Τα τελευταία χρόνια διαμορφώθηκε ένα λεπτομερές και υποχρεωτικό σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης και η νομοθεσία αυτή δημιουργήθηκε είτε επειδή έπρεπε να προσαρμοστεί η χώρα στο ευρωπαϊκό κεκτημένο ή στις αρχές του ΟΟΣΑ, είτε κάτω από το βάρος οικονομικών σκανδάλων. Πόσο όμως η νομοθεσία αυτή συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα των εταιρειών ή και στην αποτροπή δυσάρεστων καταστάσεων;

Από ελάχιστα έως καθόλου, συμπεραίνει μελέτη που κυκλοφόρησε πρόσφατα.

Η μελέτη «Εταιρική διακυβέρνηση ανωνύμων εταιριών» του δικηγόρου, διδάκτορα Νομικής, Φώτη Καρατζένη περιγράφει αναλυτικά την κατάσταση αλλά και καταγράφει την πραγματικότητα χωρίς καμία ωραιοποίηση. Το νομικό καθεστώς όπως έχει διαμορφωθεί δεν βελτιώνει τα αποτελέσματα των εταιρειών.

Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η ιστορική εξέλιξη της προβληματικής της εταιρικής διακυβέρνησης στο ελληνικό δίκαιο. Στη συνέχεια ερευνάται η πρακτική της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά την εφαρμογή του ν 3016/2002, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις επιβολής και το περιεχόμενο των κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης του νόμου με στοιχεία που προέρχονται από τα Δελτία Τύπου, τα Ετήσια Δελτία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και δημοσιευμένες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων.

Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζεται το αποτύπωμα των Αρχών εταιρικής διακυβέρνησης του ΟΟΣΑ, που αποτελούν την πληρέστερη και πλέον ευέλικτη προσέγγιση της σχετικής προβληματικής διεθνώς, στο ελληνικό δικαιικό πλαίσιο.

Στο τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζονται για πρώτη ίσως φορά συγκεντρωτικά οικονομικές έρευνες αρχικά για το επίπεδο της εταιρικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα. Λαμβάνοντας υπόψιν διάφορα μεθοδολογικά προβλήματα των ερευνών αυτών ο συγγραφέας υπογραμμίζει την διαπίστωση του διαφορετικού βαθμού ανταπόκρισης σε διάφορους δείκτες ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης και τον οικογενειακό ή μη χαρακτήρα της. Αντίθετα με την ευρύτατα διαδεδομένη αντίληψη ότι ένα ισχυρό σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης έχει θετική επίδραση στις περισσότερες οικονομικές πτυχές της επιχείρησης (αξία για τους μετόχους, λειτουργικές ταμειακές ροές, κερδοφορία, επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα), τα αποτελέσματα των ερευνών κυμαίνονται από την ύπαρξη θετικής μέχρι την έλλειψη ή ακόμη και την ύπαρξη αρνητικής σχέσης.

Ο συγγραφέας τάσσεται υπέρ της δημιουργίας κωδίκων αυτορύθμισης που προέρχονται από φορείς της αγοράς, χωρίς πάντως να αποκλείει την νομοθετική ρύθμιση επιμέρους θεμάτων όπως η λειτουργία του εσωτερικού ελέγχου μίας επιχείρησης, εντασσόμενων όμως συστηματικά ορθά στον εταιρικό νόμο.