Εκπροσωπεί ένα βαρύ όνομα στο ελληνικό επιχειρείν με μια ιστορική βιομηχανία της οποίας η διαδρομή ξεκινά το 1782, πολύ πριν από το σύγχρονο ελληνικό κράτος! Ανέλαβε δε τα ηνία της Μύλοι Λούλη εκπροσωπώντας την 7η γενιά της οικογένειας στο τιμόνι της αλευροβιομηχανίας, σε μια κρίσιμη στιγμή για το οικονομικό γίγνεσθαι της χώρας, αφού μόλις ξεκινούσε η 10ετής περιπέτεια της εθνικής μας κρίσης.

Δέκα χρόνια μετά, ο κ. Νίκος Λούλης, που ανέλαβε τη μεγάλη ευθύνη σε ηλικία μόλις 24 ετών, όχι μόνο κατάφερε να βγάλει αλώβητη την ιστορική εταιρεία, αλλά και να της δώσει νέα ώθηση επαναπροσδιορίζοντας τη στρατηγική της.

«Η ταν δέκα χρόνια γεμάτα και συνέπεσαν με τη μετάλλαξη της ελληνικής οικονομίας. Και ίσως τελικά το timing για μένα ήταν θετικό. Ηταν τότε η στιγμή που λόγω της επερχόμενης κρίσης έπρεπε να αλλάξω τη στρατηγική και την κατεύθυνση του ομίλου», λέει στο «business stories» ο κ. Νίκος Λούλης σε μια συζήτηση που γίνεται στα γραφεία της εταιρείας στο Κερατσίνι. Εκεί όπου τα σιλό, ο μύλος αλλά και το λιμάνι της πάλαι ποτέ Μύλοι Αγίου Γεωργίου στέκονται επιβλητικά από το 1926…

Ακόμα και αυτό το ιστορικό κτίριο ξαναγεννήθηκε ως αποτέλεσμα της νέας στρατηγικής, αφού έπειτα από ένα μεγάλο πρόγραμμα επενδύσεων, που ξεκίνησε το 2012, εκσυγχρονίστηκε και επαναλειτουργεί αποτελώντας σήμερα μία από τις τέσσερις εργοστασιακές μονάδες του ομίλου. Η άλλη, φυσικά, είναι η μεγάλη βιομηχανική μονάδα της Σούρπης στη Μαγνησία με ιδιόκτητο λιμάνι, που είχε κατασκευαστεί αρχές του 2000, ενώ τα τελευταία χρόνια προστέθηκαν άλλα δύο: το εργοστάσιο της εξαγορασθείσας το 2015 Kenfood στη Θήβα, με την οποία πλέον ο όμιλος εισήλθε στα μείγματα και τις πρώτες ύλες αρτοποιΐας και ζαχαροπλαστικής, αλλά και το εργοστάσιο στο Ντόμπριτς της Βουλγαρίας, που ξεκίνησε τη λειτουργία του στις αρχές της χρονιάς με στόχο να διεισδύσουν τα προϊόντα του ομίλου σε μια γεωγραφική περιοχή που συμπεριλαμβάνει την ανατολική Βουλγαρία και τη ΝΑ Ρουμανία με 6 εκατομμύρια μόνιμους κατοίκους και άλλους τόσους τουρίστες κάθε χρόνο…

