Στις χαμηλές επιδόσεις της Ελλάδας στον τομέα της καινοτομίας εστιάζει, μεταξύ άλλων, ο καθηγητής, κ. Χριστόφορος Πισσαρίδης, επιχειρώντας να «χαρτογραφήσει» στο προσχέδιο για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τις ανάγκες της εγχώριας startup σκηνής.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τον ίδιο, οι χαμηλές επιδόσεις της χώρας στους δείκτες καινοτομίας σχετίζονται κυρίως με τις παρακάτω αγκυλώσεις:

• Δυσμενές νομικό και ρυθμιστικό περιβάλλον (αφορά στη φορολογία, στην εργατική νομοθεσία, στην ποιότητα και σταθερότητα των νόμων, καθώς και στην εφαρμογή τους από τα δικαστήρια και στην ποιότητα των υπηρεσιών, που προσφέρει η δημόσια διοίκηση).
• Ανεπαρκείς εγχώριες επενδύσεις και επιδόσεις Άμεσων Ξένων Επενδύσεων
• Ανεπαρκής πρόσβαση σε χρηματοδότηση
• Απουσία ερευνητικής συνεργασίας μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων
• Έλλειψη ορισμένων δεξιοτήτων στο ανθρώπινο δυναμικό
• Απουσία συνεργατικών σχηματισμών καινοτομίας (innovation clusters)
Στο πλαίσιο αυτό, ο καθηγητής αναλύει τι υπάρχει και τι λείπει στο εγχώριο οικοσύστημα, ήτοι:

Επίδοξοι επιχειρηματίες – ιδρυτές: Υπάρχουν αρκετοί. Λείπουν, ωστόσο, όσοι έχουν προηγούμενη εμπειρία ως επιχειρηματίες είτε ως στελέχη, επειδή ο κλάδος της τεχνολογίας έχει μικρή προϊστορία στη χώρα. Υπάρχει, όμως, μεγάλο δυναμικό στους Έλληνες της διασποράς.

Στελέχη: Υπάρχουν αρκετοί μηχανικοί και επιστήμονες με ικανότητες και σπουδές, αλλά χωρίς εμπειρία. Λείπουν οι έμπειροι. Σε μερικές ειδικότητες και ιδίως στους μηχανικούς λογισμικού, υπάρχει έλλειψη, ακόμα και σε νέους, γιατί η ζήτηση αυξήθηκε πολύ τα τελευταία πέντε χρόνια. Αντίθετα, σε βιοεπιστήμονες, χημικούς μηχανικούς και μηχανολόγους υπάρχει μεγάλη προσφορά. Στις ειδικότητες αυτές, ενδιαφέρονται να επιστρέψουν και Έλληνες της διασποράς από την Ευρώπη. Λείπουν ιδιαίτερα τα στελέχη με εμπειρία σε πωλήσεις.

Αρχικοί πελάτες: Υπάρχουν λίγες επιχειρήσεις και οργανισμοί, που θα δοκιμάσουν το καινοτομικό προϊόν των νεοφυών πριν αυτό καθιερωθεί (early-adopters). Αυτό είναι εμπόδιο για την ανάπτυξη των νεοφυών για ορισμένα είδη προϊόντων, όχι για όλα. Για τα ψηφιακά προϊόντα, που απευθύνονται σε πολλούς μικρούς χρήστες (μικρές επιχειρήσεις ή καταναλωτές) η απόσταση από τους early adopters άλλων χωρών δεν είναι ανασταλτικός παράγων. Για υλικά προϊόντα, η απόσταση είναι εμπόδιο λόγω κόστους μεταφοράς, επισκευών, κ.λπ. Για κάθε προϊόν, που απευθύνεται σε μεγάλους οργανισμούς και που, για να το χρησιμοποιήσουν, απαιτούνται δοκιμές, προσαρμογές και συλλογικές αποφάσεις, η εγγύτητα είναι σημαντικό πλεονέκτημα. Δημόσια διοίκηση, τράπεζες και δίκτυα υποδομών είναι γενικά διστακτικοί να υιοθετήσουν νέες λύσεις, έστω και πειραματικά.

Χρηματοδότηση: Οι νεοφυείς επιχειρήσεις χρειάζονται ίδια κεφάλαια, όχι δανεισμό. Οι συνήθεις πηγές διεθνώς είναι οι αποταμιεύσεις των ιδρυτών, οι λεγόμενοι «επιχειρηματικοί άγγελοι» (business angels) και τα κεφάλαια επιχειρηματικών (Venture Capital – VC). Τα VCs εξειδικεύονται κατά στάδιο ανάπτυξης και κατά είδος τεχνολογίας ή αγοράς (π.χ. marketplaces, software-as-service, biotech). Συμπληρωματική πηγή είναι οι διάφορες επιχορηγήσεις για έρευνα και καινοτομία, που, όμως, δεν είναι κατάλληλες, εάν δεν υπάρχουν επαρκή ίδια κεφάλαια, για να επιβιώσει η επιχείρηση και χωρίς αυτές. Στην Ελλάδα οι αποταμιεύσεις είναι πενιχρές. Μερικές οικογένειες μπορούν να στηρίξουν έναν νέο ιδρυτή για λίγο καιρό – όχι, όμως, να πληρώσουν και μισθούς άλλων. Οι business angels είναι πάρα πολύ λίγοι, παρόλο, που υπάρχει ένας αριθμός πλούσιων οικογενειών, που έχουν την οικονομική επιφάνεια γι’ αυτό τον ρόλο. Τα VC funds σήμερα επαρκούν, επειδή άρχισαν να λειτουργούν έξι νέα κεφάλαια το 2018, με μεικτή δημόσια – ιδιωτική χρηματοδότηση (Equifund). Δεν θα επαρκούν, όμως, από το τέλος του 2020, εάν δεν εισρεύσουν νέα κεφάλαια. Όσα υπάρχουν, στοχεύουν μόνο στα πρώτα στάδια ανάπτυξης, αλλά αυτό δεν είναι σημαντικό πρόβλημα, γιατί οι καλές νεοφυείς επιχειρήσεις, όταν ξεπεράσουν ένα μέγεθος και έχουν σταθερή ροή πελατών, μπορούν να βρουν τον επόμενο γύρο χρηματοδότησης από πανευρωπαϊκά ή αμερικάνικα funds. Αυτό, ωστόσο, αλλάζει τη δομή ιδιοκτησίας και μπορεί να προκαλέσει τις εταιρείες να μεταναστεύσουν σε άλλες χώρες.

