Πρόσφατα η Επιτροπή Ανταγωνισμού, δημοσίευσε την Ανακοίνωση – Απόψεις της για την Κανονιστική Παρέμβαση στον Κλάδο των κατασκευών.  Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της, που η Επιτροπή παρενέβη στον συγκεκριμένο κλάδο με Κανονιστική παρέμβαση, με την πιο παρεμβατική δηλαδή διαδικασία που προβλέπει το Δίκαιο του Ανταγωνισμού. Η Έκθεση- η οποία είναι σε διαβούλευση και οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος μπορεί να καταθέσει τις απόψεις του έως τις 7/5/2021, προκάλεσε κάποιες αντιδράσεις, κυρίως όσον αφορά τον προβληματισμό της Επιτροπής αναφορικά με τις συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ).

Η Επιτροπή αναφέρει ότι για τις ΣΔΙΤ, όπως επίσης και για όλα τα άλλα είδη παραχωρήσεων, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η παράμετρος του ανταγωνισμού στην αγορά στην οποία θα λειτουργήσει η ΣΔΙΤ. Σχετικά επικαλείται και τις απόψεις του ΟΟΣΑ.

Οι απόψεις του ΟΟΣΑ

Οι ΣΔΙΤ, θεωρούνται ευρέως ως ευέλικτες μορφές χρηματοδότησης, κατασκευής, λειτουργίας και διαχείρισης δημοσίων υποδομών, έναντι των παραδοσιακών μεθόδων.

O συνδυασμός της κατασκευής, λειτουργίας και συντήρησης εξασφαλίζει μακροχρόνια μια καλή ισορροπία μεταξύ των δαπανών που απαιτούνται για τις εμπροσθοβαρείς σημαντικές επενδύσεις για την κατασκευή και των μετέπειτα λιγότερων επενδύσεων για τη λειτουργία και συντήρηση.

Ωστόσο, όπως αναφέρει και η Ανακοίνωση της Επιτροπής, για να αποκομίζονται αυτά τα οφέλη, είναι απαραίτητο να εφαρμόζεται μια σταθερή μεθοδολογία ως προς την βέλτιστη μέθοδο ανάθεσης, ώστε να προσδιορίζεται εάν μία ΣΔΙΤ είναι πάντα η κατάλληλη επενδυτική δομή έναντι των παραδοσιακών μορφών εκτέλεσης  δημοσίων έργων.

Οι συμβάσεις ΣΔΙΤ μπορεί, για παράδειγμα, να είναι ακατάλληλες για έργα χαμηλής αξίας και για τομείς όπου η τεχνολογία ή η ζήτηση αλλάζουν γρήγορα.

Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι η πολυπλοκότητα των συμβάσεων ΣΔΙΤ, που προκαλείται από τη συγκέντρωση διαφόρων φάσεων/σταδίων ενός έργου σε ένα στάδιο κοινό και ενιαίο, μπορεί να οδηγήσει σε περιορισμένη συμμετοχή στον διαγωνισμό της ΣΔΙΤ, ιδίως από μικρότερες κατασκευαστικές εταιρείες, και συνεπώς να ευνοήσει αντί-ανταγωνιστικές συμφωνίες μεταξύ των λίγων πιθανών ανταγωνιστών.

Το Μετρό του Λονδίνου

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της πολυπλοκότητας και των προβλημάτων που μπορεί να ανακύψουν από τις συμβάσεις ΣΔΙΤ είναι η περίπτωση του Μετρό του Λονδίνου. Τον Φεβρουάριο του 2008, οι εταιρείες Metronet BCV και  Metronet SSL, δύο εταιρείες που δημιουργήθηκαν από μετόχους προμηθευτές υλικών και υπηρεσιών του μετρό του Λονδίνου για τον ριζικό εκσυγχρονισμό της συγκεκριμένης υποδομής του, μέσω συμβάσεων ΣΔΙΤ, περιήλθαν σε καθεστώς επιτήρησης όταν δεν μπορούσαν να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους.

Η αποτυχία τους είχε ως αποτέλεσμα, η κρατική εταιρεία διαχείρισης και λειτουργίας Μετρό του Λονδίνου, η London Underground Limited,να υποχρεωθεί να αγοράσει έναντι 1,7 δις λιρών,το 95% των υποχρεώσεων των ιδιωτικών εταιρειών, αντί να εξοφλήσει αυτό το χρέος στα 30 χρόνια με τη λήξη της σύμβασης ΣΔΙΤ και την παραλαβή του έργου από την κρατική εταιρεία.

Τα προβλήματα στην εκτέλεση της συγκεκριμένης σύμβασης ΣΔΙΤ ήταν η έλλειψη μιας κοινής στοχοθεσίας μεταξύ των διαφόρων εμπλεκομένων φορέων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, η ενεργός συμμετοχή προμηθευτών στη διοίκηση των εταιρειών και συνεπώς θέματα ανταγωνισμού που ενδεχομένως προκύπτουν από τη σύγκρουση συμφερόντων, η έλλειψη μηχανισμών εντός της σύμβασης που θα απέτρεπαν την κλιμάκωση του κόστους, η ανεπαρκής διαχείριση του λειτουργικού κινδύνου και η πλημμελής επιτήρηση από τον χρηματοδότηκατά την εκτέλεση της σύμβασης. Τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα να μην αποδώσει η συγκεκριμένη ΣΔΙΤ τα συνήθη εγγενή πλεονεκτήματα.

Διαβάστε ακόμη:

Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης: Τα επόμενα βήματα – Πότε θα έρθουν τα πρώτα χρήματα στην Ελλάδα

Τηλεργασία: Μέχρι πότε παρατείνεται το μέτρο – Όλα τα SOS για εργοδότες και εργαζόμενους

S&P: Αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα των ελληνικών τραπεζών