«Για εμένα υπήρξαν δύο μεγάλες προκλήσεις. Πρώτα απ’ όλα η προσωπική, αφού ανέλαβα μα μεγάλη εταιρεία σχεδόν 24 ετών, μόλις είχα τελειώσει τις σπουδές μου, και ο πατέρας μου από την επόμενη κιόλας μέρα της παράδοσης της ηγεσίας έθεσε τον εαυτό του εκτός εταιρείας. Από την άλλη, ήταν η πρόκληση της οικονομίας, της κρίσης. Για το πρώτο κομμάτι οφείλω ένα τεράστιο κομμάτι της επιτυχίας στους συνεργάτες μου, αφού με δέχθηκαν, με έμαθαν και συγχώρεσαν λάθη που μπορεί να έκανα. Για το δεύτερο ευνοηθήκαμε από το γεγονός ότι είμαστε σε έναν ασφαλή κλάδο, τον αυτόν των τροφίμων, που δεν ταλαιπωρήθηκε όσο άλλοι. Παρ’ όλα αυτά δεν επαναπαυτήκαμε στην ασφάλεια του κλάδου για την ανάπτυξή μας. Αλλάξαμε. Ημασταν επιθετικοί μέσα στην κρίση. Πάντα με ορθή διαχείριση και ανοίγματα όσο το επέτρεπαν οι συνθήκες. Γι’ αυτό και στο τέλος από την κρίση βγήκαμε πιο δυνατοί», σημειώνει ο κ. Λούλης.

«Οταν ανέλαβα την εταιρεία είχαμε ένα εργοστάσιο, στη Σούρπη. Πλέον ο όμιλος διαθέτει τρία στην Ελλάδα και ένα στη Βουλγαρία. Και όλα έγιναν μέσα σε περιβάλλον κρίσης. Παράλληλα επενδύσαμε σε νέες τεχνολογίες σε όλα τα επίπεδα λειτουργίας του ομίλου, από την παραγωγή ως τις πωλήσεις», προσθέτει. Σε αυτό το διάστημα η εταιρεία ισχυροποίησε την ηγετική της θέση στην εγχώρια αγορά και παράλληλα επέκτεινε την παρουσία της σε 10 χώρες του εξωτερικού συνάπτοντας και στρατηγική συμμαχία με τον αραβικό κολοσσό στον χώρο της αγροτικής παραγωγής Al Dahra, ο οποίος ελέγχει το 20% του μετοχικού κεφαλαίου της Μύλοι Λούλη – η οικογένεια Λούλη διατηρεί το 56,5%. Μια συμμαχία που, όπως λέει ο κ. Λούλης, μπορεί λόγω των γεωπολιτικών συνθηκών να μην πέτυχε τον αρχικό της στόχο, τη δημιουργία μύλου στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, έφερε όμως μια πολύ στενή εμπορική συνεργασία στο κομμάτι των σιτηρών.

Ο μετασχηματισμός του ομίλου τα τελευταία χρόνια έχει λάβει νέα δυναμική. «Το 2016 έφυγα στη Σιγκαπούρη για να κάνω ένα ΜΒΑ, αφού ένιωθα ότι πρέπει να απομακρυνθώ για λίγο από την καθημερινότητα της εταιρείας, να εντοπίσω τα κενά, να καλύψω τις ελλείψεις που ένιωθα ότι υπήρχαν. Επειτα από 10 μήνες γύρισα γεμάτος νέες ιδέες, τις οποίες έκτοτε προσπαθώ να υλοποιήσω», λέει ο κ. Λούλης. «Σήμερα η εταιρεία βρίσκεται σε έναν κύκλο διαρκών δημιουργικών αλλαγών, από τον τρόπο που λειτουργούμε ως τα προϊόντα μας. Η μόνη σταθερά μας είναι πλέον η αλλαγή», προσθέτει.

Η πρόκληση του κορωνοϊού

Αυτή η «σταθερά», όπως λέει, είναι που βοηθά σήμερα τον όμιλο να ξεπεράσει και τις δυσκολίες της πανδημίας του κορωνοϊού. «Εχουμε καταφέρει να διαφοροποιηθούμε τηρώντας όσο αυτό είναι εφικτό τις ισορροπίες», λέει ο κ. Λούλης. «Εχουμε τη λιανική, πουλάμε σε φούρνους, σε βιομηχανίες, στο HORECA, κάνουμε εξαγωγές. Οπότε, ναι, είδαμε πτώση στα αρτοποιεία και την εστίαση, από την άλλη όμως είχαμε και αύξηση των πωλήσεων στη λιανική, που βοήθησε να καλυφθεί το κενό που είχε δημιουργηθεί», προσθέτει. Συνήθως, όπως εξηγεί, το 50% των πωλήσεων του ομίλου κατευθύνονται στη βιοτεχνική αρτοποιία και την εστίαση με την ευρεία έννοια. Το 30% κατευθύνεται σε βιομηχανίες τροφίμων και το 20% στο ράφι. Το τελευταίο, κατά τους προηγούμενους μήνες, αυξήθηκε κατά 150%.

