισε την πρώτη αναβάθμιση από την Moody’s έπειτα από 23 χρόνια

Παπαθανάσης: Η Ελλάδα υποστηρίζει μια πιο ισορροπημένη κατανομή των πόρων στο νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα