Διεύρυνση κατά έξι με οκτώ δισ. ευρώ του χρηματοδοτικού κενού που έτσι κι αλλιώς υπήρχε στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα προκαλεί η υγειονομική κρίση.

Σύμφωνα με την πρόεδρο και διευθύνουσα σύμβουλο της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ), κυρία Αθηνά Χατζηπέτρου, η ελληνική μικρομεσαία επιχείρηση μπήκε σε αυτή την νέα δοκιμασία πολύ τραυματισμένη, πληγωμένη από μία υπερδεκαετή οικονομική κρίση και αντιμετωπίζοντας ήδη πολύ σοβαρά διαρθρωτικά θέματα, κυρίως θέματα χρηματοδότησης.

«Οι όγκοι των δανείων προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις μειώθηκαν μετά τη σοβαρή δημοσιονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας και δεν έχουν ακόμη επιστρέψει σε θετικό έδαφος. Το σύνολο των εξυπηρετούμενων δανείων στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν ξεπερνά τα 20 δισ. ευρώ, ενώ το 60% του ανοίγματος των τραπεζών είναι μη εξυπηρετούμενα δάνεια», τόνισε χαρακτηριστικά, στο πλαίσιο του Thessaloniki Summit, για να προσθέσει: «Τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες επικεντρώνονται περισσότερο στην αναδιάρθρωση των δανείων παρά σε νέες χρηματοδοτήσεις. Ταυτόχρονα, μηδενική είναι και η πρόσβασή τους σε χρηματοδότηση μη τραπεζικού δανεισμού, π.χ. επενδυτές μετοχικού κεφαλαίου κεφαλαιαγοράς.

Συνολικά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις εκτιμάται ένα χρηματοδοτικό κενό γύρω στα 17 δισ. ευρώ, το οποίο αντιπροσωπεύει περίπου το 10% του ελληνικού ΑΕΠ. Η πανδημική κρίση προσθέτει γύρω στα έξι με οκτώ δισ. ευρώ στο χρηματοδοτικό κενό.

Σύμφωνα με την ίδια, ο ρόλος της ΕΑΤ είναι η μόχλευση διαθέσιμων δημόσιων πόρων, με ένα τρόπο που, τόσο σχεδιαστικά, αλλά κυρίως με πολύ γρήγορη και αποτελεσματική υλοποίηση και στοχευμένες παρεμβάσεις, θα στηρίζει τη μικρομεσαία, αλλά και τη μεγαλύτερη παραγωγική επιχείρηση. «Η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα αντιπροσωπεύει το 99% των ελληνικών επιχειρήσεων, το 64% της προστιθέμενης αξίας στην οικονομία, στο ΑΕΠ, δηλαδή και το 85% της απασχόλησης. Η ΕΑΤ προσπάθησε να συμβάλει ώστε να καλυφθεί το χρηματοδοτικό κενό, σε συνεργασία, φυσικά, με το τραπεζικό σύστημα και τις κυβερνητικές πολιτικές και από τον Φεβρουάριο του 2020 μέχρι σήμερα, μέσα, δηλαδή, στην έκρηξη της πανδημίας και σε πολύ στενά περιθώρια χρόνου και ό, τι αυτό συνεπάγεται σε λειτουργικές δυνατότητες αναπτύχθηκαν και εφαρμόστηκαν χρηματοδοτικά εργαλεία για τη στήριξη της επιχειρηματικότητας που μόχλευσαν σε σύνολο και εκταμίευσαν μέχρι σήμερα 5,1 δισ. ευρώ δάνεια σε σύνολο πάνω από 23.000 εταιριών», σχολίασε.

Αναφερόμενη δε, στα δύο χρηματοδοτικά προϊόντα, για το Ταμείο Επιχειρηματικότητας – κεφάλαιο κίνησης, με επιδότηση επιτοκίου δύο χρόνια – εκταμιεύτηκαν 2,1 δισ. ευρώ και για το Εγγυοδοτικό πρόγραμμα τρία δισ. ευρώ, με κάλυψη του 80% των εξασφαλίσεων. «Είμαστε ήδη σε εκδίπλωση δεύτερου κύκλου στο Ταμείο επιχειρηματικότητας και δεύτερου κύκλου στο Εγγυοδοτικό. Συνολικά προσδοκούμε μία μόχλευση που θα αγγίξει τα εννέα δισ. ευρώ μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου, παρά τις δύσκολες συνθήκες. Θέλουμε να έχουμε διευρύνει, να βάλουμε ένα μικρό λιθαράκι στη διεύρυνση της πιστωτικής επέκτασης του τραπεζικού συστήματος που θα ‘αγγίζει’ το 15% με 20% της υπάρχουσας», πρόσθεσε.

Αξίζει να επισημανθεί πως, σύμφωνα με την κυρία Χατζηπέτρου, τα 5,1 δισ. ευρώ που έχουν εκταμιευθεί μέχρι σήμερα είναι πέντε φορές περισσότερα από την αντίστοιχη πενταετία, δηλαδή, την περίοδο 2015 – 2019, ενώ όσον αφορά σε πλήθος δανείων είναι τέσσερις φορές πάνω από τη 10ετία.

Η ΕΑΤ από το 2010 έως και το 2019 είχε εκταμιεύσει 1,5 δισ. ευρώ. «Η ελληνική βιομηχανία και μεταποίηση είναι αξιόχρεη. Οι επιχειρήσεις που έλαβαν τα προϊόντα ΤΕΠΙΧ και Εγγυοδοτικό είχαν το 2019 τζίρο 35 δισ. ευρώ και χρηματοδοτήθηκαν 2.600 επιχειρήσεις από ένα σύνολο 18.600 επιχειρήσεων, δηλαδή, το 15%, λαμβάνοντας, ωστόσο, 1,3 δισ. ευρώ», συνέχισε η επικεφαλής της ΕΑΤ, για να καταλήγει: «Η επόμενη ημέρα θα είναι ακόμη πιο στοχευμένη στο κομμάτι της μεταποίησης, γιατί για πρώτη φορά έχουμε μία πολύ μεγάλη δυνατότητα στην ΕΑΤ επεξεργασίας και αξιοποίησης στοιχείων και δεδομένων. Στόχευσή μας είναι το αμέσως επόμενο διάστημα να δημιουργήσουμε εγγυήσεις για ευρωπαϊκά προγράμματα».