«Η καραντίνα ήταν μια ευκαιρία για πολύ κόσμο να ζυμώσει στο σπίτι. Η συνήθεια έμεινε, οπότε συνεχίζουμε να βλέπουμε αύξηση στα καταναλωτικά προϊόντα και επίσης παρατηρούμε ότι επιστρέφει σε μια κανονικότητα και το κομμάτι της βιοτεχνικής αρτοποιΐας και του HORECA, πλην των τουριστικών προορισμών. Εκεί υπάρχει σημαντική πτώση», σημειώνει.

Ο ίδιος πάντως είναι αισιόδοξος ότι η χρονιά θα είναι θετική για την εταιρεία. Εκτιμά ότι τα οικονομικά μεγέθη μπορούν να συγκρατηθούν στα περυσινά επίπεδα, σε επίπεδο τόσο όγκου όσο και αξιών.

Υπενθυμίζεται ότι το 2019, με βάση τις τελευταίες δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις, ο κύκλος εργασιών είχε φτάσει στα 107,73 εκατ. ευρώ, αυξημένος κατά 9,12% σε σχέση με έναν χρόνο πριν. Η καθαρή κερδοφορία είχε φτάσει τα 3,02 εκατ. ευρώ.

Σημειωτέον ότι το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων φτάνουν τα 90,8 εκατ. ευρώ και το σύνολο των υποχρεώσεων τα 83,7 εκατ. ευρώ, που δείχνουν και πόσο συμμαζεμένη οικονομικά είναι η εταιρεία, αν και η χρηματιστηριακή αποτίμησή της κινείται μόλις στα 45 εκατ. ευρώ.

Στη φετινή χρήση βέβαια θα προσμετρηθούν και οι επιδόσεις του εργοστασίου της Βουλγαρίας, το οποίο ξεκίνησε τη λειτουργία του στις 2 Ιανουαρίου. «Αυτόν τον μήνα άνοιξε και η βουλγαρική αγορά και έχουμε ξεκινήσει να αναπτυσσόμαστε με πιο γοργούς ρυθμούς. Ο στόχος εκεί είναι να φτάσουμε την παραγωγή στο 80% της δυνατότητας της μονάδας, από 60% σήμερα, και το 2021 να είναι κερδοφόρα», λέει ο κ. Λούλης.

Εξαγωγές και επενδύσεις

Οι εξαγωγές του ομίλου, όπως εξηγεί, αναλογούν περίπου στο 5% του τζίρου, με μεγαλύτερες αγορές αυτές της Κύπρου και της Αιγύπτου. Ο στόχος όμως είναι η επέκταση αυτού του μεριδίου και η αύξηση των εξαγωγών συνολικά με αιχμή το βασικό προϊόν της εταιρείας, τα άλευρα αλλά και τα ειδικά προϊόντα όπως τα μείγματα. «Το αλεύρι γενικά δεν είναι εξαγώγιμο προϊόν και γι’ αυτό η στρατηγική μας επικεντρώνεται στην εξαγωγή αλεύρων ειδικής χρήσης προς βιομηχανίες τροφίμων ή μείγματα ειδικών χρήσεων. Προσπαθούμε να παράγουμε άλευρα με σταθερά ποιοτικά χαρακτηριστικά, ώστε να εξασφαλίζουμε ότι οι πελάτες μας πετυχαίνουν τις συνταγές τους», σημειώνει. «Γι’ αυτό, εξάλλου, οι πελάτες μας συμμετέχουν στη διαδικασία R&D, με σκοπό να αναπτύξουμε τη συνταγή που θέλουν».