Διανοητική ιδιοκτησία: Οι διαθέσιμες πατέντες από εγχώριους ερευνητικούς φορείς είναι ελάχιστες και μικρής αξίας. Λίγο καλύτερη είναι η κατάσταση σε αλγόριθμους και ειδική τεχνογνωσία (που, όμως, δεν μπορούν να κατοχυρωθούν). Για ορισμένα είδη νεοφυών επιχειρήσεων αυτή η έλλειψη είναι καθοριστική – ουσιαστικά σε όλη την «βαθιά τεχνολογία» (deep tech).

Ποιες λύσεις προτείνονται

Έμπειρα στελέχη: Η πιο άμεση λύση, σύμφωνα με τον καθηγητή, είναι ο επαναπατρισμός Ελλήνων της διασποράς, καθώς και η μετεγκατάσταση ξένων. Χρειάζεται πολύ χαμηλότερη φορολογία στην ειδικευμένη εργασία (ενδεικτικά, με ετήσιο μεικτό εισόδημα 30.000 – 150.000 ευρώ) και γενικότερη πολιτική βελτίωσης της ποιότητας ζωής (ιδίως για οικογένειες με παιδιά).

Δοκιμές νέων προϊόντων (proof of concept): Οι δυνητικοί early adopters στο δημόσιο (ΟΤΑ, υπουργεία), στις τράπεζες και στα δίκτυα υποδομών να δέχονται και να δοκιμάζουν προτάσεις των νεοφυών επιχειρήσεων. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από συνδυασμό πολιτικής απόφασης και κινήτρων. Χρηματοδότηση: α. Φορολογικά κίνητρα για Business Angels (έχουν νομοθετηθεί πρόσφατα), β. Δημόσια συμμετοχή σε Venture Capital funds (κατά το μοντέλο του Equifund), με τρόπο, που δεν θα αφήνει χρονικά κενά. Ενδεικτικό μέγεθος: 400 εκατ. ευρώ κάθε τρία χρόνια (που θα συνδυάζεται με 100 εκατ. ευρώ ιδιωτικά), αρχίζοντας από το 2021. Μετά το 2025, το κεφάλαιο αυτό θα αρχίσει εν μέρει να ανακυκλώνεται. Ενδεχομένως θα υπάρχει τότε και η δυνατότητα να υπάρξουν funds με αμιγώς ιδιωτικά κεφάλαια, εάν η γενιά κεφαλαίων του Equifund πετύχει υψηλές αποδόσεις.

Διανοητική ιδιοκτησία και μεταφορά τεχνολογίας: Κεντρική δημόσια χρηματοδότηση για γραφεία μεταφοράς τεχνολογίας (αναβαθμίζοντας τα υπάρχοντα και ιδρύοντας νέα), τα οποία θα αναζητούν ενδιαφέροντα ερευνητικά αποτελέσματα, θα σχεδιάζουν, θα κατοχυρώνουν και θα ανανεώνουν πατέντες. Δεν χρειάζονται πάνω από πέντε τέτοια γραφεία σε όλη τη χώρα, που θα συνάψουν συμφωνίες με ΑΕΙ και Ερευνητικά Ιδρύματα.

Ενδεικτικό μέγεθος δημόσιας χρηματοδότησης (για το σύνολο των ΓΜΤ): 15 εκατ. ευρώ το έτος (για μισθούς, γραφεία, δαπάνες συμβούλων και δαπάνες κατοχύρωσης). Συμπληρωματική δραστηριότητα (για ορισμένους κλάδους): validation studies, prototyping, certification. Ενδεικτικό μέγεθος: 5-10 εκατ. ευρώ το έτος.

Βάσεις δεδομένων (big data): Είναι σημαντικός πόρος για τις εταιρείες καινοτομίας, σε όλα τα πεδία, όπου εφαρμόζεται τεχνητή νοημοσύνη. Στην Ελλάδα μπορούν να δημιουργηθούν μεγάλα data sets στις βιοεπιστήμες, στις λειτουργίες της πόλης και στη γεωργία (τουλάχιστον), όπως, επίσης και να υπάρξει νομοθεσία, που διευκολύνει, αλλά και επιβάλλει τη συγκέντρωση δεδομένων και τη διάθεσή τους σε ερευνητές και επιχειρήσεις.