Διατήρηση της τάσης όπου καταγράφεται αύξηση των πωλήσεων σε αξία αλλά μείωση σε όγκο και πίεση στα περιθώρια κερδοφορίας, περιμένουν τα στελέχη του οργανωμένου λιανεμπορίου και για φέτος, όπως  προκύπτει απ’ την έρευνα που δημοσιοποίησε σήμερα το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ). Αξιοσημείωτο της έρευνας πάντως είναι πως ο δείκτης οικονομικού κλίματος λιανεμπορίου τροφίμων έχει βελτιωθεί παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός συνεχίζει να “τρέχει” με διψήφιο ποσοστό στα τρόφιμα.

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την έκθεση του ΙΕΛΚΑ, το 70% των ερωτηθέντων αναμένει ετήσια αύξηση της τάξης του 2% κατά μέσο όρο στις πωλήσεις το πρώτο εξάμηνο του 2023, αλλά και στο σύνολο του έτους, ενώ αναμένεται μείωση του όγκου των πωλήσεων κατά 2,2% από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούνιο. Η διαφορά αυτή αποδίδεται στις πληθωριστικές πιέσεις και τις αυξήσεις τιμών σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2022.

Επίσης, οι προβλέψεις των στελεχών για την οικονομική κατάσταση της χώρας βελτιώθηκε. Ειδικότερα, τον περασμένο Μάιο μόλις το 7% θεωρούσε ότι υπάρχει βελτίωση στην οικονομική κατάσταση και η πλειονότητα (87%) έβλεπε επιδείνωση. Πλέον το 29% βλέπει βελτίωση και το 50% επιδείνωση. Στο πλαίσιο αυτό, ο δείκτης οικονομικού κλίματος διαμορφώθηκε στο 0,39 με βάση τις εκτιμήσεις των ερωτηθέντων για τις πωλήσεις, τις τιμές και συνολικά τις οικονομικές συνθήκες.

Σύμφωνα με την έρευνα της ΙΕΛΚΑ, το 34% των επιχειρήσεων αναμένει υψηλότερη κερδοφορία το 2023, ενώ το 17% χαμηλότερη (το υπολειπόμενο είτε δεν έχει σαφή εικόνα, είτε αναμένει αμετάβλητο αποτέλεσμα). Ειδικότερα, 1 στις 7 επιχειρήσεις του κλάδου του λιανεμπορίου και της βιομηχανίας τροφίμων αναμένει ζημιές το 2023, ενώ λίγο περισσότερες από 1 στις 2 αναμένει κέρδη. Ωστόσο, μεταξύ αυτών που αναμένουν κέρδη, τουλάχιστον το 50% αναμένει οριακά κέρδη κάτω του 2%.

Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή παίζει η αύξηση του κόστους, οι ανατιμήσεις και η προσπάθεια συγκράτησης των τιμών, με το σύνολο των στελεχών να συμφωνούν ότι το κόστος ενέργειας, οι τιμές των πρώτων υλών και το κόστος μεταφορών είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες. Παράλληλα το 97% των ερωτηθέντων αναγνωρίζει ότι ο πόλεμος επιδρά αυξητικά στις τιμές. Εκτός αυτού, μικρότερη επίδραση στις τιμές ασκούν οι έμμεσοι φόροι, το εργασιακό κόστος, η νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα κόστη της πανδημίας, το κόστος δανεισμού, αλλά και οι εκλογές.

Παρά τις πιέσεις που δέχονται οι επιχειρήσεις, φαίνεται πως η πλειονότητα έχει απορροφήσει μέρος των ανατιμήσεων, χωρίς να μετακυλήσει το κόστος στους πελάτες. Σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ, το ποσοστό της αύξησης που έχει απορροφηθεί μεσοσταθμικά είναι 23%, δηλαδή το ¼ της αύξησης. Το 27% έχει απορροφήσει έως 10%, το 42% έχει απορροφήσει 10-25%, το 20% έχει απορροφήσει 25-50% και το 12% πάνω από 50%. Βέβαια το κατά πόσο αυτό μπορεί να συνεχιστεί αποτελεί ένα μεγάλο ερώτημα με βάση τα στοιχεία για την κερδοφορία, καθώς όσο δεν εμφανίζεται αποκλιμάκωση των τιμών, η απορρόφηση των ανατιμήσεων θα αποτελεί  μη βιώσιμη λύση για τις εταιρείες.

Σύμφωνα μάλιστα με την έρευνα, τα ευρήματα της έρευνας αντανακλούν ένα δύσκολο και ιδιαίτερα απαιτητικό επιχειρηματικό περιβάλλον και μία κατάσταση η οποία είναι δύσκολο να αναστραφεί άμεσα.

Διαβάστε ακόμη

Οι τέσσερις καταλύτες που συντηρούν το τραπεζικό «ράλι» στο Χρηματιστήριο

Market Pass: «Βροχή» αιτήσεων με πάνω από 300.000 εγκρίσεις

Έρχεται νέος «σεισμός» στα κρυπτονομίσματα (γράφημα)