Στην εγχώρια αγορά πάλι βασικός στόχος μπορεί να παραμένει η περαιτέρω ισχυροποίηση του ηγετικού μεριδίου που έχει η Μύλοι Λούλης. Μόνο στο ράφι το brand Μύλοι Αγίου Γεωργίου ελέγχει ένα μερίδιο 30% σε αξία. Από την άλλη, η εταιρεία παράγει και προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Ο κ. Λούλης αναγνωρίζει ότι η ελληνική αγορά αλεύρων έχει φτάσει περίπου τα όριά της. «Γι’ αυτό και πήραμε τη στρατηγική απόφαση προ πενταετίας να εισέλθουμε δυναμικά στον χώρο των πρώτων υλών σε είδη αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής με την εξαγορά της Kenfood. Πέντε χρόνια μετά, ο κύκλος εργασιών της αλλά και οι πωλήσεις σε όγκο έχουν σχεδόν διπλασιαστεί, φτάνοντας τα 7 εκατ. ευρώ».

Βιομηχανία πρώτων υλών

Στόχευση του ίδιου είναι η Μύλοι Λούλης να εξελιχθεί πλέον σε μια βιομηχανία που θα παράγει όλη την γκάμα των πρώτων υλών για αρτοποιεία και ζαχαροπλαστική. «Θέλουμε να παράγουμε πρώτες ύλες που δίνουν αξία στον πελάτη μας και να καλύπτουμε κάθε ανάγκη του. Γι’ αυτό εξάλλου παράγουμε εξειδικευμένα προϊόντα, σταθερής ποιότητας. Μαζί με το αλεύρι, που παραμένει η αιχμή μας, συνδυάζουμε και άλλες πρώτες ύλες για να δημιουργήσουμε το καλύτερο αποτέλεσμα. Και μαζί με αυτό φυσικά έρχεται η παροχή άριστων υπηρεσιών προς τους πελάτες μας, είτε αυτό έχει να κάνει με την εκπαίδευσή τους, είτε με την έρευνα και την ανάπτυξη προϊόντων τους, είτε ακόμα και με την ανάπτυξη ιδεών που μπορεί να έχουν», τονίζει. Στο πλαίσιο αυτό το προϊοντικό χαρτοφυλάκιο της εταιρείας εμπλουτίζεται. «Σήμερα διαθέτουμε 150 διαφορετικούς κωδικούς αλεύρων και 850 κωδικούς πρώτων υλών αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής. Κοινώς, διαθέτουμε 1.000 κωδικούς προϊόντων που όλα παράγονται στην Ελλάδα, δεν είναι εισαγωγής».

Ο ίδιος δεν αποκλείει το ενδεχόμενο και μιας νέας εξαγοράς εκ μέρους της Μύλοι Λούλη. «Αν δούμε στην πορεία ότι υπάρχει άλλη εταιρεία που δένει πολύ καλά με τα προϊόντα μας, φυσικά θα το εξετάσουμε. Δεν θα κάνουμε όμως ποτέ εξαγορά για την εξαγορά», τονίζει.

Προς το παρόν η εταιρεία τρέχει ένα τριετές πλάνο επενδύσεων που ξεκίνησε το 2019 και θα ολοκληρωθεί του χρόνου, συνολικού ύψους 10 εκατ. ευρώ. «Τα 6 εκατ. ευρώ περίπου κατευθύνθηκαν για τον εκσυγχρονισμό και τη λειτουργία του εργοστασίου στη Βουλγαρία. Τα υπόλοιπα 4 εκατ. επενδύονται στις μονάδες στην Ελλάδα, στην κατεύθυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού της εταιρείας που έχουμε ξεκινήσει. Είχαν προηγηθεί ήδη μεγάλες επενδύσεις σε πάγια που σε βάθος 10ετίας φτάνουν τα 30 εκατ. ευρώ», σημειώνει. Και κάπως έτσι πέρυσι η εταιρεία έφτασε να αλέσει 260.000 τόνους σιτάρι, γεγονός που την κατατάσσει ως ηγέτιδα δύναμη στην Ελλάδα αλλά και στα Βαλκάνια.

Σε ένα όμως τόσο παραδοσιακό προϊόν, όπως το αλεύρι, καινοτομία μπορεί να υπάρξει; «Βεβαίως», αποκρίνεται ο κ. Λούλης. «Υπάρχουν πολλές συνταγές και τρόποι επεξεργασίας της πρώτης ύλης ώστε να προκύψουν εκατοντάδες προϊόντα. Για παράδειγμα, πρόσφατα βγάλαμε αλεύρι για άτομα που θέλουν να καταναλώνουν και να διατηρούν χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη. Με την ίδια λογική βγάζουμε προϊόντα αλεύρου υψηλής περιεκτικότητας σε φυτικές ίνες ή πρωτεΐνη. Πλέον και το αλεύρι έχει ενταχθεί στο κομμάτι της διατροφής και του healthy living. Οπότε στο πλαίσιο αυτό υπάρχουν πολλά περιθώρια», σημειώνει.

Ολα αυτά βέβαια προκύπτουν από τα δύο τμήματα R&D που διαθέτει η Μύλοι Λούλη. «Σε αυτό το κομμάτι επενδύουμε πολύ. Το ένα αφορά τα άλευρα και το άλλο τις πρώτες ύλες για την αρτοποιία και τη ζαχαροπλαστική», τονίζει ο κ. Λούλης. Η δε καινοτομία, όπως λέει, προέρχεται είτε από τις ανάγκες της ίδιας της αγοράς, οπότε και η συνεργασία με τους πελάτες είναι σημαντική, είτε από τις υπό διαμόρφωση παγκοσμίως διατροφικές τάσεις.

Το μουσείο

Αυτό όμως για το οποίο είναι ιδιαίτερα περήφανος ο κ. Λούλης είναι η δημιουργία του μουσείου άρτου, που βρίσκεται σε χώρο 200 τ.μ. εντός των ιστορικών εγκαταστάσεων στο Κερατσίνι. Το Μουσείο Λούλη, όπως ονομάζεται, είναι το μεγαλύτερο ίσως μουσείο στη χώρα μας σχετικά με την ιστορία του άρτου και της διατροφής γενικότερα. Από την Αρχαιότητα έως τη Βιομηχανική Επανάσταση και τις σύγχρονες ανάγκες, ο επισκέπτης μπορεί να κάνει βουτιά στον χρόνο και να δει από κοντά αρχαία γλυπτά, μηχανήματα, σφραγίδες, πολλά ντοκουμέντα από την πορεία της Μύλοι Λούλη, αλλά και της Μύλοι Αγίου Γεωργίου, που απορροφήθηκε το 1999, καθώς και κειμήλια της οικογένειας Λούλη από την ενασχόλησή της για 238 χρόνια (!) με το αλεύρι.

Αυτή η σύνδεση με το παρελθόν είναι που κάνει τον κ. Λούλη να έχει αυξημένο το αίσθημα της ευθύνης να παραδώσει την εταιρεία στην επόμενη, όγδοη γενιά. «Είναι ένα χρέος το οποίο πάντα κουβαλούν οι γενιές της οικογένειας», εξηγεί. «Ολα ξεκίνησαν από έναν μικρό πετρόμυλο στην Αετοράχη Ιωαννίνων από τον Ζώη Λούλη και κάθε γενιά άφηνε το αποτύπωμά της ώστε σήμερα να διοικώ αυτή την εταιρεία. Οπότε, από τη μία νιώθω ευγνωμοσύνη για όλες τις προηγούμενες γενιές, αλλά και χρέος προς την επόμενη», λέει. «Και μαζί με εμάς ακολουθούν και πολλοί εργαζόμενοι. Σήμερα απασχολούνται περίπου 300 εργαζόμενοι στην Ελλάδα και 30 στη Βουλγαρία, ενώ αρκετοί από αυτούς αποτελούν την τρίτη γενιά της οικογένειάς τους που απασχολούνται στην εταιρεία μας. Εχουμε και ελάχιστους που είναι τέταρτης γενιάς. Αυτό είναι όμως που θέλουμε πάντα να οικοδομούμε, τις οικογενειακές σχέσεις με την επιχείρηση».

Η διαδρομή

Ο ίδιος πάλι από μικρό παιδί ήταν μέσα στο εργοστάσιο και κοντά στον πατέρα του Κωνσταντίνο. Μας εξιστορεί μάλιστα πώς σε ηλικία μόλις 13 ετών ο πατέρας του τον είχε πάρει για δύο εβδομάδες από το σχολείο προκειμένου να τον έχει μαζί του στις διαπραγματεύσεις που έκανε για την επιθετική εξαγορά των Μύλων Αγίου Γεωργίου, πίσω το 1999. «Μου είχε κάνει εντύπωση ότι με ρώτησε τότε ο πατέρας μου για το εάν έπρεπε να το κάνει. Φαινόταν τότε παράλογο να ρωτάς ένα παιδί 13 ετών για ένα τέτοιο θέμα. Αργότερα κατάλαβα γιατί έπρεπε να με κάνει συμμέτοχο σε μια τόσο σημαντική απόφαση, αφού θα αναλάμβανα στο μέλλον την ευθύνη της εταιρείας», σημειώνει.

Επίσης, όπως εξηγεί είχε περάσει σχεδόν απ’ όλα τα πόστα στην εταιρεία πριν αναλάβει τα ηνία. «Από το να σκουπίζω ως μικρό παιδί τους βιομηχανικούς χώρους ως την παραγωγή και μετά τις πωλήσεις και την οικονομική διεύθυνση… Ως παιδί έχω γυρίσει όλη την Ελλάδα με τους πωλητές μας επισκεπτόμενος κάθε φούρνο που είχαμε για πελάτη… Επομένως καταλαβαίνετε πως όταν ανέλαβα την εταιρεία την ήξερα πολύ καλά». Ακόμα και τώρα στην ξενάγηση στο εργοστάσιο του Κερατσινίου δεν θα διστάσει ο ίδιος να ελέγξει και να επιδείξει τις λειτουργίες των σύγχρονων μηχανημάτων του εργοστασίου!

Ο κ. Νίκος Λούλης σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης (Boston College) Διοίκήση Επιχειρήσεων με εξειδίκευση στη Λογιστική, Κοστολόγηση και τον Χρηματοοικονομικό Τομέα. Πήρε το πτυχίο του το 2008. Τον Αύγουστο του 2009 φοίτησε στην Ειδική Σχολή Τεχνικών Μύλων της Ελβετίας απ’ όπου πήρε το δίπλωμά του τον Φεβρουάριο του 2010 και λίγους μήνες ανέλαβε τα ηνία της εταιρείας. Το 2018 ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (MBA) στο INSEAD.

Σημαντικής αξίας επίσης ήταν και η χρηματοδότηση της αναστήλωσης του ιστορικού Γεφυριού της Πλάκας που είχε καταρρεύσει λίγα χρόνια πριν. Την κατασκευή του εν λόγω γεφυριού είχε χρηματοδοτήσει ο προπροπάππους του Ιωάννης Λούλης, ευεργέτης της Ηπείρου. «Το γεφύρι αυτό είναι η δική μου ένωση με τις καταβολές μου», σημειώνει. Τα εγκαίνια του αναστηλωμένου -πλέον – γεφυριού έχουν, προς το παρόν, αναβληθεί λόγω κορωνοϊού.

Τελειώνοντας την κουβέντα τον ρωτάμε για το όραμά του. «Να δημιουργούμε αξία για την ανθρώπινη διατροφή», απαντά.